Ιδιαίτερα αγχώδεις είναι οι Έλληνες, καθώς οι τέσσερις στους δέκα άντρες

και οι τρεις στις δέκα γυναίκες νιώθουν άγχος σε σχεδόν καθημερινή βάση –

γεγονός που στρέφει πολλούς από αυτούς στο τσιγάρο και επιβαρύνει την

καρδιολογική υγεία τους.

Αυτά αποκαλύπτει μια νέα μελέτη που έδειξε πως στη χώρα μας μόλις το 12% των

ανδρών και το 6% των γυναικών έχουν σπάνια έως καθόλου άγχος. Όλοι οι άλλοι,

το βιώνουν συχνά-πυκνά – κυρίως εξαιτίας της δουλειάς τους.

«H δουλειά είναι το μόνο μέσο που μας έχει μείνει για να ζούμε αξιοπρεπώς και

άμα θες να είσαι καλός σ’ αυτήν, αγχώνεσαι διότι αν μη τι άλλο ξέρεις ποια

είναι η θέση σου και τι πρέπει να κάνεις», λέει ο 41χρονος ιδιωτικός υπάλληλος

Νίκος Αποστολόπουλος, ο οποίος έχει μάθει να ζει με το άγχος εδώ και 22

χρόνια. «Ξεκινάω το πρωί «βλέποντας» έναν στόχο μπροστά μου – έναν στόχο που

πρέπει μέχρι τις 10 το βράδυ που τελειώνω να έχει επιτευχθεί πάση θυσία.

Βέβαια, προσπαθώ να εκμεταλλευθώ θετικά το άγχος μου, να το κάνω δημιουργικό

και όχι να το αφήσω να με παρασύρει, αλλά γεγονός είναι πως εξαιτίας του

καπνίζω πάρα πολύ και ότι μερικές φορές «μπλοκάρω»».

«H δουλειά αποτελεί τη μοναδική πηγή του άγχους μου», λέει από την πλευρά της

η 35χρονη σύζυγός του Γκέλη, επίσης ιδιωτική υπάλληλος. «Όπως ο Νίκος, έτσι κι

εγώ θέλω να είναι όλα τέλεια, να μην παρουσιαστεί κάτι στραβό, θέλω να

εξυπηρετώ άμεσα τους πελάτες μου, να μην τους καθυστερώ καθόλου. Επειδή, όμως,

παλιά είχα πάθει κρίση πανικού από το πολύ άγχος και χρειάστηκα καιρό για να

συνέλθω, τώρα πια έχω μάθει να το ελέγχω πολύ καλύτερα και να μην το αφήνω να

με καταβάλει».

H νέα μελέτη διεξήχθη από ομάδα ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του

Πανεπιστημίου Αθηνών και το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Οι ερευνητές ζήτησαν από

853 υγιείς κατοίκους της Αττικής να συμπληρώσουν ειδικά ερωτηματολόγια

αξιολόγησης του άγχους τους και καταγραφής των συνηθειών τους, ενώ τους

υπέβαλαν και σε εξετάσεις αίματος για να διαπιστώσουν κατά πόσον το άγχος που

ένιωθαν επηρέαζε δείκτες της καρδιολογικής υγείας τους.

Πολύ συνηθισμένο. Όπως εξηγεί ο ερευνητής Δημοσθένης Παναγιωτάκος,

βιοστατιστικός-επιδημιολόγος στο Τμήμα Διαιτολογίας-Διατροφής του Χαροκόπειου

Πανεπιστημίου, «διαπιστώσαμε πως και στα δύο φύλα το άγχος είναι ένα πάρα πολύ

συνηθισμένο φαινόμενο. Ωστόσο, οι άντρες έχουν άγχος σε υψηλότερο ποσοστό, ενώ

δείχνουν να βιώνουν πιο συχνά από τις γυναίκες έντονο άγχος».

H μελέτη έδειξε επίσης πως όσο πιο πολύ αγχωμένος είναι κανείς τόσο

περισσότερο καπνίζει. «Οι εθελοντές που ήταν σε υψηλά επίπεδα άγχους κάπνιζαν

20% περισσότερα τσιγάρα ημερησίως σε σχέση με τον μέσο όρο, που ήταν 20

τσιγάρα την ημέρα», λέει ο κ. Παναγιωτάκος. «Αντιθέτως, το άγχος δεν φάνηκε να

συσχετίζεται με την κατανάλωση αλκοόλ – ένα εύρημα το οποίο συμφωνεί με

αντίστοιχα δεδομένα ευρωπαϊκών μελετών, που δείχνουν πως οι αγχωμένοι άνθρωποι

δεν αυξάνουν το ποτό, αλλά αναμφισβήτητα το τσιγάρο».

Το άγχος επηρεάζει δείκτες της καρδιάς

H νέα μελέτη έδειξε ακόμη πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στο άγχος και σε

ορισμένους δείκτες της καρδιαγγειακής υγείας, όπως στο αμινοξύ ομοκυστεΐνη και

την πρωτεΐνη CRP.

Όπως σημειώνουν οι ερευνητές στη μελέτη τους, η οποία δημοσιεύθηκε στη διεθνή

επιθεώρηση «Atherosclerosis», η αύξηση αυτών των δεικτών θεωρείται παράγοντας

κινδύνου για ανάπτυξη καρδιαγγειακών προβλημάτων στο μέλλον – και όσο πιο

έντονο ήταν το άγχος των εθελοντών, ανεξαρτήτως φύλου, τόσο αυξάνονταν οι

συγκεκριμένοι δείκτες.

«H αίσθηση που έχουμε είναι ότι για χρόνια συζητούσαμε για τους κλασικούς

παράγοντες κινδύνου όσον αφορά τα καρδιαγγειακά νοσήματα, όπως το κάπνισμα, η

κακή διατροφή και η άσκηση, καθώς και για τους κλινικούς παράγοντες κινδύνου,

όπως η υπέρταση και η χοληστερίνη, αλλά δεν δίναμε σημασία στην ψυχική διάθεση

των ανθρώπων – δεν τους κάναμε λ.χ. τεστ άγχους», επισημαίνει ο ερευνητής κ.

Δημοσθένης Παναγιωτάκος. «Τα δεδομένα των τελευταίων ετών, όμως, τόσο στην

Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό ενισχύουν ολοένα και περισσότερο τον ρόλο των

ψυχολογικών παραγόντων στην εκδήλωση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Και αυτό

αποδεικνύει πως στην καθημερινή πρακτική πρέπει πια να λαμβάνεται υπ’ όψιν η

ψυχολογία των ανθρώπων».