Ο αέρας της ανανέωσης και της δημιουργίας φυσάει δυνατότερος στο ΠΑΣΟΚ μετά το

πρόσφατο Συνέδριο. Αυτό κανείς, φίλος ή αντίπαλος, δεν μπορεί να το

αμφισβητήσει, η δε κοινή γνώμη θα το αντιληφθεί με τους δικούς της ρυθμούς και

μέσα από τα δικά της ερεθίσματα. Το άλλοθι της μεταβατικής περιόδου πήρε τέλος

με πρωτοβουλία του ίδιου του κόμματος και με μέσα καθαρά πολιτικά: με ανάληψη

αντί για απόσειση ευθυνών, με συγκεκριμένες (όσο κι αν χρειάζονται πολλή

περαιτέρω εξειδίκευση) ιδεολογικές, οργανωτικές και προγραμματικές θέσεις, με

βούληση ομοψυχίας αντί για επίπλαστη συναίνεση, υποκριτική αβροφροσύνη ή

συντροφικά μαχαιρώματα. Ένα βουβό αλλά ευδιάκριτο αίτημα ποιότητας ένιωσα

προσωπικά – ελπίζω να μην είμαι ο μόνος – ότι διαχύθηκε από την πλειονότητα

των συνέδρων και ενέπνευσε την πλειονότητα των ταγών. Το αίτημα αυτό ωστόσο

δεν πήρε συγκεκριμένη μορφή κι έτσι το στοίχημα του νέου ξεκινήματος παραμένει

ανοικτό.

Δεν έχει πολλούς δρόμους το ΠΑΣΟΚ για να επιστρέψει στο κέντρο της δημόσιας

σκηνής. Απέναντι σε μια κυβέρνηση που παραπαίει αλλά και συσπειρώνεται γύρω

από την άλωση του κράτους, η αξιωματική αντιπολίτευση πρέπει να αρχίσει να

παράγει πειστική πολιτική. Στο έργο αυτό, και θεωρώντας ότι μετά το Συνέδριο

δεν θα υπάρχει τέτοιο έλλειμμα οργάνωσης και συλλογικής στόχευσης, δύο είναι

τα μεγάλα προσκόμματα: ένα εξωτερικό και ένα εσωτερικό. Το πρώτο έχει σχέση με

την πρόσφατη και πολυετή άσκηση της εξουσίας και επενεργεί επί της εγγενούς

αξιοπιστίας κάθε νέας πολιτικής, και ιδίως κυβερνητικής, πρότασης, συνδέοντας

το «γιατί δεν το κάνατε τόσον καιρό» με ένα «και ποιος μας λέει ότι θα το

κάνετε τώρα». H πίεση αυτή ωστόσο μπορεί να αποβεί απελευθερωτική, αφού

καθιστά αναγκαία τρία στοιχεία – το ευκρινώς σοσιαλιστικό (ή, έστω, μη δεξιό)

κάθε μεταρρύθμισης, το ρηξικέλευθο του συνολικού σχεδίου και την ενσάρκωσή του

σε νέα πρόσωπα και πρακτικές. Μόνον αν το ΠΑΣΟΚ προτείνει όχι απλώς μέτρα

εξόδου από την κρίση, αλλά επιλογές αριστερόστροφης (με τη σύγχρονη φυσικά

έννοια) επανασυγκόλλησης του κοινωνικού ιστού, μόνο τότε θα έχει ελπίδες να

ξεπεράσει τη βαθιά και ακόμα υπαρκτή αίσθηση ματαιωμένων προσδοκιών. Και αυτή

τη δύσκολη ψυχική μεταστροφή δεν μπορεί να την πετύχει ούτε με τα πρόσωπα ούτε

με τις ιδέες τού χθες.

Το δεύτερο εμπόδιο, το εσωτερικό, έχει να κάνει με τις συνειδητές ή

ενστικτώδεις αντιστάσεις του κομματικού μηχανισμού. Το ΠΑΣΟΚ παραδοσιακά

λειτουργεί ως ατμομηχανή εισαγωγής νεωτερικών στοιχείων στο πολιτικό σύστημα

(αυτοοργάνωση, μαζικότητα αλλά και λαϊκισμός, τεχνογνωσία της εξουσίας αλλά

και κυβερνητισμός, συμμετοχική λειτουργία) και αυτή τη φορά το βήμα ήταν

πολιτιστικό: ο τρόπος που διεξήχθη ο διάλογος και επιτεύχθηκε η σύνθεση στο

Συνέδριο. Ακριβώς γι’ αυτό πιστεύω ότι η βασική διάκριση των μελών και των

στελεχών του είναι ανάμεσα σε εκείνους που βλέπουν το νέο μοντέλο ως όχημα και

σε αυτούς που το αντιλαμβάνονται ως αναγκαιότητα. Ή, για να χρησιμοποιήσω μια

πιο γλαφυρή εικόνα, ανάμεσα σε εκείνους που μίλαγαν και άκουγαν στις διάφορες

εκδηλώσεις του Συνεδρίου και σε όσους μοίραζαν στους διαδρόμους χαρτάκια με

ονόματα υποψήφιων μελών του Εθνικού Συμβουλίου. H τελική σύνθεση του

τελευταίου δεν δικαίωσε απολύτως τους πρώτους, αλλά και δεν έκλεισε την πόρτα

στους δεύτερους. Μέσα από μια λεπτή ισορροπία μεταξύ ενός τολμηρού συλλογικού

οράματος και των θεμιτών προσωπικών φιλοδοξιών, το ΠΑΣΟΚ καλείται να βρει τον

δρόμο γι’ αυτό που ξεκάθαρα του ζητά η κοινωνία και έχει ανάγκη το πολιτικό

σύστημα μιας χώρας σε διαρκή υποχώρηση.

Ο συνταγματολόγος K. Μποτόπουλος είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ