Στο στόχαστρο επώνυμων ξένων αλυσίδων βρίσκεται η ελληνική αγορά γυμναστηρίων,

η οποία μαζί με αυτήν των κέντρων αισθητικής πραγματοποιεί ετήσιο τζίρο που

φθάνει το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν των 350 εκατ. ευρώ (μόνο τα γυμναστήρια

παρουσιάζουν τζίρο 170 εκατ. ευρώ). Με όπλα την τεχνογνωσία και το όνομά τους,

αλλά και Έλληνες συνεργάτες, οι ξένες πολυεθνικές επιχειρούν σε πρώτη φάση να

διεισδύσουν στις μεγάλες πόλεις της χώρας, ενώ για την εγκατάσταση των κέντρων

τους προτιμούν πολυσύχναστες περιοχές και ειδικότερα μεγάλα εμπορικά και

ψυχαγωγικά κέντρα. H συνταγή της επόμενης κίνησης είναι γνωστή: αποκτώντας την

απαραίτητη εταιρική φήμη θα επιχειρήσουν να «κλέψουν», μέσα από τη μέθοδο των

καταστημάτων franchise, το μεγαλύτερο μέρος της πελατείας των περίπου 2.500

γυμναστηρίων που δραστηριοποιούνται σήμερα στην Ελλάδα.

Οι δύο πολυεθνικές

Ήδη στην ελληνική αγορά έχουν κάνει την εμφάνισή τους οι πολυεθνικές Holmes

Place Health Clubs και Joe Weider.

Για την Holmes Place και τους Έλληνες συνεταίρους της, την επενδυτική εταιρεία

Έικον Capital, από τις πρώτες κινήσεις επέκτασης των δραστηριοτήτων τους στην

Ελλάδα ήταν να αποκτήσουν έδαφος σε μεγάλα εμπορικά και ψυχαγωγικά πάρκα και

προς το παρόν φαίνεται να τα καταφέρνουν καλά. Ήδη έχουν εγκατασταθεί στο

εμπορικό κέντρο Αίθριο στο Μαρούσι, ενώ έχουν κλείσει χώρους 3.000 τ.μ. στο

εμπορικό κέντρο που δημιουργείται στο μέγαρο του ΜΤΣ (Σταδίου και

Πανεπιστημίου).

Πόδι στην Ευρώπη

Προς το παρόν πάντως, η αγορά fitness βρίσκεται υπό τον έλεγχο εταιρειών

ελληνικών συμφερόντων. Μία από αυτές, η Δυναμική Ζωής (Universal Studios),

επιχειρεί να διεισδύσει και στις δύσκολες αγορές της Δυτικής Ευρώπης.

Πρόσφατα η συγκεκριμένη εταιρεία, η οποία είναι εισηγμένη και στη Νέα

Χρηματιστηριακή Αγορά, ενέταξε στο δυναμικό της έξι γερμανικά γυμναστήρια, τα

οποία θα προσφέρουν στους πελάτες το διεθνές πρόγραμμα γυμναστικής Being Best,

που σχεδιάστηκε από στελέχη της ελληνικής εταιρείας.

Στόχος της εταιρείας είναι να εντάξει στο δυναμικό της με τη μέθοδο του

franchise 100 γερμανικά γυμναστήρια, ενώ συμφωνίες για το παραπάνω πρόγραμμα

έχουν συναφθεί και με γυμναστήρια από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Συνολικά στην ευρωπαϊκή αγορά, η Δυναμική Ζωής στοχεύει να αποκτήσει τον

έλεγχο περίπου 1.000 γυμναστηρίων, ενώ παράλληλα φλερτάρει και με την αγορά

των Ηνωμένων Πολιτειών στην οποία σχεδιάζει να πωλήσει την τεχνογνωσία που

έχει αναπτύξει.

H αμιγώς ελληνικών συμφερόντων εταιρεία Corpus προτιμά, προς το παρόν

τουλάχιστον, να δραστηριοποιείται στην αγορά fitness με δικά της γυμναστήρια,

αποφεύγοντας έτσι τους κινδύνους που εγκυμονεί η μέθοδος του francise.

H αγορά γυμναστηρίων

Στην Ελλάδα λειτουργούν σήμερα 2.500 γυμναστήρια και άλλα τόσο κέντρα

αισθητικής, αλλά παρά τον κατακερματισμό της αγοράς το μεγαλύτερο κομμάτι της

«πίτας» βρίσκεται στα χέρια μερικών εκατοντάδων εταιρειών.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών της αγοράς, τόσο ο κλάδος των γυμναστηρίων όσο

και ο συγγενής κλάδος των ινστιτούτων αισθητικής και αδυνατίσματος ακολουθούν

τις τάσεις συγκεντροποίησης που παρατηρούνται και στους υπόλοιπους κλάδους της

ελληνικής οικονομίας.

Ήδη τα μεμονωμένα κέντρα γυμναστικής, αδυνατίσματος και αισθητικής χάνουν

έδαφος, το οποίο κερδίζουν ισχυρά εμπορικά ονόματα που αναπτύσσονται στις

μεγάλες πόλεις της χώρας με τη μέθοδο της δικαιόχρησης (franchise).

«Έκρηξη» λόγω τηλεόρασης

Το επιχειρηματικό ενδιαφέρον για τον κλάδο των γυμναστηρίων ήταν μικρό

τουλάχιστον μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1990, καθώς ο μέσος αριθμός

των πελατών τους δεν ξεπερνούσε τα 127 άτομα ανά γυμναστήριο.

H «έκρηξη» της αγοράς γυμναστηρίων άρχισε με την απελευθέρωση της ελληνικής

τηλεόρασης, μέσω της οποίας η γυμναστική μπήκε στα σπίτια των περισσότερων

Ελλήνων.

Όπως εκτιμούν στελέχη της αγοράς, σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού

πληθυσμού εκδηλώνει κατά καιρούς την πρόθεσή του να εγγραφεί σε γυμναστήριο

και να ασχοληθεί με τη γυμναστική.

Κέντρα αισθητικής

H ανάπτυξη της αγοράς των κέντρων αισθητικής-αδυνατίσματος ξεκίνησε στις αρχές

της δεκαετίας του 1980 και συνεχίστηκε με ρυθμούς που το 1998 ξεπέρασαν το

11%.

Ο συνολικός τζίρος μόνο αυτής της αγοράς υπολογίζεται στα 180 εκατ. ευρώ και

σύμφωνα με στοιχεία της ICAP τα 250-300 κέντρα από τα 3.500 ελέγχουν 75% έως

85% του συνολικού κύκλου εργασιών της αγοράς.