Δημήτρης Θ. Τσάτσος. «Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής Πολιτείας είναι η

συνεχώς αυξανόμενη αναξιοπιστία της στη συνείδηση των πολιτών. Και όταν λέω

«Πολιτεία» δεν εννοώ μόνο το κράτος, τη διοίκηση ή την Αυτοδιοίκηση, μόνο τον

νομοθέτη ή τη δικαιοσύνη, αλλά και τους κοινωνικούς φορείς: Τα πολιτικά

κόμματα, σημαντικό μέρος του πολιτικού τους προσωπικού, τον κομματοκρατούμενο

συνδικαλισμό, τους ανεξέλεγκτους τηλεοπτικούς μηχανισμούς εξαναγκασμού, την

Εκκλησία και, τέλος, εμάς τους ίδιους. Κυρίως όμως εμάς. Γιατί χωρίς την ανοχή

μιας κοινωνίας, ίσως μάλιστα τη στήριξη της αναξιοπιστίας από αυτή, η

αναξιοπιστία δεν θα άντεχε να κυριαρχεί στη χώρα, πάντως όχι σε τέτοια

έκταση», γράφει στα «NEA» ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, σε μια σειρά

τεσσάρων άρθρων που δημοσιεύονται από σήμερα.

1. ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ και τρία ακόμη που ακολουθούν και αποτελούν ενότητα,

θέλουν να αναδείξουν με ψυχραιμία το θέμα «Αναθεώρηση του Συντάγματος» και να

το διασώσουν στη συνείδηση των πολιτών τόσο από τις τηλεοπτικές και – δυστυχώς

– κομματικές του παραμορφώσεις, όσο και από αναλύσεις αρκετών ειδικών που

συχνά αρέσκονται στην αξιοποίηση του μεγάλου αυτού θεσμικού και πολιτικού

γεγονότος για «ξεκαθάρισμα λογαριασμών μέσα στο σινάφι των Συνταγματολόγων».

Κοινό πάντως στοιχείο όλων αυτών των παραγόντων είναι το γεγονός ότι με τον

σχετικό δημόσιο λόγο τους δεν μεριμνούν πάντοτε για την πληροφόρηση του

πολίτη-θεατή της Αναθεώρησης αλλά είτε για τον εντυπωσιασμό χάριν της

τηλεθέασης, είτε για «πόντους» στον ανταγωνισμό των κομμάτων, είτε για μια

ακαδημαϊκή αντιδικία που πολλές φορές δεν αφορούν τη θέση αλλά το πρόσωπο του

άλλου.

2. ΠΡΩΤΑ ΠΡΩΤΑ ειπώθηκε πως η Αναθεώρηση κακώς γίνεται τώρα και ότι

αποβλέπει στον αποπροσανατολισμό από τα μεγάλα θέματα της οικονομίας. Είναι η

μόνιμη ένσταση της εκάστοτε αντιπολίτευσης στην εκάστοτε κοινοβουλευτική

πλειοψηφία. Επ’ αυτού δύο μόνο παρατηρήσεις:

(α) H Αναθεώρηση δεν κρίνεται ούτε από το πότε ούτε από το γιατί γίνεται, αλλά

από το αν έχει βελτιωτικά για την Πολιτεία αποτελέσματα.

(β) H Αναθεώρηση δεν είναι είδος εποχικό. Δεν είναι φρούτο εποχής. Ούτε

εξαρτάται από το τι καιρό κάνει, όπως συμβαίνει με τις εκλογές που εύλογα

αποφεύγονται τον βαρύ χειμώνα.

3. ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ και η άποψη ότι «πέρασε πολύ λίγος χρόνος από την

προηγούμενη Αναθεώρηση» και ότι άρα η απόφαση περί νέας Αναθεώρησης υπήρξε

«βιαστική». Επ’ αυτού:

(α) Αναμφίβολα οι συνταγματικές διατάξεις διατυπώνονται με ιστορική προοπτική.

Μία ουσιαστική βελτίωση της λειτουργίας της Πολιτείας όμως δεν είναι ποτέ

άκαιρη.

(β) Το ίδιο το Σύνταγμα επιτρέπει την Αναθεώρηση μετά πέντε χρόνια. Το

επιτρέπει ένα Σύνταγμα που ψηφίστηκε και από τα δυο μεγάλα κόμματα. Δεν θα

έμενα στο θέμα του «βιαστικού».

4. KAI ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ τώρα στο πρώτο ουσιαστικό ερώτημα: Τι συντελείται με

την Αναθεώρηση.

(α) Αν Σύνταγμα είναι οι θεμελιώδεις κανόνες λειτουργίας της Πολιτείας, τότε

με την Αναθεώρηση αποβλέπουμε στη βελτίωση της λειτουργίας της Πολιτείας.

(β) Το τι συνιστά βελτίωση στη λειτουργία της Πολιτείας προκύπτει από το πού

θεωρούμε ότι αυτή πάσχει. Άρα εδώ πρέπει ο αναθεωρητικός νομοθέτης να μας πει

ποια είναι η καίρια αδυναμία της λειτουργίας της Πολιτείας μας. Θέση στο θέμα

αυτό όμως οφείλει να πάρει όχι μόνο ο αναθεωρητικός νομοθέτης αλλά και όποιος

τοποθετείται δημόσια στα θέματα της Αναθεώρησης.

(γ) H δική μου θέση είναι η εξής: Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής Πολιτείας

είναι η συνεχώς αυξανόμενη αναξιοπιστία της στη συνείδηση των πολιτών. Και

όταν λέω «Πολιτεία» δεν εννοώ μόνο το κράτος, τη διοίκηση ή την Αυτοδιοίκηση,

μόνο τον νομοθέτη ή τη δικαιοσύνη, αλλά και τους κοινωνικούς φορείς: Τα

πολιτικά κόμματα, σημαντικό μέρος του πολιτικού τους προσωπικού, τον

κομματοκρατούμενο συνδικαλισμό, τους ανεξέλεγκτους τηλεοπτικούς μηχανισμούς

εξαναγκασμού, την Εκκλησία και, τέλος, εμάς τους ίδιους. Κυρίως όμως εμάς.

Γιατί χωρίς την ανοχή μιας κοινωνίας, ίσως μάλιστα τη στήριξη της

αναξιοπιστίας από αυτή, η αναξιοπιστία δεν θα άντεχε να κυριαρχεί στη χώρα,

πάντως όχι σε τέτοια έκταση.

5. AN ΟΜΩΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ θέμα μας είναι αυτό δικαιολογείται το επόμενο

ερώτημα: Άραγε μπορεί μια συνταγματική Αναθεώρηση, μπορεί ένα Σύνταγμα να

αποκαταστήσει από μόνο του την αξιοπιστία της Πολιτείας; Στο σημείο αυτό οι

φορείς του πολιτικού λόγου έχουν ανεπίτρεπτα αποπροσανατολίσει τα θύματά τους,

δηλαδή τους πολίτες (αναγνώστες, ακροατές, τηλεθεατές). Δημιούργησαν μια

έννοια Συντάγματος που τάχα μπορεί ως εκ θαύματος να επιλύει τα πάντα ακόμη

και να αποκαθιστά την αξιοπιστία της Πολιτείας. H εντύπωση είναι εσφαλμένη.

Ένα Σύνταγμα, άρα και οι αναθεωρήσεις του, μπορεί να δυσκολεύουν σε κάποια

θέματα την καταπολέμηση της αναξιοπιστίας. Κατά τούτο βέβαια η βελτίωση του

Συντάγματος είναι ευπρόσδεκτη. Δεν μπορεί ποτέ να είναι σωτήρια.

6. ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ από την ιστορική του φύση δεν περιέχει λεπτομερειακές

ρυθμίσεις, ανοίγει όμως τον δρόμο στον νομοθέτη για μεγάλες παρεμβάσεις. H

Αναθεώρηση του 2001 άνοιξε δρόμους μεταξύ πολλών άλλων π.χ. για την αναβάθμιση

της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τι έκανε όμως ο νομοθέτης πέντε χρόνια τώρα;

Περίπου τίποτα.

7. H ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ είναι δημοκρατική διαδικασία. Δηλαδή πολιτική

διαδικασία. Οφείλει μεν να συνοδεύεται από επιστημονική ευθύνη, η έκβασή της

όμως εξαρτάται από μία ευρύτερη συναίνεση, που συντρέχει είτε γιατί πέτυχε μια

διακομματική συμφωνία (2001) είτε διότι η ιστορική εξέλιξη που ακολουθεί μια

Αναθεώρηση επιβεβαιώνει ότι επήλθε συναίνεση (1986). Τελικά δηλαδή η

αντιμετώπιση των συγκεκριμένων αναθεωρητικών προτάσεων, εφόσον πληρούν τους

βασικούς κανόνες της συνταγματικής επιστήμης και σέβονται τον αξιακό και

δημοκρατικό πυρήνα του πολιτεύματος, πρέπει να αντιμετωπίζονται πολιτικά. Αυτό

σημαίνει σεβασμός στην πλειοψηφική επιλογή των μεταρρυθμίσεων.

8. AYTA EINAI TA KPITHPIA που προτείνω στον πολίτη που θέλει να

παρακολουθήσει τη συζήτηση για την Αναθεώρηση που άρχισε ώστε να προστατέψει

τον εαυτό του από τη στρεβλή εικόνα που αποκτά αρκετές φορές το θέμα της

Αναθεώρησης όταν συρρικνώνεται είτε σε τηλεοπτικό υλικό, είτε σε ύλη που

αγχωδώς αγωνίζεται να συλλέξει ο συντάκτης, είτε σε μικρόψυχο, πολλές φορές

κακεντρεχή επιστημονικοφανή ακαδημαϊκισμό.

9. ΜΟΛΟΝΟΤΙ ΔΕΝ EXEI διαμορφωθεί ο τελικός κατάλογος φαίνεται να

υπάρχουν κρίσιμα ζητήματα που να περιλαμβάνονται στη σχετική πρόταση της

πλειοψηφίας αλλά και κρίσιμα ζητήματα που φαίνεται ως αυτή τη στιγμή να μην

αποτολμάται η προσέγγισή τους.

Θα προσεγγίσω κάποια θέματα και από τις δύο κατηγορίες. Στο αυριανό δεύτερο

κείμενό μου θα αναφερθώ στο θέμα των αυστηρών ασυμβιβάστων που ισχύουν για

τους βουλευτές. Στο τρίτο κείμενό μου θα εξετάσω την πρόταση για ίδρυση

Συνταγματικού Δικαστηρίου και, στο τέταρτο (και τελευταίο) κείμενό μου θα

διαμαρτυρηθώ επειδή κάποια από τα μεγάλα θέματα που εκκρεμούν φαίνεται να μην

αποτολμάται η Αναθεώρησή τους.