H άνετη νίκη της N.Δ. στις εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004, ύστερα από μια

μακρόχρονη κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, τροφοδότησε δύο εναλλακτικά σενάρια σε σχέση

με τις πιθανολογούμενες πολιτικές εξελίξεις. Σύμφωνα με το πρώτο, η «νέα

διακυβέρνηση» αντιπροσώπευε μια ριζική αλλαγή του πολιτικού και ιδεολογικού

τοπίου, η οποία δημιουργούσε τις προϋποθέσεις ώστε η N.Δ. να εξασφαλίσει με

σχετική ευκολία και μια δεύτερη τετραετία. Οι ευνοϊκές συγκυρίες που σφράγισαν

τους πρώτους μήνες της κυβερνητικής θητείας της N.Δ. (Euro 2004, Ολυμπιακοί

Αγώνες κ.λπ.), οι αρνητικές εμπειρίες από τις καθεστωτικές πρακτικές του ΠΑΣΟΚ

και κυρίως η φθορά του πολιτικού του προσωπικού (όχι τόσο στο ηγετικό, όσο

κυρίως στο μεσαίο επίπεδο), ισχυροποίησαν αρχικά την εκδοχή αυτή, η οποία

επικράτησε τουλάχιστον έως τα τέλη του 2004. Όλοι οι δείκτες των δημοσκοπήσεων

κατά την περίοδο αυτή, και κυρίως η λεγόμενη «παράσταση νίκης», επιβεβαίωναν

τη διάχυτη αίσθηση που υπήρχε ότι η κυβέρνηση της N.Δ. διέθετε ορίζοντα

οκταετίας. Την άποψη αυτή αποδεχόταν άλλωστε, εκείνη την περίοδο, και η μισή

περίπου εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ, χαρακτηριστικό δείγμα μιας ευρύτατα

διαδεδομένης ηττοπάθειας.

H «περίοδος χάριτος». Το δεύτερο εναλλακτικό σενάριο, που είχε ήδη

διατυπωθεί και πριν από τις εκλογές, κυρίως από ορισμένα ηγετικά στελέχη του

ΠΑΣΟΚ εν όψει της αναμενόμενης ήττας, ήταν αυτό της «δεξιάς παρένθεσης», όπως

την περίοδο 1990-93. Το φάντασμα της «δεξιάς παρένθεσης» κατέτρεχε άλλωστε και

τη «νέα διακυβέρνηση», η οποία προσπάθησε αρχικά να αποστασιοποιηθεί από την

προηγούμενη κυβερνητική εμπειρία της N.Δ., να συγκρατήσει, στο μέτρο του

δυνατού, τις ρεβανσιστικές πιέσεις των ανυπόμονων στελεχών της και να

περιορίσει τις άκρατες επιδιώξεις ορισμένων ισχυρών ομάδων πίεσης (κυρίως

οικονομικών) που προσδοκούσαν άμεσα οφέλη. Από τις αρχές όμως του 2005, όταν

έληξε η παρατεταμένη «περίοδος χάριτος», η συνεχώς διαπιστούμενη και

επιταχυνόμενη φθορά της κυβερνητικής δημοτικότητας άρχισε να δίνει υπόσταση

και στο δεύτερο αυτό εναλλακτικό σενάριο, χωρίς πάντως να το καταστήσει

κυρίαρχο. Σε όλη τη διάρκεια του 2005 η N.Δ. διατήρησε, στις δημοσκοπήσεις,

ένα σαφές προβάδισμα (έστω και σταδιακά συρρικνούμενο) σε όλους τους κρίσιμους

δείκτες (πρόθεση ψήφου, καταλληλότερος πρωθυπουργός, παράσταση νίκης,

συγκριτική αξιολόγηση των δύο μεγάλων κομμάτων). Ανεξάρτητα όμως από την

υπεροχή αυτή της N.Δ. αν κανείς επιχειρούσε να προεκτείνει τις διαχρονικές

τάσεις, όπως αυτές αποτυπώνονταν κυρίως κατά τους τελευταίους μήνες του 2005,

θα μπορούσε εύλογα να ισχυριστεί πως οι διαφορές είχαν πλέον περιοριστεί σε

τέτοιο βαθμό ώστε τα δύο μεγάλα κόμματα να βρίσκονται σε κατάσταση οιονεί

ισοδυναμίας. Την ισοδυναμία αυτή κατέγραψε ουσιαστικά και η πρόσφατη

δημοσκόπηση της Alco, άσχετα από τον επικοινωνιακό πάταγο που προκάλεσε το

γεγονός ότι, για πρώτη φορά ύστερα από έξι χρόνια, το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε να

προηγείται, έστω και οριακά, στην πρόθεση ψήφου.

Βέβαια, για την αξιολόγηση των ευρημάτων της συγκεκριμένης έρευνας, όπως και

όσων άλλων (ενδεχομένως αντιφατικών) ακολουθήσουν κατά την τρέχουσα περίοδο,

θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει ότι βρισκόμαστε στο μέσον του κύκλου της

τετραετίας. Δηλαδή σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα

κυβερνητικής δημοτικότητας και από αυξημένη ρευστότητα των κομματικών

προτιμήσεων, χαρακτηριστικά που η εμπειρία δείχνει πως είναι αναμενόμενο να

διατηρηθούν και κατά το επόμενο εξάμηνο. Γεγονός που σημαίνει ότι η

προβλεπτική ικανότητα των σημερινών δημοσκοπήσεων είναι μάλλον περιορισμένη,

δεδομένου ότι κανείς δεν μπορεί να προδικάσει, αυτή τη στιγμή, ποιο από τα δύο

εναλλακτικά σενάρια που αναφέρθηκαν προηγουμένως θα υλοποιηθεί στο τέλος της

τετραετίας. Ένα όμως στοιχείο είναι βέβαιο: οι ανακατατάξεις και οι

ταλαντεύσεις που παρατηρούνται κατά τη διάρκεια αυτής της εκλογικά «χαλαρής»

περιόδου, θα διαμορφώσουν το πλαίσιο και τις προϋποθέσεις για την παγίωση των

κομματικών προτιμήσεων, όταν, έπειτα από λίγους μήνες, θα αρχίσει να γίνεται

ορατός ο επόμενος εκλογικός ορίζοντας.