H δρ Δάφνη Σοάρες είναι νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και

τρέφει μεγάλη αδυναμία στα είδη κοροκοδείλων και ιδιαίτερα στους αλιγάτορες.

Τους βρίσκει όμορφους, κομψούς, αλάνθαστους παρατηρητές, ενίοτε γκαφατζήδες.

Επιπλέον πιστεύει ότι βρίσκονται μονίμως στην τσίτα και θέλουν να ξέρουν ποιος

βρίσκεται και τι κάνει γύρω τους. Πρόσφατα η κ. Σοάρες ανακάλυψε ότι οι

αλιγάτορες έχουν και μια… έκτη αίσθηση.

H Αμερικανίδα επιστήμων Δρ. Δ. Σοάρες εκφράζει τη βεβαιότητα ότι τα μυστηριώδη

εξογκώματα που υπάρχουν σε ορισμένα είδη κροκοδείλων γύρω από τα σαγόνια ή

κατά μήκος του σώματός τους είναι αισθητήρια όργανα τα οποία με μεγάλη

μαεστρία έχουν αναπτυχθεί στο σώμα τους ώστε να βοηθούν την αντιληπτική

ικανότητα του ζώου που βρίσκεται μισοβυθισμένο στο νερό περιμένοντας να

επιτεθεί στη λεία του. Τα εξογκώματα αυτά, εξηγεί στην εφημερίδα «The New York

Times» η Αμερικανίδα επιστήμονας, είχαν παρατηρηθεί στο απώτερο παρελθόν χωρίς

όμως να κατανοηθεί ο ρόλος τους.

Αυτές οι σφαιρικές μάζες περιέχουν δέσμες νευρικών ινών οι οποίες είναι ικανές

να ανταποκρίνονται ακόμη και στην πιο μικρή διαταραχή του επιφανειακού

στρώματος του νερού επιτρέποντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στον αλιγάτορα να

προσδιορίσει την ταυτότητα του δυνητικού του γεύματος, είτε είναι ψάρι είτε

ερωδιός είτε ελαφάκι που πίνει νερό.

Για 230 εκατ. χρόνια. Το αισθητήριο αυτό σύστημα αποτελεί ένα ακόμη

χαρακτηριστικό της επιδεξιότητας που διακρίνει αυτή την πανάρχαια φυλή. Τα

κροκοδειλοειδή έχουν καταφέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να επιβιώσουν στη

Γη επί 230 εκατομμύρια χρόνια. Ο δρ Πέραν Ρος, ειδικός στους κροκοδείλους και

καθηγητής Οικολογίας της Άγριας Ζωής στο Πανεπιστήμιο της Φλόριντα, παρατηρεί

ότι «οι αρχαίοι κροκόδειλοι είχαν βασικά τον ίδιο σωματότυπο που παρατηρούμε

και σήμερα, προφανώς επειδή αποδεικνύεται ότι δουλεύει μια χαρά».

Κάτω από το φολιδωτό τους έλυτρο υπάρχει μια ακόμη επίστρωση θωράκισης που

αποτελείται από διαδοχικές επικαλυπτόμενες οστέινες ουσίες που είναι σκληρές

και ευλύγιστες. Και κάτω από αυτό το απροσπέλαστο στρώμα βρίσκεται το

ανοσοποιητικό σύστημα.

Ο κροκόδειλος κυλιέται σε λασπωμένες τρύπες, σε λιμνοθάλασσες και σε άλλες

περιοχές που βρίθουν από μικροβιακούς πληθυσμούς. Μάλιστα μπορεί να υποφέρει

το πιο οδυνηρό είδος τραυματισμού, όπως ακρωτηριασμό, σχίσιμο στην κοιλιακή

χώρα, διάτμηση της κάτω σιαγόνας χωρίς να χύσει ούτε ένα… κροκοδείλιο δάκρυ.

«Οι κροκόδειλοι έχουν φοβερή αντοχή στις βακτηριακές μολύνσεις» λέει ο δρ Ρος.

«Το είδος του πλήγματος που θα είχε προκαλέσει στον ανθρώπινο οργανισμό

σηψαιμία, για τον κροκόδειλο δεν δείχνει να είναι σοβαρή ενόχληση». Αυτή η

ανοσοποιητική «ασυδοσία» έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον ερευνητών στο

Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς που εξετάζουν τη σύσταση και τις ιδιότητες του

αίματος του κροκόδειλου ελπίζοντας να παρασκευάσουν καινούργια αντιβιοτικά

φάρμακα.

H δρ Δάφνη Σοάρες, που είναι νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ,

κρατάει ένα έμβρυο αλιγάτορα

Στον Νείλο. Ο δρ Τζορτζ Αμάτο, που είναι γενετιστής στην Εταιρεία

Προστασίας της Άγριας Ζωής, λέει ότι οι κροκόδειλοι δεν μπορούν να

παρομοιαστούν με μεγάλες σαύρες. Μαζί με συναδέλφους του βρίσκεται κοντά στο

σημείο να δημοσιοποιήσει ότι ο επονομαζόμενος κροκόδειλος του Νείλου, που

είναι φημισμένος σε όλη την Αφρική σαν γιγαντιαίο σαρκοβόρο, ίσως τελικά να

μην συνιστά ένα συγκεκριμένο γένος, όπως επί μακρόν πιστευόταν, αλλά δύο

διαφορετικά. Ένα που ζει στην Ανατολική Αφρική και τη Μαδαγασκάρη και ένα άλλο

στην Κεντρική και Δυτική Αφρική.

Οι δύο πληθυσμοί μοιάζουν σχεδόν ίδιοι. Φαίνεται να έχουν το ίδιο βαρύ και

αιχμηρό ρύγχος που τους διαφοροποιεί από το αμβλύ ρύχγος του αλιγάτορα, τα

ίδια δόντια στο κάτω σαγόνι που είναι ευδιάκριτα ακόμη και όταν είναι κλειστό

το στόμα, όμως παρ’ όλα αυτά τα DNA τους είναι τόσο διαφορετικά που

ενδεχομένως να έχουμε να κάνουμε με δύο είδη που δεν είναι ούτε καν στενοί

συγγενείς, σύμφωνα με τον δρα Αμάτο.

H ομάδα του Αμάτο θέλει να ξεκαθαρίσει ποιος είναι ο αληθινός κροκόδειλος του

Νείλου και γι’ αυτό σκοπεύει να λάβει δείγματα DNA από μουμιοποιημένο

κροκόδειλο από την εποχή της αρχαίας Αιγύπτου και να κάνει τις σχετικές

συγκρίσεις.

Πιο κοντά στα πουλιά…

Ο δρ Τζον Θόρμπγιαρνσον, από το παράρτημα της Εταιρείας για τη Διατήρηση της

Άγριας Ζωής του Ζωολογικού Κήπου Μπρονξ της Αμερικής, λέει ότι οι κροκόδειλοι

σχετίζονται περισσότερο με τα πουλιά παρά με τα φίδια, τις ινγκουάνες ή άλλα

ερπετά. «Για παράδειγμα, τα περισσότερα φίδια και σαύρες έχουν καρδιά με τρεις

μόνο κοιλότητες όπου εισρέει και εκρέει το πλούσιο σε οξυγόνο ή

απεμπλουτισμένο από οξυγόνο αίμα, ενώ οι κροκόδειλοι και τα πουλιά έχουν

παρόμοια καρδιακή διάταξη στην οποία τέσσερις κοιλότητες και βαλβίδες

ρυθμίζουν την οξυγόνωση της ροής του αίματος. Ο δρ Πέραν Ρος προσθέτει μάλιστα

ότι οι κροκόδειλοι «φτιάχνουν φωλιές, επωάζουν τα αυγά τους και τα

προστατεύουν, όπως κάνουν τα πουλιά».

Επιμέλεια: Στέφανος Κρίκκης, Εύη Ελευθεριάδου