H τελευταία Σύνοδος Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξε ότι οι Ευρωπαίοι δεν

μπορούν να… συνεννοηθούν. Από τη διεύρυνση κι έπειτα, οι κοινοτικοί θεσμοί

λειτουργούν σε 20 επίσημες γλώσσες και η E.E. διευθύνει τη μεγαλύτερη

Μεταφραστική Υπηρεσία του κόσμου: οι 4.000 μεταφραστές και διερμηνείς

ανεβάζουν το κόστος της μετάφρασης στο 1 δισ. ευρώ τον χρόνο (!).

Παρά το γεγονός ότι δεδηλωμένος στόχος και σύνθημα της E.E. είναι η διαφύλαξη

και υποστήριξη της γλωσσικής πολυμορφίας και η διάσωση των λιγότερο

διαδεδομένων γλωσσών – η οποία έχει φορτώσει τις υπηρεσίες με την ευθύνη να

μεταφράζουν στις 20 επίσημες γλώσσες περίπου 100.000 σελίδες συμφωνιών και

άλλων νομικών κειμένων(!) -, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν την

πολυγλωσσία δυσβάστακτο βάρος για τον κοινοτικό προϋπολογισμό, επιθυμούν να

τεθούν όρια στο γλωσσικό μωσαϊκό και ζητούν να ξανανοίξει η συζήτηση για μια

ευρωπαϊκή lingua franca (κοινή γλώσσα).

Οι Βρυξέλλες έχουν αποκτήσει τη φήμη σύγχρονης Βαβέλ, οι συνεδριάσεις του

Κοινοβουλίου πραγματοποιούνται με ταυτόχρονη μετάφραση σε 20 γλώσσες και όλο

και περισσότεροι αναλυτές φοβούνται ότι η αποτελεσματικότητα των κοινοτικών

θεσμών κινδυνεύει να χαθεί στη μετάφραση. Τσεχικά, εσθονικά, ουγγρικά,

λετονικά, λιθουανικά, μαλτέζικα, πολωνικά, σλοβακικά και σλοβενικά είναι οι

νέες γλώσσες που προστίθενται στις επίσημες της E.E., ενώ με τη Βουλγαρία, την

Κροατία και τη Ρουμανία προ των πυλών ο κατάλογος θα μακρύνει έως το 2010.

«Πληρώνουμε την πολυπολιτισμικότητα και αυτό είναι πολύ λογικό. Δικαιολογείται

αυτή η δαπάνη προκειμένου να διατηρήσει ο καθένας την ταυτότητά του», λέει

μιλώντας στα «NEA» ο Κώστας Στεφάνου, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και

Ευρωπαϊκών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου και αντιπρόεδρος της Διεθνούς

Ένωσης Ευρωπαϊκών Σπουδών (ECSA). Άλλωστε, η E.E. διαχειρίζεται τη μεγαλύτερη

μεταφραστική επιχείρηση στον κόσμο, διπλάσια μάλιστα της αντίστοιχης του ΟΗΕ

(μεταφράζει σε έξι επίσημες γλώσσες).

«Σε τεχνοκρατικό επίπεδο έχουν ήδη κυριαρχήσει τα αγγλικά και δευτερευόντως τα

γαλλικά και τα γερμανικά», λέει ο κ. Στεφάνου. «Μάλιστα, ήδη έχει γίνει μια

υποχώρηση ως προς το κοινοτικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο θα μεταφραζόταν

και στις 20 γλώσσες και συμφωνήθηκε να μεταφράζεται στη γλώσσα του εφευρέτη

και μόνο σε τρεις γλώσσες – αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Πρόκειται για

καινοτομία, αφού χρόνια εμαίνετο μάχη».

Τα αγγλικά δεν έχουν επικρατήσει όμως και σε επίπεδο Κοινοβουλίου, όπου

«ουδείς τολμά να κάνει τέτοιες προτάσεις». Άλλωστε και στο κείμενο του

Ευρωσυντάγματος «ρητώς διασφαλίζεται η πολυπολιτισμικότητα». Πάντως, «οι

περισσότεροι νέοι στην E.E. μαθαίνουν αγγλικά, γεγονός που έχει προκαλέσει

έντονη ενόχληση στη Γαλλία. Ακόμη και οι Ανατολικοί, οι οποίοι είχαν παράδοση

στην εκμάθηση άλλων ξένων γλωσσών, μιλούν πλέον αγγλικά».

Τα αγγλικά φαίνεται να παίζουν τον ρόλο που έπαιζαν τα Λατινικά κατά τον

Μεσαίωνα. Όλο και λιγότερα έγγραφα μεταφράζονται στις 20 επίσημες γλώσσες στα

site της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στα οποία τα αγγλικά αποτελούν τη γλωσσική

«καρδιά» και ακολουθούν τα γαλλικά με τα γερμανικά.

Όταν η βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ Άννα Διαμαντοπούλου, ως

επίτροπος, είχε προτείνει να καθιερωθούν τα αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα

στην εκπαίδευση είχαν προκληθεί αντιδράσεις. Σήμερα, εξακολουθεί να πιστεύει

στην ανάγκη εύρεσης ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας: «H γλώσσα της σκέψης ή

της δημιουργίας είναι κατά κανόνα η μητρική μας και η σωστή εκμάθηση,

καλλιέργεια και χρήση της αποτελεί υποχρέωση κάθε εθνικής οντότητας.

Συλλογιέμαι ελεύθερα και μιλώ στη γλώσσα μου. Παράγω, φαντάζομαι, πονάω,

αγαπάω, αμύνομαι στη γλώσσα μου. Τη νιώθω και την έχω σαν ασπίδα στην

πολιτισμική φθορά, σαν όπλο στη διατήρηση της ρίζας μου. Δεν θα την ήθελα όμως

ποτέ να αποτελεί το εμπόδιο στη συνεννόηση, το μειονέκτημα στην επικοινωνία»,

λέει.

«Σήμερα, η Ευρώπη έχει ανάγκη να στηρίξει τα εθνικά εκπαιδευτικά

συστήματα, να συμβάλει στη διατήρηση και καλλιέργεια όλων των γλωσσών, ακόμη

και πέραν των εθνικών. Έχει όμως άμεση την ανάγκη της ευχερούς εσωτερικής

συνεννόησης, της ευχερούς και γρήγορης επικοινωνίας, μεταξύ όλων των χωρών και

όλων των Ευρωπαίων πολιτών. Όπου οδηγίες, κατευθύνσεις, έννοιες και κυρίως

διαπραγματεύσεις θα γίνονται με ίσους όρους για όλους, κυβερνήσεις –

κοινοβούλια – συνδικάτα – εργοδότες, θα είναι ευχερώς κατανοητές και δεν θα

βασίζονται στην ποιότητα της μετάφρασης. Είναι πλέον αναγκαία μία κοινή

γλώσσα, η οποία θα αποτελέσει μαζί με το ευρώ έναν ακόμη συνεκτικό κρίκο των

χωρών-μελών».

Πολιτικές οι μειονοτικές γλώσσες

Στην Ευρώπη υπάρχουν 250 γηγεγείς γλώσσες, η πλειονότητα των οποίων είναι

ανεπίσημες ή μειονοτικές. Την ώρα που τα αγγλικά κερδίζουν έδαφος, οι «μικρές»

γλώσσες προσπαθούν να αναγεννηθούν από τις στάχτες τους. Ενώ κάποιες είναι

ζωντανές – όπως τα καταλάνικα, τα οποία αποτελούν τη 10η περισσότερο

ομιλούμενη γλώσσα με 10 εκατομμύρια ομιλητές στη διευρυμένη Ευρώπη – δεν έχουν

όλες την ίδια τύχη. Τα βασκικά φαίνεται πως είναι δύσκολο να επιβιώσουν, ενώ

στη Γαλλία οι επτά τοπικές γλώσσες χρησιμοποιούνται όλο και λιγότερο – 900.000

άνθρωποι μιλούν αλσατικά και 30.000 βρετονικά. Τα ιρλανδικά αποτελούν

χαρακτηριστικό παράδειγμα της πλέον προστατευόμενης μειονοτικής γλώσσας στην

Ευρώπη, την οποία μιλούν 200.000 άνθρωποι. H πλειονότητα αυτών των γλωσσών,

ωστόσο, χρησιμοποιείται μάλλον συμπληρωματικά στις επίσημες γλώσσες και όχι

στο πλαίσιο της πολυγλωσσίας. Το 1992 η Ευρωπαϊκή Χάρτα Τοπικών και

Μειονοτικών Γλωσσών συνέστησε στα κράτη-μέλη να αναγνωρίζουν τις γλώσσες αυτές

σε εθνικό επίπεδο, δεν προχώρησε όμως στην επίσημη αναγνώρισή τους σε

ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού το ζήτημα είναι πολιτικό, δεδομένου ότι οι μειονοτικές

γλώσσες χρησιμοποιούνται συχνά για να τονίσουν τις διαφορές μεταξύ των

κοινοτήτων. «Το θέμα είναι αν θα αναμειχθεί η Ευρώπη σε αυτά τα ζητήματα, αν

θα ασκήσει κάποιο ρόλο αναλαμβάνοντας δράση για τη διαφύλαξη των μειονοτικών

γλωσσών», τονίζει ο Κώστας Στεφάνου, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

«Όχι στον ηγεμονισμό της μιας γλώσσας»

«H Ενωμένη Ευρώπη είναι από τη φύση της θεσμός πολυεθνικός, άρα και

πολυπολιτισμικός και κατ’ ανάγκην πολυγλωσσικός», λέει στα «NEA» ο πρύτανης

του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Μπαμπινιώτης. «Αν είναι χοάνη αφομοίωσης και

αποπροσωποποίησης των λαών που εντάσσονται σ’ αυτήν, είναι και ένωση και

συνεργασία εθνών της Ευρώπης που διατηρούν τη διαφορετικότητά τους και τις

εθνικές επιλογές τους, τότε η E.E. είναι εξ ορισμού και χώρος συνάντησης

περισσότερων γλωσσών». Για τον κ. Μπαμπινιώτη η πρόκληση δεν είναι η αναζήτηση

μιας ευρωπαϊκής lingua franca, αλλά η πολυγλωσσία, «τα κίνητρα και η

δημιουργία δυνατοτήτων να μάθουν οι πολίτες της Ευρώπης περισσότερες γλώσσες,

ώστε να γνωρίσουν, να καταλάβουν και να εκτιμήσουν ουσιαστικά τη νοοτροπία και

την ανθρώπινη διάσταση των λαών με τους οποίους ζουν μαζί, συνεργάζονται και

συναποφασίζουν».

Θεωρεί μάλιστα ότι η πρόκληση της πολυγλωσσίας γίνεται όλο και πιο αναγκαία

λόγω της παγκοσμιοποίησης: «H παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί και δεν πρέπει να

πάρει τον χαρακτήρα του γλωσσικού εξισωτισμού μέσα από την αναγωγή μιας

οποιασδήποτε γλώσσας σε παγκόσμια γλώσσα. Μια τέτοια γλωσσική παγκοσμιοποίηση

θα οδηγούσε στον ηγεμονισμό μιας γλώσσας εις βάρος όλων των άλλων, πράγμα που

θα ήταν ολέθριο για την πολιτισμική πολυμορφία του κόσμου μας -μια μορφή

ανεπίτρεπτης γλωσσικής και πολιτισμικής τυραννίας».