«Υπάρχουν παρά πολλά τραγούδια ατέλειωτα στο συρτάρι. Σβησμένα, γραμμένα

ξανά, δύο στίχοι, τρεις στίχοι… Με κόπο έγραφα πάντα. Να φανταστείτε, έχω

γράψει καμιά 350ριά τραγούδια – που έχουν κυκλοφορήσει, εννοώ – και ζήτημα

είναι αν είναι 20 τα καλά. Ποτέ δεν μπορούσα να γράψω απλά. Γι’ αυτό και

απέτυχα», λέει – σεμνός και ταπεινόφρων πάντα – ο Μάνος Ελευθερίου

«Παρότι αγαπώ την απλότητα, εγώ ήμουν λιγάκι στριμμένος. Δύσκαμπτος. Ας πούμε,

θαυμάζω κάτι αριστουργήματα σαν το «Ταξίδια για την Τζαμάικα» του Λευτέρη

Παπαδόπουλου. Ή το «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη. «Συννεφιασμένη

Κυριακή/ είσαι σαν την καρδιά μου…». Τι πιο ωραίο; Και τόσο απλό!».

Ο κύριος απέναντί μου είναι ο Μάνος Ελευθερίου. Το κασκετάκι του – σήμα

κατατεθέν του λιτού, αλλά πάντα στυλάτου ντυσίματός του – είναι ακουμπισμένο

στην καρέκλα δίπλα μας, ενώ το κουτάκι με τα χαπάκια (για την πίεση, μου

εξηγεί κάποια στιγμή) αναπαύεται κι αυτό πάνω στο τραπέζι – διά παν

ενδεχόμενον. Το χιούμορ και η διαρκής διάθεση αυτοσαρκασμού είναι και αυτά σαν

το… κασκέτο. Αναπόσπαστο (και πολύ χαρακτηριστικό) κομμάτι του όλου. «Γράφω

επί 10 ώρες την ημέρα και μετά πηγαίνω στους γιατρούς», λέει μειδιώντας.

«Μάλλον αυτή η κατάρα που λέει «να τα φάει στους γιατρούς», σ’ εμένα έπιασε».

Όση ώρα διαρκεί η συζήτησή μας (αφορμή είναι οι δύο δισκογραφικές ανθολογίες

που κυκλοφόρησαν πρόσφατα: η μία διπλή, με 40 τραγούδια, «Μαλαματένια λόγια»,

EMI και η άλλη με 18, «H μαρκίζα», Universal) σκέπτομαι πόσο μάταιο είναι να

προσπαθείς να γνωρίσεις έναν άνθρωπο σαν τον Μάνο Ελευθερίου, διά της…

ευθείας οδού, τη στιγμή που το πιο αληθινό του κομμάτι, το πιο ουσιαστικό, το

‘χεις μαζί σου. Οι στίχοι του, η ανάσα του είναι εκεί, ανάμεσα στα λόγια

δεκάδων τραγουδιών, στη μουσική της ίδιας γλώσσας, στο απόλυτο συνταίριασμα

στίχου και μελωδίας, στις «ιστορίες» των δεκάδων «αντιηρώων» του.

Από τα τέλη του ’60 κι έπειτα ο Μάνος Ελευθερίου είναι δίπλα μας. «Κάτω από τη

μαρκίζα» (Γ. Σπανός), «Άγιος Φεβρουάριος» (Δ. Μούτσης), «Παραπονεμένα λόγια»

(Μαρκόπουλος), «Το τρένο φεύγει στις 8» (M. Θεοδωράκης) «Στους μπαξέδες»

(Μούτσης), «Άλλος για Χίο τράβηξε» (Μούτσης), «Το παλικάρι έχει καημό» (M.

Θεοδωράκης), «Σ’ αυτή τη γειτονιά» (M. Θεοδωράκης), «Δίψασα στην πόρτα σου»

(Κουγιουμτζής), «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» (Μαρκόπουλος), «Μαλαματένια

λόγια» (Μαρκόπουλος), «Είναι αρρώστια τα τραγούδια» (Ξαρχάκος) και δεκάδες

άλλα (μέχρι τα πιο πρόσφατα, όπως «Ο Άμλετ της βροχής» του Μικρούτσικου ή «Τα

φάρμακα» του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα), φανερώνουν τη λεπτότητα και τη μουσικότητα

μιας γραφής που ενώ καταφέρνει να είναι άμεση, «λαϊκή», δεν χάνει στιγμή την

ευγένειά της.

Ο Μάνος Ελευθερίου είναι αυτό και πολλά άλλα. Εκλεκτό μέλος μιας ευρύτερης

παρέας, που είχε την τύχη να βρεθεί την κατάλληλη στιγμή στις κατάλληλες

συνθήκες και μεγαλούργησε στον χώρο του τραγουδιού και ταυτόχρονα ένας

μοναχικός άνθρωπος, που κρατούσε πάντα αποστάσεις από το «σινάφι» της

δισκογραφίας και πάλευε μόνος του, με τις λέξεις.

Ποιητής, μυθιστοριογράφος, αρθρογράφος, άνθρωπος της σκέψης και της τέχνης.

Τελευταία και «μπεστ-σελερίστας», με το μυθιστόρημά του «Ο καιρός των

χρυσανθέμων», που μιλάει για την αρχή της παρακμής της κοινωνίας της Σύρου στα

τέλη του 19ου αιώνα, μέσα από τη φθίνουσα πορεία της καριέρας της Ελληνίδας

Σάρα Μπερνάρ, Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου. Όλος ο κόσμος του θεάτρου της εποχής

εκείνης, αλλά και η συριανή κοινωνία, ανάγλυφα μέσα στις σελίδες του βιβλίου.

«Για θεατρικό έργο ξεκίνησε και σιγά σιγά βγήκε μυθιστόρημα», λέει. «Αλλά, αν

βγάλεις τις περιγραφές, μπορείς να το ανεβάσεις. Μάλιστα, κάτι τέτοιο συζητάμε

τελευταία με τον Θοδωρή Γκόνη και το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου».

Σκηνοθέτης ήθελε να γίνει κι εκείνος, από έφηβος έγραφε, γι’ αυτό άλλωστε

αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα στη Δραματική Σχολή και στη Σχολή

Σταυράκου. «Νόμιζα ότι θα μάθω να γράφω, αλλά αυτά τα πράγματα δεν

μαθαίνονται», λέει. «Εν πάση περιπτώσει, κάτι πήρα», λέει.

Και το τραγούδι πώς ήρθε στη ζωή σας;

«Όταν ήμουν στρατιώτης, στις αρχές του ’60, μου έγραψε ένας φίλος να γράψω

στίχους για τον Κώστα Καπνίση. Τους έγραψα, τους έστειλα, αλλά μάλλον δεν τους

άρεσαν… Ούτε ασχολήθηκα τι έγιναν εκείνοι οι στίχοι».

Και μετά;

«Μετά, όταν απολύθηκα πια, έκανα παρέα με τον Λεοντή και ασχοληθήκαμε με τον

Σύλλογο Ελληνικής Μουσικής. Το πρώτο που έγραψα ήταν οι «Ρημαγμένοι κήποι» σε

μουσική Λεοντή. Εκεί γνώρισα και τον Μίκη. Του πήγε στίχους μου ο Φόντας

Λάδης. Αργότερα βλέπω στον δρόμο έναν φίλο, τον Μιχάλη Παπανικολάου, και μου

λέει: «Ακούσαμε χθες κάτι καταπληκτικά τραγούδια. Δικά σου και του Μίκη».

Ντροπή εγώ! Κατακόκκινος. Ήταν μέρος από τα «Λαϊκά» που μόλις είχαν

κυκλοφορήσει».

Ήταν μια ευρύτερη παρέα εκείνη του Συλλόγου. Πολιτικά ενταγμένη…

«Δεν θα έλεγα μόνο αριστεροί. Θα έλεγα ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι. Ο Λοΐζος, η

Φαραντούρη, ο Σαββόπουλος, ο Λεοντής, πάρα πολλοί. Ο «αρχιερέας», βέβαια, ήταν

ο Μίκης. Εμείς όλοι ήμασταν οι ιθύνοντες, οι «εκ δεξιών του Μίκη». Και κάναμε

ωραία πράγματα. Τρελά. Συναυλίες, απαγγελίες σε μπουάτ…».

«Τα καλά καταπιέζονται»

Στις ημέρες μας τι γίνεται; Συμβαίνουν καλά γύρω μας; Ή μήπως είμαστε εμείς

που δεν θέλουμε να δούμε τα καλά που συμβαίνουν;

«Μα, βγαίνουν καταπληκτικά πράγματα – και στο θέατρο, και στο τραγούδι, και

στα εικαστικά. Παντού. Εγώ είδα φέτος τρελές παραστάσεις – και ευτυχώς ήταν

γεμάτες. Και στο τραγούδι κυκλοφορούν ωραία πράγματα. Αλλά είναι τέτοιος ο

ορυμαγδός, χιλιάδες οι δίσκοι που κυκλοφορούν, που είναι αδύνατον να βγουν

στον αφρό τα καλά. Καταπιέζονται. Ας μην ξεχνάμε όμως και το άλλο: υπάρχουν

πολλά ονόματα που στις συναυλίες τους γίνεται πατείς με πατώ σε και κανείς δεν

μιλάει γι’ αυτό».

Εκείνοι που αφαίρεσαν το «γλυκανάλατο»

Ο Μάνος Ελευθερίου δεν είναι από τους ανθρώπους που τους αρέσει να

παρελθοντολογούν, να νοσταλγούν ή να «ανεβάζουν» τη γενιά τους. Και τα καλά

λόγια περισσεύουν για τους νεώτερούς του. «Αν υπάρχουν σήμερα καλοί

στιχουργοί; Αλίμονο. H Νικολακοπούλου, ο Τριπολίτης, ο Γκόνης, ο Οδυσσέας

Ιωάννου και άλλοι νεώτεροι… Οι δύο πρώτοι, κυρίως, έφεραν τα πάνω κάτω στο

τραγούδι! Εκπληκτικοί οι στίχοι που έγραψαν. To ζηλεύω απεριόριστα το «Σίδερο»

της Νικολακοπούλου. Το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», το «Μαμά γερνάω». Και το

«Κόκκινο κουτί» του Τριπολίτη. Έφεραν τα πράγματα του καθημερινού βίου, τα

αντικείμενα, μέσα στο τραγούδι αφαιρώντας όλο αυτό το γλυκανάλατο που πολλές

φορές είχε το ελαφρολαϊκό».

Αισιόδοξος γι’ αυτή την κίνηση που έγινε τελευταία για την αναβίωση του

Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, είναι από την «παλαιά φρουρά»

που θα το στηρίξουν, μαζί με τον Σαββόπουλο, τον Σπανό, τον Πλέσσα, τον

Κραουνάκη κ.ά. «Όλοι θα συμμετέχουμε». λέει. «Γιατί όχι; Να δώσουμε μια νέα

πνοή στο τραγούδι. Κι αν όχι νέα, να πούμε «εδώ είμαστε κι εμείς». Εγώ δεν έχω

τίποτα με τους νεώτερους – κι εμείς όταν αρχίσαμε να γράφουμε, κάποιους άλλους

βάλαμε στην άκρη – αλλά πιστεύω έχουν να παίρνουν ακόμα από εμάς». Όσο για το

άμεσο μέλλον; «Γράφω πυρετωδώς. Θέλω να τελειώσω το νέο μυθιστόρημα που το ‘χα

αρχίσει μαζί με την «Εποχή των χρυσανθέμων». Το ένα πρόλαβε και τελείωσε, το

άλλο είναι ακόμα στον δρόμο».