«Ξέρει ν’ ακούει!». Ακατάσχετοι έπαινοι επιφυλάσσονται για εκείνους που

κρατάνε τ’ αυτιά τους αβούλωτα όταν τους μιλούν. Αξιοθαύμαστοι άνθρωποι. Είναι

τόσο πληθωρικά τα εγκώμια γι’ αυτούς, ώστε πρέπει να υποθέσουμε πως η

συμπεριφορά τους ανήκει στα σπάνια φαινόμενα.

Ελάχιστοι, αλήθεια, υπομένουν όποιον ανοίγει μπροστά τους το στόμα του. Οι

περισσότεροι θα προτιμούσαν να το κλείσει το συντομότερο. Θα σωθεί έτσι

πολύτιμος χρόνος. Αποκαλούν πολύτιμο τον χρόνο, αλλά, όταν φύγει ο

συνομιλητής, αρχίζει το ξόδεμα, η πιο παράλογη σπατάλη. Κοινό μυστικό ότι τον

χρόνο προτιμά να τον σκοτώνει ο ίδιος ο κάτοχός του, παρά να του τον σκοτώνουν

οι άλλοι. Όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι πίσω από τη δικαιολογία πως ο

καθένας τρέχει και δεν προλαβαίνει, παραμένει το κενό, η πλήξη. Τότε, λοιπόν,

γιατί τόσο δύσκολα θυσιάζονται οι διαθέσιμες στιγμές;

Κατ’ αρχάς και μόνο η σκέψη πως θα χρειαζόταν να θυσιαστεί οτιδήποτε είναι

σήμερα δυσβάστακτη. Αν παραχωρηθεί λίγη προσοχή, δεν υπάρχει εξασφάλιση πως θα

έρθει και η ανταμοιβή. Φυσικά, σε πολλές περιπτώσεις με την πείρα καταλαβαίνει

κανείς αν ο συνομιλητής του θα του προκαλέσει διέγερση ή χασμουρητό. Όμως το

ζήτημα πλέον είναι ότι ούτε καν ένα ολιγόλεπτο ρίσκο αναλαμβάνεται. Από τον

φόβο μήπως η προσοχή πάει χαμένη, επιλέγεται εξ αρχής η απώθηση. Καλύτερα να

φεύγει κανείς παρά να υποστεί τα άσχετα λόγια που πρόκειται να του

απευθυνθούν. Στο κάτω – κάτω τι το αξιοσημείωτο θα μπορούσε να ειπωθεί σήμερα;

Τίποτε σχεδόν. Τίποτε εκτός ίσως από μερικές χρήσιμες πληροφορίες.

Ιδού από πού αρχίζει το πρόβλημα. Από το σημείο όπου η εμπειρία των άλλων

θεωρείται προκαταβολικά λιγότερο σημαντική από τις πληροφορίες που τυχόν

διαθέτουν. Ουσιαστικά αυτό που έχει ζήσει κάποιος κρίνεται σαν υπόθεση

αποκλειστικά δική του. Περιπέτειες, βάσανα, εκπλήξεις. Όσα και να του έχουν

συμβεί αποτελούν στοιχεία μιας βιο-ιστορίας που δεν μπορεί να έχει αναλογία με

τις ζωές των υπολοίπων. Χονδροειδής δοξασία μιας εποχής που επενδύει πολλά σε

μια παράξενη υποχονδρία, στο δικαίωμα του ατόμου να είναι άθικτο, αποκομμένο

και να περιφρουρεί νυχθημερόν την προσωπική του περιοχή. Οι ενοχλητικοί τον

περιζώνουν, υπάρχει ο κίνδυνος της εισβολής. Στο τέλος από την πολλή

επαγρύπνηση, ο ένοικος πλαντάζει μέσα στο άσυλό του. Έχει τη ζωή του, τις

συνήθειές του, αλλά καταντά βαρετό να τις έχει κολλημένες πάνω του και να μην

τις ανταλλάσσει ποτέ.

Σ’ αυτό το ζήτημα οι παντός είδους υψηλά ιστάμενοι είναι πιο προκατειλημμένοι

από τους παρακατιανούς. Μολονότι δεν παύουν να κηρύσσουν πως είναι ανάγκη ν’

αντλούνται μαθήματα από την ταπεινή μάζα, συνήθως περιορίζονται στο να

ψαρεύουν στα θολά νερά φανταχτερά πραγματάκια. Μια διασκεδαστική ατάκα, ένα

τσουχτερό επίθετο, μια θυμόσοφη αποστροφή. Ευρήματα της πιάτσας με τα οποία

διανθίζεται ένα δείπνο.

Για άλλες χρήσεις η λαϊκή δεξαμενή φαίνεται μάλλον ρηχή. Κολυμπούν εκεί

άνθρωποι πονηροί για τα μικρά και ανύποπτοι για τα μεγάλα. Ανίκανοι να δώσουν

ειδήσεις για αποκαλυπτικές διασυνδέσεις, για κρυφά μονοπάτια προς τις

ευκαιρίες, για ερωτοδουλειές που μυρίζουν προικώα, διαθήκες, κληρονομιές. Το

πολύ – πολύ να δοθεί πληροφορία για καμιά «τρύπα» όπου μπορεί να βρει κάποιος

φθηνότερα ρούχα, παπούτσια ή ανταλλακτικά. Αν και σ’ αυτό ακόμη, οι «πάνω»

έχουν μεγαλύτερη εποπτεία από τους «κάτω». Το γεράκι βλέπει καλύτερα την αγορά

από ψηλά. Με μια εφόρμηση αρπάζει τη λεία του ακαριαία, χωρίς να στριμωχτεί

μέσα στο πλήθος.

Όσο για τις λαϊκές εμπειρίες, αυτές μπορούν να περιμένουν. Κάποτε ίσως

αξιοποιηθούν. Στις παραδόσεις, άλλωστε, περιλαμβάνονται και θρύλοι που

περιγράφουν το πώς ο πρίγκιπας, ο ηγεμόνας, ο άρχοντας κατεβαίνει μια νύχτα

μεταμφιεσμένος για να αφουγκραστεί τους υπηκόους του. Το τι του έχουν

ψιθυρίσει οι σύμβουλοι και οι αυλοκόλακες το θεωρεί κίβδηλο. Θέλει να μάθει

την αλήθεια απευθείας. Και τη μαθαίνει και ταράζεται, επειδή ανατρέπονται όσα

ήξερε. Θα το άντεχε ένα τέτοιο σοκ ο σύγχρονος ηγέτης;

Τα πράγματα δείχνουν πως όχι. Δείχνουν πως το να κατέβει από τον θρόνο του ο

σκηπτροφόρος και να μπει στο καφενείο και στην ταβέρνα είναι μια επιχείρηση

πολύ χρονοβόρα και επικίνδυνη. Μέχρι το σημείο να τσουγκρίσει ένα ποτηράκι

ρακή σε καμιά προεκλογική περιοδεία, μέχρι εκεί μπορεί να φθάσει. Πιο πέρα

αδύνατον. Κανείς εξάλλου από τους μαζεμένους γύρω του δεν ελπίζει πια σε

περισσότερα. H περίφημη «κάθοδος προς τον λαό» γίνεται σήμερα πιο απλά. Με μια

πρόποση και ένα βρέξιμο των χειλιών.

Ο Βασίλης Καραποστόλης είναι καθηγητής Πολιτισμού και Επικοινωνίας του

Πανεπιστημίου Αθηνών.