Άλλοι έχουν το όνομα κι άλλοι τη χάρη… Σε άλλες σκηνές παίζονται

«Διαμάντια», σε άλλες τα βρίσκεις… Είδα στο «Φούρνο» τον μονόλογο «Φεύγουσα

κόρη» με τη νέα ηθοποιό Ρηνιώ Κυριαζή – τα Δευτερότριτα παίζεται, μέχρι 14

Μαρτίου. Παραγωγή της πατρινής «Βιομηχανικής» – που κάνει καλή δουλειά στην

Πάτρα. Παρουσιάστηκε πρώτα εκεί, στο «Λιθογραφείον» τους, και τώρα την έφεραν

στην Αθήνα. Μην φανταστείτε αυτά τα «δήθεν» που έχουμε συνηθίσει. Ή τίποτα

ψωνίστικες καταστάσεις – με «ιέρειες» και «ταμένους». Εισέπραξα, κατ’ αρχάς,

μια βαθιά σοβαρότητα, μια εξαντλητική έρευνα, μια σκληρή δουλειά και μια

μανική, που έλεγε και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στην απονομή του Βραβείου Χορν,

αφοσίωση στην υπόθεση που λέγεται θέατρο. Και εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι η

Ρηνιώ Κυριαζή, που έχει αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή του Εθνικού, ήταν

στην συριανής προελεύσεως ομάδα «Πόλις» και στην εξαιρετική δουλειά των τριών

κοριτσιών της «Ούτος είναι ο αστήρ μου». Στο «Φεύγουσα κόρη», το τρυφερό,

αέρινο, μεταφυσικής ατμόσφαιρας, ήσσον διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

«Μια ψυχή» δένεται με δυο παραδοσιακά παραμύθια, μοιρολόγια και τραγούδια από

το ηπειρώτικο Ζαγόρι σε μια πενηντάλεπτη σύνθεση σκηνοθετημένη – διδαγμένη

είναι νομίζω το σωστότερο – από τη Μίρκα Γεμεντζάκη. Στη σκηνή του «Φούρνου» η

Ρηνιώ Κυριαζή. Μόνη της. Μια καρέκλα, ένα γλυκόλαλο, διακριτικό κλαρίνο – ο

Κωνσταντίνος Ντίμτσιος – και λίγα φώτα. Γυμνά πόδια, ένα απλό χρυσοκίτρινο

φόρεμα και η φωνή της.

… και η «γυμνή» φωνή

Το ομολογώ: ξεκίνησα με τη σκέψη: παιδιά ακόμα, ηθοποιοί άγνωστοι, χωρίς

πείρα, τι τους θέλουν τους μονολόγους; … Και στο «Φούρνο» είδα το, κατά τη

γνώμη μου, μείζον θεατρικό γεγονός της χρονιάς. Το κορίτσι αυτό βουτάει στα

βαθιά του παπαδιαμάντειου λόγου, στα βαθιά της ηπειρώτικης ντοπιολαλιάς και με

τα ασκημένο, παλλόμενο φωνητικό του όργανο καταφέρνει να μεταδώσει μια βαθιά

συγκίνηση. Γνήσια συγκίνηση. Θαύμασα τον τρόπο που μετουσίωσε, χωρίς ούτε

στιγμή να τη «μιμηθεί», την ντοπιολαλιά – που την αναγνωρίζω – με όλα τα

«σουσούμια» της – πώς αναβλύζει από μέσα της! -, τον τρόπο που το σώμα της

ακολουθεί τη φωνή και τον λόγο ακόμα και στην ακινησία του πάνω στην καρέκλα,

θαύμασα αυτόν τον εκπληκτικό ρυθμό, όλες αυτές τις άμεσες μεταπτώσεις από την

αφήγηση στον ευθύ λόγο και από τον ευθύ λόγο, ο οποίος ενίοτε απαιτεί τον

σπαραγμό, αυτομάτως στην αποστασιοποιημένη αφήγηση, θαύμασα τον τρόπο που

τραγουδάει τα μοιρολόγια, θαύμασα την εγκαταβύθισή της… Τη συγκίνηση που μου

μετέφερε το κορίτσι αυτό με τα γυμνά πόδια και τη «γυμνή» φωνή την κρατάω σαν

φυλαχτό. Σπάνιο.