APKETA ΧΡΟΝΙΑ τώρα, οι έρευνες της κοινής γνώμης αναδεικνύουν το

φαινόμενο της κρίσης της πολιτικής με τη μορφή της έλλειψης εμπιστοσύνης προς

τα κόμματα, τους πολιτικούς θεσμούς (με κορυφαία τη Βουλή) και τα πολιτικά

πρόσωπα. Αντιθέτως η κοινή γνώμη φαίνεται να περιβάλλει σταθερά με μεγαλύτερη

εμπιστοσύνη μη αιρετά – και κατά τεκμήριο συντηρητικά – σώματα, όπως η

Δικαιοσύνη, ο Στρατός και η Εκκλησία. Ακόμη και το σύστημα ενημέρωσης

συγκεντρώνει βαθμούς εμπιστοσύνης κάπως υψηλότερους από τους πολιτικούς

θεσμούς, που υπόκεινται σε περιοδικό εκλογικό έλεγχο και σε συνεχή δημόσια

κριτική.

ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ημέρες παρακολουθούμε όμως να διαμορφώνεται μία εικόνα

βαθιάς και γενικευμένης κρίσης όχι στο χώρο της πολιτικής, αλλά στο εσωτερικό

χώρων, όπως η Δικαιοσύνη και η Εκκλησία. Το κοινό χαρακτηριστικό των οποίων

είναι ο αξιακός τους λόγος. Το γεγονός ότι ενεργούν στο όνομα κρίσιμων αξιών

όπως η Δικαιοσύνη ως έννοια και η σωτηρία του εκπεσόντος ανθρώπου.

ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ η κρίση της πολιτικής αξιοπιστίας βασίζεται σε στοιχεία πολύ

πιο απλά και πεζά, όπως η αδυναμία αντιμετώπισης των αναγκών της

καθημερινότητας, οι δυσλειτουργίες του κράτους, οι ανεπάρκειες και οι αστοχίες

επιμέρους κρατικών πολιτικών σε τομείς όπως η ανεργία, το εκπαιδευτικό σύστημα

ή το σύστημα υγείας. Γι’ αυτό η συζήτηση για την κρίση της πολιτικής

εκτονώνεται μέσα από την απλή και βασική δημοκρατική διαδικασία, που είναι η

ψήφος των πολιτών στις βουλευτικές εκλογές. Βέβαια, η εκλογική αντοχή του

κομματικού συστήματος που βασίζεται στην ύπαρξη δύο μεγάλων πολυσυλλεκτικών

κομμάτων εξουσίας δεν πρέπει να μας κάνει να παραγνωρίζουμε τα προβλήματα

ουσιαστικής κοινωνικής νομιμοποίησής του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι

μηχανισμοί de facto εκπροσώπησης της κοινωνίας, όπως ο δημοσιογραφικός ή ο

εκκλησιαστικός λόγος να διεκδικούν και να αποκτούν μεγαλύτερη εγκυρότητα από

τον πολιτικό λόγο.

Θεσμοί και πρόσωπα

ΠΟΛΛΟΙ πιστεύουν ότι το πρόβλημα των θεσμών είναι η ηθική υπόσταση και

η αντοχή των προσώπων που τους στελεχώνουν. Σίγουρα αυτό είναι ένα σοβαρό

στοιχείο που βλέπουμε ότι ισχύει όχι μόνο για τους πολιτικούς, αλλά και για

όλους τους κρατικούς (π.χ. τους δικαστικούς) και τους κοινωνικούς (π.χ. τους

εκκλησιαστικούς) θεσμούς. Ο ρόλος των προσώπων είναι πράγματι καθοριστικός και

η εμπιστοσύνη που αυτά εμπνέουν ή δεν εμπνέουν ορθά λειτουργεί ως σημαντική

παράμετρος. Αυτό όμως δεν είναι ούτε επαρκές ούτε θεμελιώδες στοιχείο του

συστήματος θεσμικής οργάνωσης μιας κοινωνίας. Οι θεσμοί υπάρχουν ακριβώς γιατί

δεν αρκεί το ηθικό κύρος και η καλή πρόθεση των προσώπων. Οι θεσμοί

διαμορφώθηκαν ιστορικά, ακριβώς για να αποπροσωποποιηθούν οι βασικές

κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Διαμορφώθηκαν ως εγγύηση απέναντι στην

ισχυρή πιθανότητα ανεπάρκειας ή παρέκκλισης των προσώπων.

Χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας

H ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ως ιερός θεσμός, προφανώς υπερβαίνει και υπερκαλύπτει την

προσωπική ανεπάρκεια και τις αμαρτίες των κληρικών της, ακόμη και του συνόλου

των επισκόπων της στο πλαίσιο ενός συνοδικού συστήματος διοίκησης. Αυτή είναι

όμως μια εκκλησιολογική προσέγγιση που δεν γίνεται αντιληπτή από την κοινή

γνώμη, η οποία διέπεται από κριτήρια διαφορετικά από αυτά του πληρώματος της

Εκκλησίας με την θεολογική έννοια του όρου. H θρησκεία και ιδίως η Ορθοδοξία

δεν είναι μία εκκοσμικευμένη ηθική. Γίνεται όμως δυστυχώς έτσι αντιληπτή από

μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, γιατί αυτή η αντίληψη μεταδίδεται διαρκώς και

από τον επίσημο εκκλησιαστικό λόγο. Τώρα αυτό λειτουργεί αυτοδεσμευτικά και

καταλυτικά. Χρειάζεται συνεπώς αξιόπιστη απάντηση και στα δύο αυτά επίπεδα στα

οποία γίνεται αντιληπτή η Εκκλησία από την κοινωνία. H απάντηση αυτή τώρα

μπορεί να δοθεί μέσα από μία νέα οριοθέτηση, δηλαδή μέσα από τον

αμοιβαία επωφελή χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας. Αυτός θα θεμελιωθεί στο

άρθρο 13 Συντ. που επιβάλλει την πλήρη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα και

δεν αντιβαίνει στο άρθρο 3, το περιεχόμενο του οποίου είναι πολύ διαφορετικό

από αυτό που συνήθως του αποδίδεται.

Ποιο μοντέλο δικαστή;

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ είναι το ζήτημα της Δικαιοσύνης. Εκεί το πρόβλημα είναι η

νόμιμη λειτουργία των κρατικών θεσμών. Το συνταγματικό κράτος δικαίου

περιβάλλει τους δικαστικούς λειτουργούς με μεγάλες εγγυήσεις προσωπικής και

λειτουργικής ανεξαρτησίας. Τους περιβάλλει δηλαδή με μεγάλη εμπιστοσύνη και

τους αναθέτει τεράστια κρατική εξουσία. Το Σύνταγμα εμπιστεύεται την κατά

συνείδηση κρίση του δικαστή, αλλά όχι μία δικαστική συνείδηση διαμορφωμένη

αυθαίρετα, με κριτήρια ιδεοληπτικά ή αφανή. Γι’ αυτό έχουν σημασία θεσμοί,

όπως η δημοσιότητα των δικών και η πλήρης αιτιολογία των αποφάσεων.

Όλη συνεπώς αυτή η κρίση στη Δικαιοσύνη δεν πρέπει να αναδείξει ένα μοντέλο

δικαστή φοβισμένου, υποτεταγμένου στους πειθαρχικούς του

προϊσταμένους, επιτηδευμένα συντηρητικού και αυστηρού,

προκειμένου να αποφύγει την κριτική και τον έλεγχο. Όσο κακό είναι ο

χρηματισμός και η χαριστική μεταχείριση προσώπων, άλλο τόσο κακό είναι να

κινείται ο δικαστής με βάση κοινωνικά στερεότυπα και ηθικολογικές εμμονές που

παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου

ή με κίνητρα προσωπικής προβολής και κοινωνικής δημαγωγίας.

Διέξοδος στη Δημοκρατία

ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ βέβαια, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα είναι ότι αυτή η διάχυτη

κρίση μετατρέπει όλα τα θέματα, όπως η κατάσταση στη Δικαιοσύνη, η κατάσταση

στην Εκκλησία, οι όροι άσκησης του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, σε θέματα

κατ’ εξοχήν πολιτικά. Άρα συντελείται μία ενδιαφέρουσα αντιστροφή. H θεωρία

του αυτοελέγχου και της αυτοκάθαρσης δεν φαίνεται πειστική και επαρκής. Το

τελευταίο καταφύγιο για τον απειλούμενο πολίτη μπορεί να είναι η Δικαιοσύνη

και για τον άνθρωπο με υπαρξιακές ανάγκες η πίστη και η θρησκεία. Το

τελευταίο καταφύγιο όμως για την κοινωνία των πολιτών είναι η πολιτική,

δηλαδή η δημοκρατία, μέσω των αντιπροσωπευτικών θεσμών με κορυφαία

τη Βουλή. Αυτούς άλλωστε μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά, αλλά και

οργανωμένα οι πολίτες. Όλοι οι άλλοι κοινωνικοί και κρατικοί θεσμοί μπορεί να

επηρεάζονται από τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, δεν διαμορφώνονται όμως οι

ίδιοι μέσα από την πολιτική και περιοδική έκφραση της βούλησης του εκλογικού

σώματος.

***

TA ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ κρίσης και αναξιοπιστίας που διαχέονται την περίοδο αυτή,

δημιουργούν μία αίσθηση κοινωνικής ανομίας. Την αίσθηση μιας κοινωνίας που δεν

υπακούει σε κανόνες και άρα δεν έχει όρια συμπεριφοράς. Ένα σύγχρονο

δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης πρέπει να έχει όμως την ικανότητα να

ανακόψει αυτή την κατάσταση και να πείσει τους πολίτες ότι μόνον οι

δημοκρατικοί πολιτικοί θεσμοί μπορούν να δώσουν λύσεις, που υπερβαίνουν την

αμηχανία και την μιζέρια των χαμηλών προσδοκιών. Κατά τον τρόπο αυτό μία

αίσθηση κοινωνικής ανομίας μπορεί να λειτουργήσει ως ευκαιρία και ως πρόκληση

για την υπέρβαση της κρίσης της πολιτικής.