Το να βλέπεις νέους που δεν βρίσκουν τον λόγο ν’ αλλάξει τίποτε γύρω τους

είναι, αν μη τι άλλο, ένα βιολογικό σκάνδαλο. Πού πάει η φυσιολογική ορμή της

ηλικίας τους; Πουθενά. Μαζεύεται, αποθηκεύεται, έως ότου τα πράγματα φανούν

πιο ευνοϊκά. Μπροστά στις οικονομικές δυσκολίες η αναδίπλωση μοιάζει

επιβεβλημένη.

Έτσι η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα για τις επαγγελματικές προοπτικές οδηγεί σε

μια επιφύλαξη που δεν ταιριάζει καθόλου σε ανθρώπους που κανονικά ξεκινάνε με

φόρα. Αυτό δεν σημαίνει πως οι αξίες των παλαιότερων γενιών γίνονται σεβαστές.

Οι νέοι σήμερα δεν είναι ούτε υπάκουοι στους μεγαλύτερους ούτε τους

αμφισβητούν. Από τη μια, βρίσκουν άσκοπο να πάρουν συμβουλές από εκείνους

στους οποίους καταλογίζουν υπερβολικές προσδοκίες κατά το παρελθόν. Οι πολλές

προσδοκίες βλάπτουν. Το δείχνει καθαρά η κούραση στο πρόσωπο των γονιών τους.

Το να τους υπακούσουν δεν έχει επομένως νόημα. Από την άλλη, φαίνεται εξίσου

περιττό στους διαδόχους να αρχίσουν μια πολεμική εναντίον της οικογένειας ή

και εναντίον οποιουδήποτε άλλου. Από το να ξοδέψουν ενέργεια μ’ αυτό τον

τρόπο, θεωρούν καλύτερο να περιμένουν την κατάλληλη ευκαιρία και να βρουν μια

θέση που δεν θα κλονίζεται εύκολα. Σταθερή απασχόληση, σταθερό εισόδημα. Αλλά

το αίμα που βράζει πώς θα βρει διέξοδο;

Χωρίς αναταραχή δεν συντελείται καμία ουσιαστική αντικατάσταση του παλιού από

το νέο, είναι ένας βιολογικός και ψυχολογικός νόμος αυτός που η οικονομική

ανασφάλεια πάει να τον καταργήσει. H αγορά λοιπόν θα βάλει τέλος στα ένστικτα;

Αυτό θα ήταν το πιο ακραίο όνειρο του πιο νευρωτικού φιλελεύθερου. Θα ήταν μια

παραλυτική ερμηνεία της ρήσης του Μοντεσκιέ πως «το εμπόριο εξημερώνει τα

ήθη». Μπορεί, πράγματι, να τα εξημερώσει ώς το σημείο του αφανισμού. Αντί για

νεύρα να υπάρχει μια δέσμη από χαλαρές κλωστές, αντί για οργή να υπάρχουν

μερικές πρακτικές σκέψεις για το πόσο κοστίζει η οργή.

Αυτή την τροπή θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα, αν η τάση για άρνηση δεν

ήταν ριζωμένη βαθιά στη νεανική φύση. Στην πραγματικότητα διεξάγεται μια μάχη

ανάμεσα στην υποχρέωση για κομφορμισμό και στην επιθυμία να διαφοροποιηθεί το

νεαρό άτομο, να μην είναι έρμαιο της μόδας, να επιλέγει αντί να ακολουθεί.

Διανύουμε μια περίοδο όπου οι αυταπάτες και η συνειδητότητα θα συγκρούονται

συνεχώς. Δεν ξέρουμε πόσο θα κρατήσει αυτή η περίοδος. Το μόνο βέβαιο είναι

ότι όσο διαρκεί, θα κυριαρχεί ένα αίσθημα «υπο-λειτουργίας» σε όλες τις

ηλικίες. H διάθεση να αναπτύσσει κανείς τις δυνάμεις του θα είναι μειωμένη, κι

ακόμη λιγότερη θα είναι η όρεξη για πειραματισμούς. Μέχρι και στη φαγούρα της

περιέργειας θα δοθεί κατευναστικό.

Πολύ συχνά – ήδη το βλέπουμε – οι νεώτεροι θα μελαγχολούν τη στιγμή που οι

πρεσβύτεροι θα τους πλησιάζουν για να πάρουν μια τόνωση απ’ αυτούς. Δεν είναι

ευχάριστο βέβαια να ζητά ο μεσόκοπος τη φρεσκάδα που του λείπει και να

διαπιστώνει πως πρέπει να ποτίσει αυτός τον βλαστό που μαραίνεται. Πόσες ακόμη

δόσεις τεχνητής αισιοδοξίας;

Οι νέοι τα βλέπουν γκρίζα, αλλά η πείρα λέει ότι η κατάσταση αυτή είναι

μεταβατική, δεν θ’ αργήσει το τέλος της. Ή στην πλήρη παραίτηση θα βγάλει αυτό

ή σ’ ένα άγριο καταστροφικό ξέσπασμα. Στην πρώτη περίπτωση θα σβηστούν τα

πάντα επειδή στερούνται νοήματος. Στη δεύτερη θα γκρεμιστούν επειδή το νόημά

τους είναι ήδη δοσμένο κι αυτό προκαλεί ταπείνωση. Είτε το ένα συμβεί είτε το

άλλο, εκείνο που θα έχει χαθεί είναι το σπέρμα μιας εξέγερσης που δεν θα ‘θελε

να γίνει απλώς πυροτέχνημα. Θα ήταν μια αναζήτηση ριζικών λύσεων με βάση τη

θέληση και τη γνώση. Ιδίως σε προβλήματα που παρουσιάζονται με την απατηλή όψη

πλεονεκτημάτων. Όπως συμβαίνει με την κατάχρηση της πιστωτικής κάρτας, του

αυτοκινήτου, του υπολογιστή, της υπερεξειδικευμένης εκπαίδευσης.

Όλα αυτά θα ήταν δυνατόν να ιδωθούν διαφορετικά από τη νέα γενιά, αν δεν

επικρατούσε γύρω της η εντύπωση πως προέχει η θεραπεία ενός πρωταρχικού φόβου.

Για τους ανέργους υποτίθεται πως δεν υπάρχει παρά μία και μόνο κατεύθυνση.

Πρώτα πρέπει να βρεθεί μια δουλειά και μετά βλέπουμε και με τις «ανησυχίες»

τους. Τέτοια ακούγονταν και επαναλαμβάνονται σαν να είναι η πιο λογική και

εφαρμόσιμη συνταγή. Κι ο εικοσάχρονος δεν ξέρει αν πρέπει να γελάσει ή να

κλάψει. Είναι σαν να του λένε να ξεχάσει πόσο χρόνων είναι και να το θυμηθεί

είκοσι χρόνια μετά.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών.