1. ΣΤΟ ΧΘΕΣΙΝΟ – πρώτο στη σειρά – άρθρο μου για το «τι είναι, τι

μπορεί, τι δεν είναι» η αναθεώρηση του Συντάγματος, υποστήριξα πως το καίριο

πρόβλημα της ελληνικής Πολιτείας, δηλαδή τόσο του κράτους όσο και της

κοινωνίας, είναι η αναξιόπιστη λειτουργία της. Άρα αυτή πρέπει να είναι και η

κατευθυντήρια μέριμνα του αναθεωρητικού νομοθέτη. Χαρακτηριστικό θέμα που

συνδυάζεται με το γενικότερο πρόβλημα της αναξιοπιστίας και που ακούγεται ότι

θα αποτελέσει περιεχόμενο της αναθεωρητικής πρότασης είναι τα δρακόντεια

ασυμβίβαστα που εισήγαγε η Αναθεώρηση του 2001 με το (νέο) άρθρο 57 § 1 στοιχ.

ε’ εδάφιο β’: «Τα καθήκοντα του βουλευτή είναι επίσης ασυμβίβαστα με την

άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος».

2. H AKPATH πολεμική κατά της θέσπισης αυτού του καθολικού ασυμβιβάστου

για τον βουλευτή όπως και οι επιστημονικοφανείς αλλά στην ουσία περίπου

υβριστικές επιθέσεις κατά των συντακτών του κατέβασαν τότε πολύ χαμηλά το

επίπεδο του διαλόγου που ακολούθησε εκείνη την Αναθεώρηση. Αντίθετα η

διατύπωση μιας – έστω απόλυτης όπως η δική μου – διαφωνίας με την αναθεωρητική

επιλογή του 2001, ίσως συμβάλει στον νέο διάλογο και σε μια εμβάθυνση στο

θέμα.

3. NAI, ΔΙΑΦΩΝΩ ριζικά με το καθολικό αυτό ασυμβίβαστο που απογυμνώνει

τον βουλευτή από την επαγγελματική του υπόσταση (δήθεν προσωρινά, κατ’ ουσίαν

οριστικά). Όμως ομολογώ: οι σκέψεις που φαίνεται να στήριξαν εκείνη την

αναθεωρητική πρωτοβουλία είναι κατανοητές και το κίνητρό του εύλογο. Θα τιμήσω

αμέσως παρακάτω εκείνο το σκεπτικό πριν το απορρίψω.

4. ΠΡΩΤΑ ΠΡΩΤΑ όμως θέλω – με τρεις παρατηρήσεις – να εξηγήσω ποιο

είναι, κατά τη γνώμη μου, το πραγματικό πρόβλημα που κρύβεται πίσω από το

επίμαχο ασυμβίβαστο των βουλευτών.

α) Οι υποχρεώσεις, τα δικαιώματα και οι περιορισμοί των βουλευτών δεν

θεσπίζονται χάριν του προσώπου του βουλευτή, όπως αυτό συμβαίνει με τα

θεμελιώδη δικαιώματα, αλλά ως προϋπόθεση καλής επιτέλεσης του βουλευτικού

λειτουργήματος. (Γι’ αυτό και δεν ονομάζονται «δικαιώματα» αλλά «θεσμικές

εγγυήσεις»).

β) H προηγούμενη σκέψη σημαίνει ότι όταν θεσπίζονται αυστηροί

περιορισμοί για τον βουλευτή αυτοί δεν αποβλέπουν στο πρόσωπο του βουλευτή

αλλά στο πώς θέλει ο αναθεωρητικός νομοθέτης να λειτουργεί ο βουλευτής στη

Βουλή.

γ) Άρα με τη θέσπιση αυστηρών ασυμβιβάστων αποβλέπουμε σε ένα

συγκεκριμένο είδος Βουλής, απαντάμε δηλαδή εν πολλοίς στο ερώτημα: Τι Βουλή

θέλουμε, δηλαδή ποιους Έλληνες θέλουμε στη Βουλή.

5. ΤΟ ΑΥΣΤΗΡΟ ασυμβίβαστο που εισήγαγε η Αναθεώρηση του 2001 αποτρέπει

αρκετά αποτελεσματικά τον επιτυχημένο γιατρό, τον επιτυχημένο δικηγόρο, τον

επιτυχημένο αρχιτέκτονα, τον επιτυχημένο μηχανικό, τον επιτυχημένο ερευνητή,

τον επιτυχημένο επιχειρηματία, τον φτωχό καταστηματάρχη, τον φαρμακοποιό που

ζει από το μαγαζί του, τον εστιάτορα κ.ο.κ. να διεκδικήσουν θέση στη Βουλή των

Ελλήνων. Το σύστημα δηλαδή δεν θέλει να αξιοποιήσει κοινοβουλευτικά όσους

πέτυχαν στις εξετάσεις της ζωής, όσους αναγνώρισε η κοινωνία, όσους έχουν να

προσφέρουν σημαντικά γνώση και εμπειρία στο Κοινοβούλιο. Τελικά το σύστημα δεν

θέλει όσους φέρνουν μαζί τους κάτι που όσο πάει και εξαφανίζεται από το

λεξιλόγιο της ελληνικής πολιτικής, κάτι όμως που θα ζωογονούσε την Πολιτεία αν

υπήρχε και θα της προσέδιδε αξιοπιστία, αυτό δηλαδή ακριβώς που της λείπει.

Εκτοπίζεται το κύρος.

6. ΑΚΟΥΩ με ιδιαίτερη προσοχή ένα όχι ευκαταφρόνητο αντεπιχείρημα των

υποστηρικτών του ασυμβιβάστου. Όλοι αυτοί οι επιτυχημένοι άνθρωποι με εθνικό ή

τοπικό κύρος που θα βρεθούν στη Βουλή, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να

εγκαταλείψουν τελείως το έργο που τους προσέδωσε κύρος δεν θα έχουν – λένε- ως

αποκλειστικό έργο το κοινοβουλευτικό και, μάλιστα, σε μια εποχή αυξημένου

όγκου δουλειάς για τα Κοινοβούλια. Στο σοβαρό αυτό επιχείρημα απαντώ ως εξής:

α) H Δημοκρατία δεν είναι το πολίτευμα τού «μαύρου ή άσπρου», τού «ή

όλα ή τίποτα». Κάθε επιλογή έχει έναν αντίλογο και μια θεμιτή αντιπρόταση,

πάντως δε και τα μειονεκτήματά της.

β) Εδώ βρισκόμαστε μπρος στο δίλημμα τι Βουλή θέλουμε: Μια Βουλή με

συνεχώς όλους τους βουλευτές παρόντες, κάτι που φοβούμαι ότι έτσι και αλλιώς

δεν επιτυγχάνεται, μια Βουλή ενός χαμηλού μέσου όρου, μια Βουλή με ελάχιστα

μεγάλα ονόματα σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, που όμως τα μέλη της δεν έχουν να

κάνουν τίποτε άλλο, παρά μόνο να είναι βουλευτές, ή μια Βουλή με πολλούς

έγκυρους ανθρώπους σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο, μια Βουλή που εκπέμπει

εμπνεύσεις και προσδίδει κύρος στην Πολιτεία και στην Πολιτική, μια Βουλή που

οι εσωτερικές της συγκρούσεις δεν συνιστούν κατά κύριο λόγο ανταγωνισμό

φωνητικών χορδών, αλλά πλούσιο και πολιτισμένο διάλογο ο οποίος, όπου και να

στέκεσαι πολιτικά, συμφωνείς βέβαια με τη μία μόνο πλευρά, θαυμάζεις όμως και

τις δύο.

7. ΑΛΛΑ ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ και άλλο σοβαρό επιχείρημα υπέρ του αυστηρού

ασυμβιβάστου που πρέπει να προβάλλεται ευθαρσώς από αυτούς που δεν το

συμμερίζονται. Λέχθηκε, δηλαδή, ότι με το αυστηρό ασυμβίβαστο αποφεύγεται η

αξιοποίηση (συνήθως αθέμιτη!) του βουλευτικού αξιώματος για την επίτευξη

ιδιωτικών επαγγελματικών σκοπών. Επ’ αυτού έχω να κάνω τρεις παρατηρήσεις:

α) Ναι, βεβαίως ο κίνδυνος υπάρχει και ασφαλώς συνιστά μειονέκτημα της

κατάργησης του αυστηρού ασυμβιβάστου που προτείνω.

β) Όμως: Τις πιο πολλές φορές η αθέμιτη αξιοποίηση συντελείται έμμεσα

με παρεμβαλλόμενους ανθρώπους, συγγενείς ή μη. Άρα αμφισβητώ την

αποτελεσματικότητά του.

γ) Και πάντως: Τα προβλήματα του πολιτικού ήθους τελικά, διασφαλίζονται

κυρίως με την ποιότητα του πολιτικού πολιτισμού που επικρατεί και όχι με

δρακόντειες προληπτικές απαγορεύσεις.

8. ME THN ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φράση της προηγούμενης παραγράφου, θέλω,

γενικεύοντάς την, να ολοκληρώσω τη σημερινή μου παρέμβαση: Το Σύνταγμα δεν

είναι εργαλείο μαγείας, ούτε ο συνταγματικός νομοθέτης είναι είδος φακίρη.

Θέλω να πω τούτο μόνο: H έντιμη λειτουργία της Πολιτείας μπορεί να βοηθηθεί,

ποτέ όμως να εξασφαλιστεί από το Σύνταγμα, άρα ούτε από μια Αναθεώρησή του.

O Δημήτρης Θ. Τσάτσος, είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου