Σταυροκοπήθηκε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, μια, δυο, τρεις φορές. «Σχώρα

με, Παναγία μου» – τον άκουσα να λέει πίσω από το δεξί μανουάλι, εκεί που

στεκόμουνα -… αλλά ένιωσα λίγο μ’ όλα τούτα ν’ αλαφρώνω. Έκανε έναν ακόμη

μεγάλο σταυρό και σαν να πήρε την συγκατάθεση της εικόνας, συνέχισε. «Να

βλέπω, να ακούω, να ανάβω τα καντήλια και να μη μιλάω…» – νόμισα πως με

είδε, αλλά δεν με είδε, ήταν απορροφημένος – «και να χτυπάω και την καμπάνα»

συμπλήρωσε, αν και θα το ήξερε η Παναγία αυτό.

Σαν να χτύπησε μέσα μου η φωνή του καντηλανάφτη, που δεν βγήκε στα παράθυρα

των καναλιών να μιλήσει, σε μια εικόνα μπροστά στάθηκε ο άνθρωπος και χωρίς

λινκ, και ένιωσα σαν να είμαστε καντηλανάφτες όλοι εμείς. Να ανάβουμε τα κεριά

και τα καντήλια και τα θυμιατά ενός κόσμου που οι πονηροί πιάσανε τα πόστα,

που οι κολλητοί των κολλητών είναι στα μέσα και στα έξω (αν θέλετε και

συστατικές επιστολές διαθέτει το κατάστημα), που όποιος ξέρει και τα παίρνει

μάγκας είναι, και το να κάνεις και τα στραβά μάτια όταν χρειάζεται, βρε

αδελφέ, δεν τρέχει και τίποτε. Και από πάνω να λέμε και το «πιστεύω» τους έτσι

όπως τους βολεύει, στα μέτρα των περιστάσεων κάθε φορά φτιαγμένο σαν έπειτα

από επιχορηγούμενο λίφτινγκ. Μου ήρθε να φωνάξω με αγωνιστικό ντεμοντέ παλμό –

«καντηλανάφτες» όλου του κόσμου ενωθείτε, αλλά κρατήθηκα. Ο δικός μου εκεί

μπροστά, στο μεταξύ, είχε γονατίσει σαν αμαρτωλός που ζητάει άφεση – τόσο καλά

είναι στημένο το κόλπο που σου φορτώνουν σακίδιο στην πλάτη και την αμαρτία

και την ενοχή και το άγχος – μαζί με ένα φυλλάδιο για το πώς να το αποβάλλεις

γιατί κάνει κακό στην υγεία. Ήθελα, λοιπόν, σιγά σιγά, στις μύτες των ποδιών

να πάω κοντά του και να του ψιθυρίσω συντροφικά στ’ αυτί… «μη φοβάσαι,

αδελφέ, Ανάσταση δεν γίνεται χωρίς το ποίμνιο».