«Ο Άλλος, τέκνον μου, είναι το πρόσωπο του κόσμου. H μόνη μας δυνατότητα, η

συν-ουσία, η συν-εύρεση». Τα θυμάται ακόμα τα λόγια. Τώρα, στημένος στην οθόνη

ακούει τα άλλα, εκείνα που του ‘λεγε όταν είχαν πια περάσει έξι μήνες: «Και να

μην έχεις πάρει κιλά, γιατί η πράξη δεν μπορεί να τελεστεί». Τον ήθελε κι

αδύνατο… Την ξέρει απ’ εξω την κασέτα. Φυσικό. Εκείνος την έχει ηχογραφήσει.

Όταν την έβγαλε στην αγορά, έπεσε χοντρό παζάρι. Είκοσι μεγάλα έδιναν κύκλοι

από την Εκκλησία, είκοσι πέντε το ένα κανάλι, τριάντα ο αντίπαλος

Μητροπολίτης, τριάντα πέντε το άλλο κανάλι. Σ’ αυτό τη δίνει. Τα παίρνει σε

διακοσάρικα. Εκατόν εβδομήντα πέντε κολλαριστά. Όχι ότι πάνε στην τσέπη του τα

λεφτά. Κατ’ ευθείαν στην Αμερική, στο Μεμόριαλ για την εγχείρηση του πατέρα

του.

Δεν του μίλαγε δέκα χρόνια ο πατέρας του. Από τότε που είχε έρθει κατακόκκινος

από την εκκλησία, κι έτρεμε και κρυβόταν. Τον στριμώχνει εκείνος, αστυνόμος

στο χωριό ήτανε, τα ‘ξερε αυτά. Στο τέλος τού τα λέει όλα. Για τον καλόγερο,

το σκοτεινό δωμάτιο, τα «είσαι γλύκας» τα χάδια, τα φιλιά, όλα, με τις

λεπτομέρειες. Τον σπάει στο ξύλο ο πατέρας του. Μετά δέρνει και τον καλόγερο.

Ύστερα τον διώχνει. Κακήν κακώς. Φεύγει για Αθηνα. Δεκαεπτά χρονώ. Μόνος. Ο

πατέρας, για χρόνια, βαθιά χαραματιά. Μάνα δεν έχει – πεθαμένη στη γέννα.

Γρήγορα μπλέκει στα κυκλώματα. Το τραύμα γίνεται μαχαίρι. Ωραίο παιδί,

θεωρητικό. Βάζει αγγελίες: 090. Τα κάνει όλα, αλλα τη θρησκεία την έχει μέσα

του. Βαθιά σαν κουσούρι – ριζωμένη. Ώσπου σ’ ένα κήρυγμα τον βλέπει ο

Μητροπολίτης στο προαύλιο και στέλνει τον εκ δεξιών του άρον άρον να τον βρει.

Στην αρχή μιλούν για τα «κραταιά ως θάνατος αγάπη» που ξαφνικά αλλάζουν,

στρίβουν, τεντώνονται, τρέχουν ώσπου φτάνουμε στα: «Ο Θεός δεν βλέπει κάτω από

τη μέση» και «παιδαρά μου εσύ, είσαι γλύκας».

Ο παπάς δεν ξέρει το παρελθόν του μικρού. Εκείνος βλέπει μπροστά, το ‘χει

αποφασίσει – ηχογραφεί. Είναι που ο πατέρας του στο μεταξύ αρρωσταίνει άσχημα.

Ειδική πάθηση – ο οργανισμός δεν παράγει αίμα. Ο αιματοκρίτης στα είκοσι και

κάτω. Κάνει μεταγγίσεις κάθε βδομάδα. H μόνη ελπίδα η Αμερική. Έχει λογαριασμό

ανοιχτό με τον πατέρα. Θα τον θεραπεύσει, με τον μόνο τρόπο που ξέρει. Έχει

πλησιάσει από παλιά ανθρώπους που ενδιαφέρονται. Ανθρώπους μέσα από τα

κυκλώματα. Σε λίγο θα τα χρειαστούμε αυτά. Αρχές Φεβρουαρίου κάτι θα σκάσει,

κάτι μεγάλο και θα τρέχει ο Χριστόδουλος και δεν θα φτάνει. Κι η ευκαιρία

έρχεται. Και μαζί τα τριάντα πέντε μεγάλα.

Αλλάζει κανάλι. Και πάλι η φωνή του. «Μα τώρα με καυλ… και με αφήνεις

μπουκάλα» ακούγεται ο Μητροπολίτης. Κι ύστερα τα πάνελ, οι δικηγόροι, οι καλοί

παπάδες, οι κακοί παπάδες. Σκύβει στο τραπέζι, στα χαρτιά. Πρέπει να τα

συμπληρώσει εκείνος, για την κηδεία. Δεν άντεξε ο Γιώργαρος. Έτσι τον έλεγαν

στο χωριό: Ο Γιώργαρος ο αστυνόμος, άντρακλας με τα όλα του. Τα συμπληρώνει

και βάζει υπογραφή. Τα λεφτά είναι ακόμα στον φάκελο. Άθικτα. Θα τα δώσει να

φτιαχτεί η εκκλησία. Στο χωριό. Σαν καινούργια. N’ αστράφτει. Ύστερα πάει στο

εικονοστάσι. Κάθεται απέναντι κι ανοίγει το «Άσμα Ασμάτων». Το αγαπημένο του.

Διαβάζει: «Όλος επιθυμία· ούτος αδελφιδός μου». Και κάνει τον σταυρό του.