Άμεσες αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις της γρίπης των πτηνών στην ελληνική

αλλαντοβιομηχανία, τουλάχιστον για προϊόντα που παράγονται από πουλερικά

(κοτόπουλο και γαλοπούλα)

Τριγμούς, όχι μόνο στην πτηνοτροφία αλλά και στην αλλαντοβιομηχανία, έχει

προκαλέσει η γρίπη των πουλερικών. Λίγο προτού συνέλθουν από το πρώτο χτύπημα

του ιού, τον Οκτώβριο του 2005, οι ελληνικές εταιρείες βρίσκονται και πάλι

αντιμέτωπες με την καταστροφή που μπορεί να επιφέρει ο πανικός των

καταναλωτών, Ελλήνων και ξένων, αφού οι περισσότερες από τις επιχειρήσεις που

δραστηριοποιούνται στον χώρο έχουν αναπτύξει και σημαντική εξαγωγική

δραστηριότητα.

Μετά τη σημαντική μείωση των πωλήσεων που σημειώθηκε στην αγορά των νωπών

πουλερικών – και η οποία έφτασε ακόμη και το 30% σε σχέση με τις προηγούμενες

ημέρες – οι πρώτες εκτιμήσεις μιλούν για σημάδια κάμψης και στην αγορά των

αλλαντικών που παράγονται από κρέας πουλερικών. Οι επιχειρηματίες του κλάδου

της αλλαντοβιομηχανίας, αν και δεν παραδέχονται δημόσια ότι έχουν πληγεί από

τον πανικό που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος του καταναλωτικού κοινού, εκφράζουν

ανησυχίες τώρα που ο εφιάλτης χτυπά και την πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ζημία 50 εκατ. ευρώ

Σε ό,τι αφορά τις ζημίες στον κλάδο της πτηνοτροφίας, η αποτίμηση από το πρώτο

χτύπημα του ιού ανέρχεται σε 50 εκατ. ευρώ, μόλις σε διάστημα δύο μηνών

(Οκτώβριος – Νοέμβριος), γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία, αφού ο

συνολικός τζίρος της αγοράς ανέρχεται σε 350 εκατ. ευρώ. Επιχειρηματίες του

κλάδου φοβούνται ακόμη και διπλασιασμό, ή και τριπλασιασμό, των ζημιών,

γεγονός που εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε λουκέτο εκατοντάδες μικρές

επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν. Σύμφωνα με τα στοιχεία,

στην Ελλάδα δραστηριοποιούνται 2.000 πτηνοτροφικές μονάδες, στις οποίες

απασχολούνται περισσότεροι από 10.000 εργαζόμενοι.

Συγκοινωνούντα δοχεία

H εμπειρία, πάντως, του περασμένου Οκτωβρίου έδειξε ότι, τελικά, η αγορά των

πουλερικών, των αλλαντικών και των κρεάτων συγκροτεί ένα ενιαίο σύνολο, με

αποτέλεσμα, σε όποιον κλάδο κι αν παρουσιάζεται πρόβλημα, να επηρεάζονται

όλοι. Άλλωστε, σε αυτό συνηγορούν και στοιχεία που δίνουν οι εκπρόσωποι των

αλυσίδων, σύμφωνα με τα οποία η κατακόρυφη πτώση των πωλήσεων, τον Οκτώβριο

και τον Νοέμβριο, δεν αφορούσε μόνο πουλερικά αλλά και άλλα είδη κρέατος και

αλλαντικά.

Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι παρότι το πρόβλημα με τη γρίπη των πτηνών

δεν συνιστά διατροφικό σκάνδαλο, ο πανικός που έχει προκληθεί στους

καταναλωτές τείνει να ξεπεράσει ακόμη και τις επιπτώσεις που είχαν επιφέρει οι

τρελές αγελάδες και οι διοξίνες.

Πρόβλημα στις εξαγωγές

Άμεσες, πάντως, αναμένεται να είναι οι επιπτώσεις στην ελληνική

αλλαντοβιομηχανία, ανάλογα βέβαια και με τις εξελίξεις, τουλάχιστον για

προϊόντα που παράγονται από πουλερικά (κοτόπουλο και γαλοπούλα). Το πρόβλημα,

στην προκειμένη περίπτωση, δεν σχετίζεται μόνο με τη μείωση της εγχώριας

κατανάλωσης, αλλά και με τη συρρίκνωση της ζήτησης από το εξωτερικό, γεγονός

που αναμένεται να πλήξει τις εξαγωγές των μεγάλων εταιρειών που κλάδου που

έχουν ενισχύσει την εξαγωγική τους δραστηριότητα σημαντικά τα τελευταία

χρόνια. Μάλιστα, για τις επιχειρήσεις αυτές, τα προϊόντα από πουλερικά είναι η

καινούργια τους πρόταση, και δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξή της.

Τα «δυνατά χαρτιά» της αλλαντοβιομηχανίας, τα τελευταία χρόνια, είναι τα

προϊόντα που έχουν ως πρώτη ύλη το κρέας της γαλοπούλας και του κοτόπουλου.

«Δυστυχώς, είμαστε ευάλωτοι σε οποιαδήποτε κρίση υπάρχει», λέει στέλεχος

μεγάλης αλλαντοβιομηχανίας, που όμως διευκρινίζει ότι η κρίση που

αντιμετωπίζουν πολλές επιχειρήσεις παγκοσμίως δεν είναι διατροφική, όπως αυτή

των διοξινών που έπκηξε τον κλάδο το 1999.

Από γαλοπούλα και κοτόπουλο το 30% του τζίρου των αλλαντικών

Τα τελευταία χρόνια, οι τάσεις των Ελλήνων καταναλωτών για διατροφή με όσο το

δυνατόν λιγότερα ζωικά λίπη πίεσαν τις εταιρείες να στραφούν στην παραγωγή

αλλαντικών με βάση τα λεγόμενα «λευκά κρέατα» (κοτόπουλα, γαλοπούλες). Πάντως,

τα αλλαντικά με βάση το χοιρινό κρέας εξακολουθούν να κυριαρχούν στη αγορά, με

μερίδιο που εκτιμάται στο 70%. Από τους πρώτους που έριξαν στην αγορά

αλλαντικά με βάση το κρέας κοτόπουλου ήταν η εταιρεία HQF, του Ομίλου

Φιλίππου, ενώ ακολούθησαν και οι άλλες εταιρείες του κλάδου όπως η εταιρείες

Νίκας, Υφαντής, Creta Farm, Βίκη κ.ά.

Σύμφωνα με αλλαντοβιομηχάνους η συγκεκριμένη κατηγορία αλλαντικών (γαλοπούλας

και κοτόπουλου) «τρέχει» με διπλάσιους ρυθμούς ανόδου απ’ ό,τι η συνολική

αγορά αλλαντικών, και αντιπροσωπεύει το 20% – 30% στον τζίρο των επιχειρήσεων,

δηλαδή περίπου 120 εκατ. ευρώ. H συνολική αλλαντικών στην Ελλάδα υπολογίζεται

στα 400 εκατ. ευρώ τον χρόνο παρουσιάζοντας ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2%

με 3% σε ετήσια βάση.