Εξαγορές και συγχωνεύσεις στον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο «βλέπουν» στελέχη

της αγοράς, τα οποία υποστηρίζουν ότι έχουν ήδη αρχίσει διερευνητικές επαφές

ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες πλευρές. Στην πλευρά των αγοραστών βρίσκονται ξένα

επενδυτικά fund, εφοπλιστικά κεφάλαια ελληνικών συμφερόντων αλλά και ξένοι

ξενοδοχειακοί όμιλοι. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ενδιαφέρον των αγοραστών

επικεντρώνεται σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες τόσο των Αθηνών όσο και άλλων

τουριστικών περιοχών της χώρας.

Επισημαίνεται ότι ένα από τα μεγαλύτερα και γνωστότερα ξενοδοχεία της χώρας,

το «Χίλτον» της Ρόδου, βρίσκεται σε φάση αναζήτησης αγοραστή, μετά την απόφαση

της Ιονικής Ξενοδοχειακής (που είναι η ιδιοκτήτρια εταιρεία) να το πουλήσει.

Στην ίδια εταιρεία ανήκει και το «Χίλτον» των Αθηνών, για το οποίο ο μητρικός

όμιλος της Alpha Bank έχει δηλώσει ότι, προς το παρόν, δεν σκοπεύει να το

πουλήσει.

Για τον «Αστέρα»

Εξάλλου, μέχρι το τέλος του μήνα αναμένεται να επιλεγεί και η ξένη

ξενοδοχειακή αλυσίδα που θα αναλάβει το μάνατζμεντ του «Αστέρα» Βουλιαγμένης

και την υποχρέωση να αναβαθμίσει τη θέση του στην ελληνική τουριστική αγορά.

Οι διοικήσεις και των δύο μεγάλων τραπεζών της χώρας έχουν επανειλημμένα

επισημάνει ότι «δεν είναι ξενοδόχοι», αφήνοντας έτσι ανοιχτό το ενδεχόμενο

πώλησης τόσο του «Χίλτον» όσο και του «Αστέρα» Βουλιαγμένης.

Τα πράγματα στην ξενοδοχειακή αγορά των Αθηνών, πάντως, δεν είναι και τόσο

ρόδινα. Σύμφωνα με την ετήσια μελέτη HotelBenchmark – Global Ranking Index της

Deloitte, τα αθηναϊκά ξενοδοχεία σημείωσαν το 2005 μεγάλη πτώση στην παγκόσμια

κατάταξη σε ό,τι αφορά τα έσοδα ανά διαθέσιμο δωμάτιο.

Συγκεκριμένα, τα ξενοδοχεία της Αθήνας βρέθηκαν στην 53η θέση για το 2005,

έναντι της 13ης που βρέθηκαν το 2004 λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων.

Σε ότι αφορά τον Αστέρα Βουλιαγμένης, στόχος του ομίλου της Εθνικής Τράπεζας

είναι να αναλάβει το μάνατζμεντ του ξενοδοχείου ξένη αλυσίδα με εμπειρία στο

συγκεκριμένο τομέα. Εξετάζεται μάλιστα να δοθεί και κάποιο ποσοστό από το

μετοχικό κεφάλαιο του Αστέρα στον ξένο επενδυτή ώστε να υπάρχει το κίνητρο για

αποτελεσματικότερη διαχείριση.