«Χάθηκε ο Κλέων την Κυριακή το βράδυ από την περιοχή Νέου Ψυχικού. Είναι

ημίαιμος και μοιάζει πολύ με λυκόσκυλο. Είναι πάρα πάρα πολύ σημαντικό να

βρεθεί. Όποιος έχει οποιαδήποτε πληροφορία, ας πάρει τηλέφωνο στο τάδε

νούμερο»: Πώς να περιγράψεις την κόλαση της αναζήτησης δίχως τέλος που ζήσαμε

με τη μητέρα μου, από την Κυριακή το βράδυ έως το βράδυ της Τρίτης, μέσα στις

λέξεις μιας αγγελίας;

Πώς να περιγράψεις όμως και τις σκηνές που έζησα αυτές τις ημέρες, τους

αγνώστους που με αγκάλιασαν, τους φίλους που δεν ήξερα ότι είχα, τους φίλους

που απέκτησα;

Ο Γιώργος τηλεφώννησε στην Ελένη, η οποία το είπε στη Μάτα – επίσης

«σκυλομαμά». Εκείνη γέμισε τον κόσμο με την είδηση ότι αναζητείται ο Κλέων,

αλλά άρχισε και η ίδια να τον ψάχνει. Ξαμολήθηκε στους δρόμους και τις

πλατείες, όπου κάθε βράδυ μαζεύονται κάποιοι μη οργανωμένοι φιλόζωοι και

ταΐζουν τα αδέσποτα σκυλιά, τα σκυλιά που άλλοι κλωτσάνε και δολοφονούν. Την

ίδια ώρα εγώ μάζευα πληροφορίες από εκατοντάδες κλήσεις αγνώστων από όλη την

Αθήνα, που είτε είχαν δει το τηλέφωνό μου από τις αφίσες που είχα μοιράσει και

κολλήσει στον δρόμο, είτε το είχαν μάθει από «κάποιον άλλο». Μια τέτοια

άγνωστη ήταν η κυρία Άντζελα και η κορούλα της Έλλη. Οι οποίες είδαν σε έναν

απόμερο δρόμο της Αγίας Παρασκευής έναν σκύλο που έμοιαζε πολύ στην περιγραφή

του αγνοουμένου. Και τον κράτησαν εκεί. Με πήραν τηλέφωνο και περίμεναν όρθιες

επί μία ώρα, στη μέση του δρόμου, μέσα στο κρύο και την άγρια νύχτα,

περιμένοντας να φτάσω να διαπιστώσω αν ήταν το μωρό μου. Ήταν. Χάρη στον

Κλέωνα έμαθα ότι η αληθινή κοινωνία των πολιτών υπάρχει και λειτουργεί

ιδανικά. Μακριά από τους πολιτικούς, από τη δημοσιότητα, τα συμφέροντα, τις

επιχορηγήσεις. Κοντά μονάχα στην ανθρωπιά.