Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της ανεργίας από τα κράτη – μέλη της

Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου οι εθνικές οικονομίες να ενταχθούν στη ζώνη του

ευρώ και να διατηρούν την προσαρμοστικότητά τους στο «Σύμφωνο Σταθερότητας και

Ανάπτυξης», αποτελούν τον βασικό παράγοντα αποδυνάμωσης της

χρηματο-οικονομικής κατάστασης της κοινωνικής ασφάλισης και γενικότερα του

κράτους – πρόνοιας στην Ένωση. Παράλληλα, η αποδυνάμωση του κράτους – πρόνοιας

συνοδεύεται από διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων Διεθνών

Οργανισμών για αναλογιστική κατάρρευση του συστήματος κοινωνικής προστασίας,

εξ αιτίας των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων, καθώς και από προτάσεις

εξατομίκευσης, απελευθέρωσης και ιδιωτικοποίησης της κοινωνικής ασφάλισης, της

υγείας, της Εκπαίδευσης, κ.λπ. οι οποίες, καθ’ όλη αυτήν την περίοδο,

συνέβαλαν στη διαμόρφωση κοινωνικής ανασφάλειας, παρά την ρητορεία περί

κοινωνίας όπου οι πολίτες θα αισθάνονται ασφαλείς.

Πράγματι, η πρόταση για 60% ποσοστό αναπλήρωσης εισοδήματος για κύρια

(δημόσιας διαχείρισης) και επικουρική (ιδιωτικής διαχείρισης) ασφάλιση, που

σημαίνει μείωση κατά 30% των συντάξεων, εντείνει την ανασφάλεια των πολιτών,

παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, το 95% των

ερωτηθέντων στα κράτη – μέλη της Ένωσης είναι υπέρ της παραπέρα ανάπτυξης του

κράτους – πρόνοιας και κατά της συρρίκνωσής του με την ιδιωτικοποίησή του.

Αυτήν ακριβώς την κοινωνική ανασφάλεια θεσμοποιεί η Ευρωπαϊκή Συνθήκη, αφού –

όπως ορίζει – παρ’ όλο που αναγνωρίζει και σέβεται τα κοινωνικά δικαιώματα,

δεν τα εγγυάται, δεδομένου ότι η οικονομία της αγοράς και ο σχηματισμός των

τιμών – και όχι οι κοινωνικές ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών – θα αποφασίσουν

για το τι θα παραχθεί, πώς θα παραχθεί, από ποιον θα παραχθεί και σε ποιον θα

διανεμηθούν οι υπηρεσίες του κράτους – πρόνοιας

H «θεσμοποιημένη θέσπιση» της υποταγής των κοινωνικών δικαιωμάτων στους

κανόνες της αγοράς αποτέλεσε στις σχέσεις του πολιτικού συστήματος και της

κοινωνίας το κοινωνικό νεόπλασμα της Συνθήκης, η θεραπεία το οποίου θα επέλθει

μόνο με την επανατοποθέτηση τού «κοινωνικού ζητήματος» στην Ευρωπαϊκή Ένωση

καθώς και με την ενδυνάμωση του περιεχομένου των συμβολισμών και της

συνείδησης που έχει αναπτυχθεί κατά τον προηγούμενο αιώνα στους λαούς της

Ευρώπης και η οποία συμπυκνώνεται στο κράτος- πρόνοιας και στο ευρωπαϊκό

κοινωνικό μοντέλο.

Βέβαια, το θεραπευτικό αυτό πρότυπο δεν συνάδει με την κεντρική στρατηγική της

Συνθήκης, που συμπυκνώνεται στον άξονα «Αγορά εναντίον Κοινωνίας», καθώς και

με τους προσανατολισμούς μετάβασης από τον δυτικοευρωπαϊκό τύπο στον

αγγλοσαξονικό τύπο καπιταλισμού.

Πράγματι, η αντίληψη της μετάβασης που διαπερνά την ευρωπαϊκή Συνθήκη αποτελεί

νεοφιλελεύθερη πρόταση οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, με ουσιαστικά

συστατικά στοιχεία την κατάργηση των ρυθμίσεων στην αγορά και την εγκαθίδρυση

συνθηκών απελευθέρωσης των αγορών κεφαλαίου, εργασίας, προϊόντων και

υπηρεσιών. Παράλληλα, συρρικνώνεται το εύρος του κράτους – πρόνοιας και η

συλλογική ευθύνη μετεξελίσσεται σε ατομική ευθύνη εξασφάλισης των παροχών

κοινωνικής προστασίας.

H αντίληψη αυτή, που καταψηφίσθηκε από τους Γάλλους και Ολλανδούς ψηφοφόρους,

συνοδεύεται και από την αλλαγή των εννοιών και των θεωρητικών κατηγοριών, άρα

και του περιεχομένου της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή

Ένωση.

Έτσι, κατά τη διάρκεια ιδιαίτερα της τελευταίας εικοσαετίας, οι «εννοιολογικές

κατηγορίες» της ρύθμισης, της διαπραγμάτευσης, των συλλογικών συμβάσεων

εργασίας, του κράτους – πρόνοιας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της πλήρους

απασχόλησης, της υγείας για όλους, του διανεμητικού συστήματος, της

διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας κ.λπ. έχουν μετεξελιχθεί στις «εννοιολογικές

κατηγορίες» της ατομικής ευθύνης, της ατομικής σύμβασης, της ιδιωτικής

ασφάλισης, του κεφαλαιοποιητικού συστήματος, της ανταγωνιστικής μείωσης του

κόστους εργασίας, της υγείας για τον πολίτη, της απασχολησιμότητας, της

προσωρινής απασχόλησης, της μερικής απασχόλησης, της απορρύθμισης των

εργασιακών σχέσεων και της ευελιξίας, …κ.λπ., προκειμένου να βελτιωθεί το

επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Όμως, η σύγχρονη έρευνα στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχει αποδείξει ότι στις σημερινές κοινωνικο-οικονομικές και τεχνολογικές

συνθήκες, η απάντηση στην πρόκληση της ανταγωνιστικότητας είναι η αύξηση της

παραγωγικότητας, της απασχόλησης, της έρευνας, της καινοτομίας, καθώς και η

βελτίωση των ποιοτικών διαστάσεων της παραγωγικής διαδικασίας. Ακριβώς, το

«όχι» των Γάλλων και των Ολλανδών στη «Συνθήκη της αγοράς» δεν αποτελεί

οπισθοδρόμηση, αλλά αποτελεί στάση για αναστοχασμό και αναπροσανατολισμό. Αυτό

σημαίνει ότι οι κοινωνικές και πολιτικές και όχι οι γραφειοκρατικές δυνάμεις,

απομακρυνόμενες από τις συνθήκες νεο – προστατευτισμού, απαιτείται να

διαμορφώσουν τις αναγκαίες συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής,

ποιότητας ζωής, εργασίας και ολοκλήρωσης, υπό τις οποίες επιθυμούν να ζήσουν

οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι το «ναι» στη «Συνθήκη της Κοινωνίας».

O Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστ.

δ/ντής INE / ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ