Στην κοινοβουλευτική, προεδρική, προεδρευόμενη ή ακόμη και βασιλευόμενη

δημοκρατία ενδεχομένως θα πρέπει να προστεθεί και μια ακόμη, η «δημοσκοπική»

δημοκρατία. Στις μέρες μας οι δημοσκοπήσεις τείνουν να αποτελούν τον πλοηγό

των τεκταινομένων της σύγχρονης κοινωνίας. Άλλωστε, σχεδόν καθημερινά τα

τηλεοπτικά παράθυρα και οι εφημερίδες μάς ανακοινώνουν τα αποτελέσματα των

ερευνών της κοινής γνώμης, αν και σπανίως γίνεται δημόσιος διάλογος γι’ αυτές.

Κι όταν αυτός διεξάγεται έχει συνήθως προκληθεί εν μέσω αμφισβητήσεων. Οι

σφυγμομετρήσεις, καθώς καταμετρούν αλλά και ταυτόχρονα επωφελούνται από τον

σφυγμό της δημοκρατίας, προσπαθούν να καταγράψουν ή να φωτογραφίσουν την κοινή

γνώμη, η οποία λειτουργεί ως ένας διπρόσωπος καθρέφτης της χώρας.

Για κάποιους, αυτός ο καθρέφτης αντανακλά την ισχυρή κοινωνική ελίτ που

διατηρεί στην ουσία έναν ηγεμονικό διάλογο με τις μάζες, οι οποίες

αποκρίνονται στη θεματολογία της. Για άλλους, οι δημοσκοπήσεις

αποπροσανατολίζουν το κοινό και αποθαρρύνουν έτσι τη διαφωνία, και σε τελική

ανάλυση όχι μόνον προκαλούν ιδεολογική σύγχυση, αλλά και αποστερούν τη

δυνατότητα εμφάνισης νέων ιδεών στη δημόσια σφαίρα. Όπως το θέτει ο Χάνο

Χαρντ, «δεδομένου ότι η έρευνα της κοινής γνώμης εξετάζει τα θέματα που

αναπτύσσονται στα μυαλά άλλων, είναι ανίκανη να παραγάγει νέες ιδέες, ή ακόμα

και να τις εντοπίσει πριν αυτές παρουσιαστούν».

Στην πράξη, η αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων δεν είναι ελληνικό φαινόμενο, ούτε

καν σημερινό. Πριν από μισό σχεδόν αιώνα, ο Χέρμπερτ Μπλάμερ υποστήριζε ότι οι

δημοσκοπήσεις πάσχουν από «μια διαστρέβλωση που προέρχεται από τη χρήση ενός

δείγματος όπου συγκεντρώνονται ανόμοια άτομα που αντιμετωπίζονται με το ίσο

βάρος». Όμως, παρά τις περιοδικές αμφισβητήσεις, οι σφυγμομετρήσεις ακμάζουν

επειδή οι ηγεσίες, όχι μόνον οι πολιτικές, χρησιμοποιούν τα αποτελέσματά τους

με τέτοιο τρόπο ώστε να δικαιολογούν την εξουσία τους υπό το πρόσχημα ότι

δίνουν φωνή στον λαό.

Πόσο λοιπόν οι δημοσκοπήσεις συμβάλλουν στην υγιή κοινωνία; Κατ’ αρχάς

δημιουργούν έναν μύθο ότι το κοινό μπορεί να μιλήσει για σημαντικά θέματα.

Όμως, ενώ η δημοσκόπηση αρχικά αποτελούσε σημαντική πηγή πληροφόρησης, στις

μέρες μας δημιουργεί το γεγονός. Κάποια αποτελέσματα δημοσιεύονται ως

αποκλειστικότητες, γίνονται ψευδογεγονότα, με αποτέλεσμα να μεταθέτουν τη

χρησιμότητα του δημόσιου διαλόγου.

Από την άλλη πλευρά οι δημοσκοπήσεις έχουν αξία αλήθειας, όμως το δυνητικό

εκλαμβάνεται ως γεγονός. Στην ουσία οι δημοσκοπήσεις έχουν θεοποιηθεί και

κυρίως έχουν ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στα πολιτικά ήθη, ώστε να θεωρούνται

ως συστατικά στοιχεία για τη χάραξη πολιτικής. Οι σφυγμομετρήσεις τείνουν, αν

όχι να ορίζουν, τουλάχιστον να επηρεάζουν τη δημόσια θεματολογία, κι αυτό

γίνεται εύκολα από την ασάφεια, τη μορφή, ή τη διατύπωση της ερώτησης, αλλά

και τα συμφραζόμενα των ερωτήσεών τους.

Έτσι, από δυνάμει πηγή αυτεπίγνωσης της κοινωνίας, οι δημοσκοπήσεις στις μέρες

μας τείνουν να γίνουν αυτοσκοπός, καθώς συχνά οι πολιτικοί διαμορφώνουν τη

στρατηγική τους με βάση τα αποτελέσματά τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι

ποτέ άλλοτε δεν έγιναν τόσες προσπάθειες για να διεισδύσουμε στη γνώμη των

Ελλήνων. Έτσι, προκύπτουν διάφορα ερωτήματα, όπως:

Μήπως η συνεχής καταμέτρηση της κοινής γνώμης οφείλεται στο ότι οι πολιτικοί

έχουν χάσει την επαφή με την κοινωνία που μονίμως επικαλούνται;

Μήπως αντί οι δημοσκοπήσεις να βελτιώνουν στη χάραξη και την άσκηση πολιτικής

οδηγούν στον λαϊκισμό;

Μήπως η υπερπαραγωγή των δημοσκοπήσεων και η συχνή επίκλησή τους από

πολιτικούς, δημοσιογράφους ακόμη και δημοσκόπους προκαλεί σύγχυση, καθώς

αποπροσανατολίζει από τις κοινωνικές προτεραιότητες;

Μήπως χωρίς να το θέλουμε αντικαθιστούμε σιγά – σιγά την εκλογική διαδικασία

με τις δημοσκοπήσεις;

Μήπως η συνεχής δημοσιοποίηση της «κοινής γνώμης» οδηγεί στη σιωπή των

μειοψηφιών και εν τέλει στη συντήρηση;

Υπάρχει ανάγκη θεσμικής ρύθμισης, ένα δεοντολογικό – κανονιστικό πλαίσιο, για

τη διεξαγωγή των δημοσκοπήσεων, κι αν ναι από ποιους και σε τι πρέπει να

διαφέρει από τον αυτοέλεγχο της αγοράς;

Μήπως η απαγόρευση των δημοσκοπήσεων οδηγεί την πληροφόρηση των πολιτών σε δύο

ταχύτητες;

Μήπως αναφερόμαστε στην προβολή των δημοσκοπήσεων από τα MME κι όχι στις ίδιες

τις δημοσκοπήσεις;

Μήπως οι δημοσκοπήσεις στην πράξη αποτελούν μια τακτική των κυβερνώντων να

εξετάζουν την καμπύλη δημοτικότητάς τους όπως οι ασθενείς την καμπύλη

θερμοκρασίας τους;

Μήπως οι δημοσκοπήσεις αποτελούν ένα άλλοθι για τους πολιτικούς ιθύνοντες που

τους επιτρέπει να επιβάλλουν στην κοινή γνώμη κάποιες αποφάσεις ή αντίθετα, οι

δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται έντονα από τα MME με αποτέλεσμα η αντοχή των

πολιτών στη διάρκεια επίλυσης ή αντιμετώπισης των προβλημάτων να είναι

μηδενική;

Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Πολ Λάζαρφελντ πριν από 55 χρόνια υποστήριζε ότι η

έρευνα της κοινής γνώμης είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την εύρυθμη

λειτουργία της κοινωνίας, όμως η αμετροεπής χρήση της τείνει να ακυρώσει τη

θέση της στη σύγχρονη δημόσια επικοινωνία.

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και

MME του Πανεπιστημίου Αθηνών.