Ο Τζωρτζ Πελεκάνος, λένε οι κριτικοί, ξέρει να αφηγείται καλύτερα από κάθε

άλλον την Αμερική των γκέτο, των περιπλανώμενων, των περιθωριακών.

Τζωρτζ Πελεκάνος: «Οι ήρωές μου δεν είναι χάρτινοι, έχουν σάρκα, οστά και

καρδιά»

Αυτόν τον μήνα τιμήθηκε με το φετινό Βραβείο Τσάντλερ μαύρου μυθιστορήματος

στο φεστιβάλ που διεξάγεται στο Κουρμαγιέρ, ένα χιονοδρομικό κέντρο στην

Ιταλία, στους πρόποδες του Λευκού Όρους. Επαξίως, υπογραμμίζει η απεσταλμένη

της «Κορριέρε».

Στον Πελεκάνος αρέσουν ο Ντέηβιντ Γκούντις, το κόκκινο κρασί και η φέτα. Οι

γονείς του γεννήθηκαν στη Σπάρτη και μετανάστευσαν στις ΗΠΑ. Ο Τζωρτζ

γεννήθηκε το 1957 σε γειτονιά της Ουάσιγκτον. Ο πατέρας του είχε εστιατόριο

και τον έμαθε να αγαπάει τις ρίζες του, την ελληνική κουλτούρα, τα χρώματα,

τις γεύσεις, τους ήχους της Ελλάδας. Άλλαξε πολλά επαγγέλματα, γνώρισε τη ζωή

από τα κάτω. Έκανε οικογένεια, υιοθέτησε τρία παιδιά, και το 1992 άρχισε να

γράφει. «Δεν γράφω από τη φαντασία μου, οι ήρωές μου δεν είναι χάρτινοι, έχουν

σάρκα, οστά και καρδιά» τονίζει. «Από μικρός είχα γνωρίσει πολλούς

μικροκακοποιούς. Ξέρω αρκετούς ακόμη και σήμερα. Διαβάζουν τα βιβλία μου και

μου τηλεφωνούν. Εγώ τους ακούω, προσπαθώ να τους βοηθήσω βρίσκοντάς τους

δουλειά, γιατί πιστεύω στη λύτρωση, στη δυνατότητα της αναγέννησης. Συναντώ

επίσης πολλούς αστυνομικούς κι έτσι γνωρίζω και τις αμφιβολίες, τον μόχθο, τον

πόνο που υπάρχει και από την πλευρά του νόμου».

Ο Πελεκάνος λατρεύει επίσης τον κινηματογράφο. Είναι ανεξάρτητος παραγωγός

ταινιών – μεταξύ άλλων έχει κάνει την παραγωγή τριών των αδελφών Κοέν, καθώς

και του «Κυνηγημένου» του Ρόμπερτ Γιανγκ. Τα μυθιστορήματά του (έχει γράψει

δώδεκα για τη σκοτεινή πλευρά της Ουάσιγκτον, ορισμένα από τα οποία

κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οξύ) έχουν πρωταγωνιστές που

αναζητούν έναν δρόμο πολύ προσωπικό προς τη δικαιοσύνη σ’ έναν κόσμο που δεν

είναι ο καλύτερος δυνατός, σε μια Αμερική της βεντέτας και των ναρκωτικών. «H

βεντέτα είναι ένα συναίσθημα φυσικό και πολύ ριζωμένο στην Αμερική», εξηγεί.

«Είμαστε μια νεαρή χώρα, γιοι πιονιέρων. Ο κόσμος ζούσε στα σύνορα, το κράτος

ήταν μακριά. H κουλτούρα της αυτοδικίας ρίζωσε στη νοοτροπία μας. Ως

συγγραφέας, καταλαβαίνω τους ήρωές μου που αυτοδικούν. Ως πολίτης προφανώς

όχι, αφού υπάρχει ο νόμος για να τιμωρεί τους ενόχους». Όσο για τα ναρκωτικά,

«αποτελούσαν ανέκαθεν μέρος του κόσμου. Αλλά στη σύγχρονη εποχή έγιναν πληγή.

Καταστρέφουν οικογένειες, σπέρνουν πτώματα, υπονομεύουν την ασφάλεια της

κοινωνίας. Υπόσχονται αυταπάτες φυγής και πλούτου, αλλά τηρούν μόνο την

υπόσχεση του θανάτου. Ο μοναδικός τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η πληγή

είναι να νομιμοποιηθούν. Θα ήταν μια πράξη θάρρους, που θα απέτρεπε πολέμους

και βιαιότητες. H επίσημη, μυώδης Αμερική αρνείται αυτή τη λύση. Αλλά είναι η

μοναδική σωστή. Το ξέρουν ακόμη και οι αστυνομικοί και οι δικαστές».