Ο ΚΑΚΟΣ ΦΩΤΙΣΜΟΣ στους δρόμους είναι ένας από τους «βασικούς ενόχους» των

θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων που σημειώνονται κάθε χρόνο στην Ελλάδα. Στο

συμπέρασμα αυτό κατέληξαν ερευνητές του Πανεπιστημίου Κρήτης και του

Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ.

Όπως προκύπτει από τα συμπεράσματα της μελέτης, η σοβαρότητα των ατυχημάτων σε

δρόμους στους οποίους ο φωτισμός είναι ανεπαρκής είναι πολύ υψηλότερη (περίπου

3 φορές) σε σύγκριση με αυτή σε δρόμους που είναι φωτισμένοι, για όλη την

εξεταζόμενη περίοδο (1996-2001).

«Τα επίπεδα περιβαλλοντικού φωτισμού κατά τη σύγκρουση είναι ένας από τους

παράγοντες που έχουν «παραμεληθεί»» λέει στα «ΝΕΑ» ο κ. Σωτήρης Πλαΐνης

οπτομέτρης, επιστημονικός συνεργάτης του Βαρδινογιάννειου Εργαστηρίου

Μεταμοσχεύσεων και Μικροχειρουργικής του Οφθαλμού (ΒΕΜΜΟ), στο Πανεπιστήμιο

Κρήτης.

«Αν και είναι σχετικά δύσκολο να γίνει άμεσος συσχετισμός των ατυχημάτων με τη

μειωμένη ορατότητα, είναι γνωστό ότι τη νύχτα παρατηρείται δυσανάλογος αριθμός

ατυχημάτων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι τα ατυχήματα που αφορούν

παρασύρσεις πεζών και ποδηλατιστών μέσα στην πόλη αυξάνονται σημαντικά σε

συνθήκες χαμηλού φωτισμού» συμπληρώνει.

Αυτό που έχει προβληματίσει ιδιαίτερα τους επιστήμονες του Πανεπιστημίου

Κρήτης είναι πως το 2001 σε δρόμους όπου δεν υπήρχε φωτισμός, ένα στα τέσσερα

ατυχήματα ήταν θανατηφόρα.

Μάλιστα, η αναλογία όσον αφορά τη «σοβαρότητα» των ατυχημάτων μεταξύ

φωτισμένων και μη φωτισμένων δρόμων είναι σχεδόν η ίδια και στη Μεγάλη

Βρετανία, η οποία παρουσιάζει τη μικρότερη συχνότητα θανατηφόρων ατυχημάτων

στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

«Τα αντανακλαστικά των οδηγών μειώνονται στο σκοτάδι, ενώ ταυτόχρονα

αλλοιώνεται η αντίληψη της κίνησης, με αποτέλεσμα τα αντικείμενα να φαίνονται

ότι κινούνται πιο αργά από ό,τι στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό είναι πιθανόν ο

οδηγός να υπερεκτιμά την απόσταση ασφαλείας » επισημαίνει ο καθηγητής

Οφθαλμολογίας και Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γιάννη Παλλήκαρης.