Ένας πολύ «περίεργος» ταχυδρόμος, που μας θυμίζει όχι τις ψεύτικες ομορφιές

μιας ανύπαρκτης επαρχίας, αλλά την απόλαυση μιας πολύ καλής τηλεόρασης. Στη

φωτογραφία ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος

H φιγούρα του θυμίζει ότι η επικοινωνία είναι λόγος, λέξεις και γραφή, αλλά

πάνω απ’ όλα είναι σχέση προσώπων, έτσι καθώς εμφανίζεται στους αγρούς πάνω

στο ποδήλατο – μοτοποδήλατο στην περίπτωσή μας – με το σακίδιο σταυρωτά

περασμένο στην πλάτη, γεμάτο αναμονή και ανταπόκριση, φακέλους με συναισθήματα

ή και ψυχρούς λογαριασμούς. Είναι ο ταχυδρόμος ενός μικρού τόπου, είναι ο

Απόστολος της ομώνυμης σειράς της NET («Απόστολος και μόνος»), ο ταχυδρόμος

της νοσταλγίας και της ανάγκης.

Ένας μεταφορέας μυστικών, στα οποία όμως και ο ίδιος δεν αντιστέκεται.

Μείγμα περιέργειας και απόλαυσης μιας μικροεξουσίας, αυτής του ταχυδρόμου, που

μεταφέρει ανθρώπινα μυστικά και αισθάνεται ότι για λίγο του ανήκουν. Ο «μύθος»

τον θέλει να μην αντιστέκεται στους κλειστούς φακέλους, κοινωνό των προσωπικών

ιστοριών που χάρη σ’ αυτόν εξελίσσονται, αλλά όχι συμμέτοχο. Ο δικός μας

ταχυδρόμος, αν και «Απόστολος», μεταφέρει τον λόγο, παραμένει μοναχικός,

αναγνώστης του. Αυτόν τον «μύθο» ανέλαβε να υπηρετήσει ο Γιώργος

Μιχαλακόπουλος στον ρόλο του «il postino» της ελληνικής τηλεόρασης. Ο ίδιος,

με την ερμηνεία του, φέρνει τη νοσταλγία μιας άλλης τηλεόρασης – εκείνης που

ελπίζαμε πως θα κυριαρχούσε, προσφέροντας την ποιότητα μιας ακριβής

ψυχαγωγίας. Και έχει την αρωγή μιας ατμοσφαιρικής φωτογραφίας, που δίνει στο

φυσικό ντεκόρ του μικρού αγρότοπου μια διάσταση ονειρική, σαν ανάμνηση από το

πρώτο μας αναγνωστικό. Εδώ σταματά όμως και ο εξωραϊσμός, καθώς οι σχέσεις

αποδίδονται με σκληρή – ή μάλλον με πολύ ανθρώπινη – ειλικρίνεια.

Μια μικρή κατσαρολίτσα πάνω στο γκάζι γεμάτη νερό γίνεται το κρυφό

«όπλο» της περιέργειάς του. Με τη βοήθεια του ατμού ανοίγει τους φακέλους,

διαβάζει τις λέξεις, αισθάνεται τα νοήματά τους, ταυτίζεται με τα πρόσωπα και

ξαναζεί μέσα από μια μυστική ερωτική ιστορία τη δική του νιότη, τον δικό του

έρωτα. Με τρυφερότητα – που ο ίδιος δεν φαίνεται να ‘χε το κουράγιο της, όταν

ακόμη την ένιωθε – θέλει να διορθώσει τα λάθη των άλλων, πάντα μυστικά. Σαν να

φοβάται τη ζωή, τη συνάφεια.

Θα λέγαμε πως ο «Απόστολος» του Μιχαλακόπουλου είναι μια ρομαντική

εξήγηση του «μυστικού» της επιτυχίας των ριάλιτι, της επιτυχίας των

δημοσιευμένων αλληλογραφιών διαφόρων διασημοτήτων και ταυτοχρόνως η ειρωνεία

του. Γιατί, την ίδια στιγμή που παρακολουθεί τα μυστικά των συντοπιτών του,

δεν κρίνει, αλλά ούτε και εκδηλώνει εκείνη τη μελοδραματική υπερβάλλουσα

επιείκεια προς τον συνάνθρωπο, που δεν σημαίνει άλλο παρά έκφραση ενός είδους

υπεροχής. Στην πραγματικότητα, ενώ όλοι τον θεωρούν «δικό τους», έτοιμοι να

εξομολογηθούν καημούς και μυστικά τους, ο ίδιος απομακρύνεται σαν να φοβάται

τη σχέση, τη συμμετοχή, την παρέμβαση, άρα την έκθεση.

Και η μικρή κοινωνία γύρω του, με τις μιζέριες, τις μικροκαλοσύνες, τις

δεισιδαιμονίες των ανθρώπων με τους μικρούς ορίζοντες, κάθε άλλο παρά ιδανική

παρουσιάζεται. Τη σειρά την χαρακτηρίζει η προσπάθεια να αποδεσμευτούν οι

σχέσεις των ανθρώπων ενός μικρού τόπου από την «ασπρόμαυρη» εξωραϊστική

νοσταλγία, στην οποία επιμένουν πολλές τηλεοπτικές σειρές. Γύρω από τον

Απόστολο ο κόσμος κάθε άλλο παρά αγγελικός είναι.

Μια οικογένεια αγροτών με δάνεια που τους πνίγουν, με τον σύζυγο να

ξεμυαλίζεται, τους γιους να πληγώνονται από τις σχέσεις των γονιών και τον

μεγαλύτερο να θέλει να αφήσει το σχολείο για να δουλέψει και να ξεφύγει από τη

μιζέρια και τους καβγάδες. Ο μικροέμπορος με τα «είδη προικός», με το τεφτέρι

και με την επιείκεια απέναντι στις οικονομικές δυσκολίες των πελατών του. Ο

φούρναρης που αγωνίζεται για το μεροκάματο, πάντα πνιγμένος. Ο γέρος με την

άνοια, παλιός στρατιωτικός, που λαχταράει την κόρη και τον γαμπρό του με τις

τρέλες του και τα σκασιαρχεία του. Όλοι ένας κόσμος, με όλα τα ανθρώπινα

ελαττώματα εκείνων που ζουν κλειστές ζωές.

Ένας αληθινός χαρακτήρας

Ο ταχυδρόμος Απόστολος, μέλος της μικρής κοινωνίας και την ίδια στιγμή

παρατηρητής της, κάθε άλλο παρά με κατανόηση αντιμετωπίζει τις τρέλες του

ανοϊκού γέρου όταν του επιτίθεται. Ούτε υποχωρητικός είναι απέναντι στα

ελαττώματα των ανθρώπων γύρω του. Μονόχνοτος, απόμακρος, μια ενσαρκωμένη

αντίφαση, μεσάζων της επικοινωνίας, καίριος λειτουργός της, αλλά και εχθρός

της όταν τον πλησιάζει η ανάγκη της και απειλεί την ασφάλεια της μοναξιάς του.

Ευτυχώς, δεν έχουμε έναν ακόμη γλυκανάλατο ήρωα σε ένα ανύπαρκτο ελληνικό

χωριό – όπου δεν υπάρχει το κακό παρά μόνο σαν αστείο – αλλά έναν αληθινό,

τρισδιάστατο χαρακτήρα με ελαττώματα, καημούς και ειλικρινείς ανθρώπινες αντιδράσεις.