Τα στέγαστρα των σταθμών του ΗΣΑΠ προκάλεσαν σύγκρουση στις τάξεις των
αρχιτεκτόνων, την οποία παρουσίασαν «TA NEA» (30.1.2006). H αντιπαράθεση και
οι εξηγήσεις των εμπλεκομένων ή μη συνεχίζεται και με επιστολές στην εφημερίδα
μας.
Οι κ.κ. Σάκης και Ανδρέας Διγενής παρατηρούν μεταξύ άλλων:
«Αυτή η διαμάχη αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο σοβαρό και που επιτέλους ήρθε η ώρα
να αντιμετωπιστεί με ευθύνη όλων μας, πρώτα από την πολιτική ηγεσία και την
Πολιτεία έτσι ώστε να δημιουργηθεί και η δυναμική αναβάθμιση της
αρχιτεκτονικής κοινότητας (Σύλλογος Αρχιτεκτόνων, TEE), διότι το πρόβλημα
είναι πλέον πολιτικό (!), δημιουργώντας μια νέα κουλτούρα αντίληψης της πόλης
και της οργάνωσής της που δεν θα χαρακτηρίζεται ποια από τον απρόσωπο
“μηχανικό” έτσι όπως αποτυπώνεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία, αλλά από
τον αρχιτέκτονα δημιουργό…
Όλα αυτά αποδεικνύονται και φαίνονται από τον τρόπο ανάθεσης – διαχείρισης –
κατασκευής και επίβλεψης των δημοσίων έργων, κυρίως των οικοδομικών με
αρμοδιότητα αρχιτέκτονα, ένα τεράστιο πρόβλημα που κουκουλώνεται συνέχεια
γιατί έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα “βολεμένων” σε όλα τα επίπεδα και σε όλους
τους χώρους, που ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Τώρα, πώς έτσι στα καλά καθούμενα
ανακαλύψαμε και το ζήτημα της ποιότητας και της αισθητικής αξίας των
στεγάστρων του ΗΣΑΠ στην παραγωγή γενικότερα των δημοσίων έργων και όχι μόνον,
είναι απορίας άξιον.
Επί επτά χρόνια η Αθήνα και πολλά μέρη της Ελλάδας είχαν μετατραπεί σε
τεράστια εργοτάξια (για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων) των
σημαντικότερων έργων της εποχής μας, χωρίς κανείς να διαμαρτυρηθεί ποτέ και
για τίποτα: μόνο το στέγαστρο του ΟΑΚΑ ήταν του Calatrava, όλα τα άλλα ήταν
νόθα, χωρίς πατέρα, και όμως κανείς δεν προβληματίστηκε, κανείς ποτέ δεν είπε
τίποτε, καμία παρατήρηση ούτε για την αισθητική τους ούτε για την τεχνική ή
λειτουργική τους ποιότητα».
Ο κ. Δημήτρης Γεωργουλής, καθηγητής Πολεοδομίας στο ΕΜΠ, διευκρινίζει
μεταξύ άλλων:
«Το σχετικό ερευνητικό πρόγραμμα που εκπόνησε η ομάδα του ΕΜΠ δεν κόστισε 175
εκατ. ευρώ, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, αλλά μόλις 550 χιλιάδες ευρώ. Στην
εκπόνηση αυτού του προγράμματος συμμετείχαν 15 μεταπτυχιακοί φοιτητές, 11
καθηγητές από 4 διαφορετικούς Τομείς και Τμήματα του ΕΜΠ, 5 εξωτερικοί
συνεργάτες οικονομολόγοι, επιχειρησιακοί ερευνητές και μέλη του Τομέα
Μαθηματικής Στατιστικής του Πανεπιστημίου της Αθήνας…
Στόχος της έρευνας ήταν η αξιοποίηση των σταθμών και του ευρύτερου χώρου
ιδιοκτησίας των ΗΣΑΠ να γίνει με γνώμονα την ανάδειξη του πολιτισμικού, την
προστασία του φυσικού και την ανάπτυξη του κοινωνικού και του οικονομικού
περιβάλλοντος των σταθμών. Ταυτόχρονα συντάχθηκαν προτάσεις ιδεών με σκοπό να
βοηθηθούν οι μελετητές στην αναζήτηση λύσεων για την ανάπλαση των σταθμών.
Αυτές ήταν και οι συμβατικές μας υποχρεώσεις απέναντι στους ΗΣΑΠ και πέρα από
την υλοποίησή τους δεν είχαμε καμία βλέψη ούτε για την ανάληψη μελετών
εφαρμογής ούτε μας ενδιέφερε η ανάληψη της “κατασκευής των έργων ανάπλασης”.
Τα αποτελέσματα του προγράμματος, που κάλυψε μια χρονική περίοδο επιστημονικής
εργασίας δυόμισι ετών, ήταν η πλήρης πολεοδομική, κυκλοφοριακή και
περιβαλλοντική διερεύνηση της συμπεριφοράς των σταθμών και της λειτουργίας της
γραμμής, καθώς και των δυνατοτήτων υπογειοποίησής της, που συνοψίσθηκε σε
2.500 σελίδες και σε 800 διαφορετικά εναλλακτικά σχέδια για τις αναπλάσεις και
τη δημιουργία νέων αναπτυξιακών σχημάτων για ορισμένους σταθμούς με πλήρη
οικονομοτεχνική μελέτη των εναλλακτικών σεναρίων ανάπτυξης των προτεινόμενων
λύσεων.
Δεν θα σχολιάσω την κακόβουλη κριτική αυτών που ποτέ δεν ζήτησαν τη συνεργασία
του ΕΜΠ στις μελέτες τους, οι οποίες στοίχισαν στο Ελληνικό Δημόσιο 9,9
εκατομμύρια ευρώ, καθώς εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς το τι αισθάνεται
κάποιος που βλέπει να απειλούνται τα ιδιοτελή οικονομικά του συμφέροντα και οι
κατεστημένες συντεχνιακές του νοοτροπίες. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι το
πώς μπορεί να ασκεί κριτική για το ερευνητικό έργο του ΕΜΠ ο αρχιτέκτονας που
στη διάρκεια της χούντας σχεδίασε το τερατούργημα του συγκροτήματος των
σχολείων της Γκράβας».
Ο κ. Γεώργιος M. Σαρηγιάννης, καθηγητής Πολεοδομίας του ΕΜΠ, διευκρινίζει
ότι:
«H δική μου συμμετοχή ήταν στο πρώτο τρίμηνο και αφορούσε την ιστορική
ανασκόπηση των μεταφορών στην Αθήνα και μόνον χωρίς καμία πλέον ανάμειξη και
ευθύνη μου ούτε πριν ούτε μετά σε αρχιτεκτονικό ή πολεοδομικό αντικείμενο. H
δική μου συμμετοχή μορφοποιήθηκε σε τόμο 220 σελίδων ο οποίος τυπώθηκε και
κυκλοφορεί σε βιβλίο που διανέμεται δωρεάν στους φοιτητές μας των Σχολών
Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων με τον τίτλο “Αθήνα 1830-2000, εξέλιξη,
πολεοδομία, μεταφορές”.
Και μια διευκρίνιση: δεν θυμάμαι να είπα ότι ο σταθμός των Άνω Πατησίων “είναι
για πέταμα”, όλους όμως τους άλλους χαρακτηρισμούς που αναφέρονται στο άρθρο
πράγματι τους πιστεύω και τους επιβεβαιώνω».