«TO ΠΡΟΒΛΗΜΑ των υποκλοπών είναι τεχνικό και πολιτικό, δεν είναι

νομικό», διαμηνύει προς την κυβέρνηση η Επιτροπή εμπειρογνωμόνων, υπό τον

καθηγητή Δημ. Τσάτσο, η οποία εξέτασε το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο για την

προστασία του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών. H Επιτροπή σοφών εξαπολύει,

παράλληλα, ευθείες βολές και κατά της εταιρείας Vodafone, τονίζοντας ότι ο

κάθε τηλεπικοινωνιακός πάροχος έχει ευθύνη να διασφαλίζει το απαραβίαστο του

δικτύου του και «δεν μπορεί να επικαλείται άγνοια για την εγκατάσταση ξένου

λογισμικού παρακολούθησης».

Στην έκθεση της Επιτροπής, που παραδόθηκε χθες στον Πρωθυπουργό Κων.

Καραμανλή, επισημαίνεται ότι το ποινικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση των

υποκλοπών είναι επαρκές και, μάλιστα, από τα αυστηρότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Το ζητούμενο – κατά την Επιτροπή – είναι να ενισχυθούν οι διαδικασίες και τα

μέσα ελέγχου από τις κρατικές αρχές και τους αρμόδιους φορείς, όπως η Αρχή

Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ).

Τονίζεται, μάλιστα, ότι η ΑΔΑΕ θα πρέπει να μπορεί να προβαίνει στον έλεγχο

της διασφάλισης του απορρήτου και σε φορείς που διαθέτουν εσωτερικά δίκτυα ή

ιδιωτικά τηλεφωνικά κέντρα, εφόσον διατυπώνεται επώνυμη καταγγελία για

παραβίασή του. Ακόμη τονίζει ότι στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής υπόκεινται

η ΕΥΠ και οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες, ενώ στις αρμοδιότητές της θα πρέπει να

συμπεριληφθεί και πιστοποίηση ότι οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών έχουν λάβει όλα

τα κατάλληλα τεχνικά μέτρα για τη διασφάλιση του απαραβίαστου του δικτύου

τους.

«Την ευθύνη ασφάλειας των δικτύων επικοινωνίας την έχει τελικά ο ίδιος ο

τηλεπικοινωνιακός φορέας… Αυτό θα πρέπει να γίνει σαφές στους παρόχους

τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ώστε να μην μπορούν να επικαλεστούν άγνοια της

εγκατάστασης ξένου λογισμικού παρακολούθησης…», υπογραμμίζει η Επιτροπή.

Σχετικά με τη λήψη νέων, αυστηρότερων νομοθετικών μέτρων, στην έκθεση

επισημαίνεται ότι «το υπάρχον καθεστώς είναι εν πολλοίς επαρκές», αλλά «ο

νομοθέτης πρέπει να παρακολουθεί διαρκώς την εξελισσόμενη τεχνική πρόοδο και

τους εξ αυτής κινδύνους, ώστε να είναι σε θέση, εάν χρειαστεί, να

αναπροσαρμόσει τις ισχύουσες ρυθμίσεις». Στην παρούσα φάση, η Επιτροπή

προτείνει να αρχίσει ένας εθνικός διάλογος για την ασφάλεια των επικοινωνιών

και, παράλληλα, να δημιουργηθεί δίαυλος συνεργασίας των αρμόδιων ελεγκτικών

αρχών με τους αντίστοιχους φορείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.