|
|
|
|
Συνήθως προτιμώ να περιμένω με υπομονή και εγκράτεια αντί να εμφανιστώ σαν
πεινασμένος καρχαρίας, με όλα όσα φέρνει αυτή η εικόνα στον νου, στη σάλα ενός
καινούργιου εστιατορίου. Στην περίπτωση του καινούργιου «Παπαδάκη», όμως, δεν
κράτησα την αρχή μου και δεν μετάνιωσα.
H Αργυρώ Μπαρμπαρίγου είναι έμπειρη εστιατόρισσα και γνωστή μαγείρισσα, κυρίως
στους ανθρώπους που παραθέριζαν στην Πάρο τα τελευταία χρόνια και είχαν την
ευκαιρία να γευθούν εκεί τις δημιουργίες της, στο εστιατόριό της στη Νάουσα.
Έχει γράψει βιβλίο μαγειρικής, εμφανίζεται πότε πότε στην τηλεόραση. Τώρα, οι
οπαδοί της δεν θα έχουν πια την ευκαιρία να νιώσουν τη νησιώτικη φρεσκάδα στην
ιδιαίτερη πατρίδα της – έχει πουλήσει το μαγαζί με τη θέληση του συζύγου της,
απ’ όσα μας έλεγε όταν έβρισκε δυο δευτερόλεπτα να μας μιλήσει. Εγκαταστάθηκαν
στην Αθήνα σε ένα θρυλικό πόστο, στην ευνοϊκή τοποθεσία του παλιού, γνωστού
«Μαρίτσα», ψηλά στο Κολωνάκι.
Μου άρεσε το φαγητό, διότι είναι «νοικοκυρίστικο» και φροντισμένο με προσοχή.
H κ. Μπαρμπαρίγου είναι καλή μαγείρισσα.
Όμως όλα τα έχει ένα καινούργιο άνοιγμα σε μια δύσκολη πόλη. Έχει όμως και την
ελκυστική πλευρά: να βλέπεις τον κόσμο να απολαμβάνει το φαγητό σου, όπως
εμείς, ξεκινώντας με τη σαλάτα από σταμναγκάθι, ρόκα και ρόδι με σάλτσα
πετιμεζιού, που ήταν γεμάτη, χορταστική και ενδιαφέρουσα. H ρεβιθάδα μου άρεσε
πολύ. Ο τρόπος που την σερβίρει, με την ταραμοσαλάτα στην άκρη του πιάτου,
είναι λίγο σπιτικός, όμως το πιάτο είναι γνήσια νησιώτικο και ό,τι πρέπει για
τον χειμώνα. Πλούσιο χωρίς να είναι πολυσύνθετο. Δοκιμάσαμε το χταπόδι με
μέλι, κρασί και τριμμένες πατάτες. Αυτό μου άρεσε λιγότερο απ’ όλα, ίσως
επειδή μου ήταν βαρύ και χωρίς ξεκάθαρη γεύση – απλώς μια μάζα στο πιάτο. H
γαριδόπιτα ήταν πολύ ωραία, ξεπερνώντας τα σύνορα του φαγητού της ταβέρνας,
χωρίς να φτάνει στο ύψος των «καλών» εστιατορίων αλλά νόστιμη, όπως θα την
περίμενε κανείς από μια καλή μαγείρισσα. Δεν ξέρω εάν έκανα σωστά που απέφυγα
το ριζότο. Ίσως το έχω κι αυτό σαν αρχή – να επιλέγω πιάτα με ριζότο μόνο σε
ορισμένα εστιατόρια, ως επί το πλείστον ιταλικά. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω
γιατί νιώθει ο κάθε Έλληνας σεφ την ανάγκη να βάλει κι ένα ριζότο στο μενού
του (αναρωτιέμαι αν οι Ιταλοί βάζουν στα μενού τη σπανακόπιτά μας). Πήρα όμως
ένα πιάτο με ζυμαρικό, λιγκουίνι για την ακρίβεια, τα οποία τα σερβίρει με
τόνο, κάππαρη και σάλτσα ντομάτας. Μου άρεσε και αυτό. Προσωπικά πιστεύω ότι ο
τόνος θα μπορούσε να είναι λιγότερο ψημένος (έως σχεδόν ωμός), αλλά η σάλτσα
είχε φρέσκες, απλές γεύσεις που σε κερδίζουν εύκολα. Εκεί μείναμε, αφήνοντας
κάποιο… κενό για τα γλυκά.
Τότε ήλθε η κ. Μπαρμπαρίγου στο τραπέζι, ξεχειλίζοντας από ενθουσιασμό,
αποκαλώντας το καθετί που σερβίρει «πολύ ωραίο» και «εξαιρετικό». Μας έπεισε
ότι, όντως, είναι. Για παράδειγμα η τούρτα από πικρή σοκολάτα, ρούμι και μέλι
ήταν τρομερά δυνατή αλλά ωραία και το παγωτό γιαούρτι με μέλι και μαστίχα
νοστιμότατο.
Τι έχω να πω, ύστερα από όλη αυτή την εισαγωγή; Ότι η κ. Μπαρμπαρίγου κατάφερε
να φέρει λίγη παριανή φρεσκάδα στο κορεσμένο Κολωνάκι και αυτό είναι
σημαντικό!
* «Παπαδάκης»: Βουκουρεστίου 47 και Φωκυλίδου, τηλ.: 210-3608.621

