Κλεονίκη Τζιρή, πρωταθλήτρια

Ονειρεύομαι παγωτό παρφέ. Σοκολάτα, με σαντιγί και σιρόπι βύσσινο. Ξέρω πως

δεν θα το φάω, αν δεν τελειώσουν οι Αγώνες. Το ονειρεύομαι, όμως, κάθε βράδυ.

Βουτάω το δάχτυλο στο κύπελλο, η γλύκα του γαργαλάει το στόμα. Ξυπνάω απότομα,

μόλις πάω να το καταπιώ.

Με λένε Νίκη (από Κλεονίκη, που ήταν της γιαγιάς μου). Έχω ύψος 1,65 μ. και

ζυγίζω σαράντα τρία κιλά. Σαράντα τρία κιλά, ακριβώς. Στη ρυθμική πρέπει να

είσαι αδύνατη. Έχω να φάω παγωτό από τους προηγούμενους Ολυμπιακούς. Είχα

παραπατήσει στην έξοδο, όχι πολύ, αλλά φάνηκε. Το έδειξαν τρεις φορές στην

επανάληψη. H Λευκορωσίδα δεν παραπάτησε. Πήρε το χρυσό. Εγώ πήρα το χάλκινο,

κι ας ήμουν φαβορί.

Πλάνταξα στο κλάμα. Όχι μπροστά στις κάμερες, βέβαια. Μόνη μου, στο δωμάτιο. H

προπονήτρια μου έφερε το παγωτό. Είπε πως, αφού τελείωσαν οι Αγώνες,

επιτρέπεται. Κάθησε δίπλα μου στο κρεβάτι και με κοιτούσε που το έτρωγα.

Είμαι δεκαεπτά χρόνων: αυτοί είναι οι τελευταίοι μου Ολυμπιακοί. H τελευταία

ευκαιρία για το χρυσό. Μετά, δεν ξέρω τι θα κάνω. Μπορεί ν’ ανοίξω

γυμναστήριο. Μπορεί να γίνω προπονήτρια. Μπορεί να σπουδάσω, αμέ. Γιατί να μη

σπουδάσω;

H μαμά περιμένει πως σε λίγα χρόνια θα παντρευτώ. Θέλει να γίνει γιαγιά. Το

ονειρεύεται, όπως εγώ ονειρεύομαι τα παγωτά. Από τότε που κατέβηκα στην Αθήνα,

βλεπόμαστε αραιά. H προπονήτρια το ξεκαθάρισε: οι εγκαταστάσεις ήταν στην

Αθήνα, έπρεπε να πάω εκεί.

Έφυγα έντεκα χρόνων. H μαμά ήξερε πως ήταν για το καλό μου, αλλά έκλαιγε. Και

στο τηλέφωνο έκλαιγε και ρωτούσε αν τρώω καλά. Μου έστελνε τάπερ με γεμιστά

και παστίτσιο με χοντρό μακαρόνι, που μου άρεσε. Ποτέ δεν μου τα έδωσαν.

Ακολουθούσα ειδική διατροφή κι έπαιρνα τα χάπια μου, καθημερινά.

Δεν έχω περίοδο. Καμία στην ομάδα δεν έχει. Μπορεί να φταίνε τα λίγα κιλά,

μπορεί τα χάπια. H αθλητίατρος δεν απαντά, όταν την ρωτάμε. Λέει χαμογελαστά

πως πρέπει να μας νοιάζει το χρυσό. Για τα υπόλοιπα, θα συζητήσουμε μετά τους

Ολυμπιακούς.

Δεν το έχω πει στη μαμά, ντρέπομαι. Ούτε για τα χάπια της έχω πει. Της λέω

μόνο ότι παίρνω βιταμίνες. H μαμά με βλέπει πιο πολύ στην τηλεόραση παρά από

κοντά. Νομίζει πως περνάω σαν σε σινεμά. Δεν ξέρει.

Μου έχουν τάξει εκατόν τριάντα εκατομμύρια, αν πάρω το χρυσό. Εκατόν τριάντα

εκατομμύρια δραχμές, δεν θυμάμαι πόσα ευρώ είναι. Θα ξεχρεώσουμε το σπίτι στα

Μουδανιά, θα αγοράσω δικό μου στη Θεσσαλονίκη. Θα πάω σε ακριβούς γιατρούς.

Στη Μαριλένα είπαν πως μπορεί να μείνει έγκυος με εξωσωματική. Ίσως τα

καταφέρω κι εγώ.

Δεν έχω φίλες, κανονικές φίλες, όπως είχα στο Δημοτικό. Με τα κορίτσια είμαστε

κάθε μέρα μαζί, μιλάμε για ασκήσεις, για μακιγιάζ, για αγόρια,

κουτσομπολεύουμε την προπονήτρια. Αλλά δεν είναι το ίδιο. Στην Αθήνα δεν είμαι

όπως ήμουν στα Μουδανιά. Στα Μουδανιά έκανα ό,τι ήθελα. Εδώ κάνω μόνο ό,τι

πρέπει.

Μαριάννα Χαρίτου, προπονήτρια εθνικής ομάδας ρυθμικής γυμναστικής

Μπορεί να πάρει το χρυσό, το ξέρω και το ξέρει. Είναι η τελευταία της

ευκαιρία, στην επόμενη Ολυμπιάδα θα είναι μεγάλη πια. Διάλεξα μπιτάτη μουσική

για το πρόγραμμά της. Ακόμα της αρέσει. Την σιγοψιθυρίζει, όταν πλένει τα

δόντια της. Φοβόμουν ότι θα την σιχαθεί, αλλά όχι. Δεν ήθελε με τίποτα

τραγούδι, οι στίχοι τής αποσπούν την προσοχή, ενώ με τα μπιτάκια απομονώνεται.

Είναι περίεργο παιδί, κοιμάται με την κορδέλα της προπόνησης κάτω από το

μαξιλάρι. H Μαριλένα είχε τον Πούφι, το αρκουδάκι της. Οι άλλες έχουν τα

γουόκμαν και τα κινητά. H Νίκη έχει την κορδέλα της. Λες και αυτή της φέρνει

τα όνειρα.

Όλες τους έχουν παραξενιές και ψωναρίαση, είναι φυσικό. Έχουν αναβάλει τη ζωή

τους για αργότερα. Ζούνε με αυστηρό πρόγραμμα. Τόσα ταξίδια, και το μόνο που

έχουν δει είναι αεροδρόμια και γυμναστήρια. Τα πέρασα κι εγώ, και ξέρω. Γι’

αυτό μπορώ να είμαι σκληρή. Πρέπει να είμαι σκληρή. Μην τις βλέπεις

εύθραυστες, αντέχουν. Δεν φτάνεις έως εδώ, αν δεν είσαι κωλοπετσωμένη.

Μη σε ξεγελούν τα χαμόγελα, δεν αγαπιούνται. Έχουν ανάγκη η μια την άλλη στο

ομαδικό, γι’ αυτό δεν δείχνουν τα νύχια τους. Έπρεπε να τις δεις στο Σίδνεϊ. H

Νίκη παραπάτησε. Γίνονται αυτά, το ξέρω. Εκείνες όμως δεν συγχωρούν. Δεν έχασε

μόνο την πρωτιά στην κορδέλα. Την επόμενη ημέρα, τις χαντάκωσε στο ομαδικό.

Κάτι της έβαλαν στην ασημί σκιά, τρεις ημέρες τα μάτια της ήταν τούμπανο, λες

και τα φίλησε κόμπρα. H αθλητίατρος κατάλαβε αμέσως τι έτρεχε. Δεν ήταν πρώτη

φορά.

Βέρα Τζιρή, μαμά της Κλεονίκης

Την είδα πάλι χθες στη διαφήμιση. Αδύνατη σαν κλαράκι. Εγώ να μαγειρεύω στου

Καρά για τους ξένους και το παιδάκι μου να τρώει ξασμένα μαρουλόφυλλα και

βιταμίνες. Την βάφουν πολύ, της το είπα στο τηλέφωνο. Δεκαεπτά χρόνων κορίτσι

και να γυρνάει σαν το καρναβάλι… Θα χαλάσει το μούτρο της.

Μου λείπει, εγώ το ξέρω πόσο μου λείπει. Πρωτάρικο παιδί, όλοι το έλεγαν. Τώρα

την βλέπουμε στην τηλεόραση. Μαζεύεται η γειτονιά, χειροκροτάμε. Της έχω πει

να φοράει γαλάζιο βρακί. Αφού δεν βάζει το φυλακτό για το μάτι, τουλάχιστον να

φοράει γαλάζιο βρακί, κάτι είναι κι αυτό.

Δεν ζει κι ο πατέρας της, να την καμαρώσει. Όταν φεύγουν όλοι, κάθομαι δίπλα

στη φωτογραφία και του λέω πώς πήγαμε. Να μαθαίνει κι αυτός, εκεί που

βρίσκεται.

Τον χάσαμε πριν από τέσσερα χρόνια, στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ. Πνευμονικό

οίδημα. Σε πέντε λεπτά τελείωσε. Μία ώρα πριν από τον μεγάλο τελικό.

Δεν την πήρα εγώ στο τηλέφωνο, τους φώναζα να την αφήσουν ήσυχη. Αλλά αυτοί

εκεί, να της το πουν. Συγγενείς, σου λέει. Λες και θα άλλαζε τίποτε. Μερικοί

χαίρονται να λένε τα κακά μαντάτα.

Γι’ αυτό παραπάτησε, είμαι σίγουρη. Τον αγαπούσε τον πατέρα της. Δεν του το

έδειχνε βέβαια, έμοιαζαν σ’ αυτό, κρατούσαν κι οι δυο τα λόγια μέσα τους και

πέτρωναν. Άτυχο το παιδί μου, άτυχο. Κανείς δεν θυμάται το χάλκινο. Όλοι

θυμούνται ότι παραπάτησε.

Κλεονίκη Τζιρή, πρωταθλήτρια

Μετράω αντίστροφα. Τριάντα μέρες έως τον τελικό.

Είκοσι εννιά.

Είκοσι οκτώ.

Χθες ονειρεύτηκα τον μπαμπά. Χορεύαμε βαλς. Δεν έχω χορέψει ποτέ βαλς, μόνο σε

ταινίες έχω δει να χορεύουν. Τον κρατούσα αγκαλιά και χορεύαμε. Ήταν τόσο

αληθινό, που πονούσα. Πονούσα, γιατί ήξερα πως ήταν πεθαμένος. Εκείνος όμως

δεν το ήξερε. Χόρευε και μου χαμογελούσε.

Κόπηκε η αναπνοή μου, ξύπνησα.

Έκλαψα, έκλαψα, έκλαψα.

Μόλις ξημέρωσε, πήρα τηλέφωνο τη μαμά. «Είναι καλό όνειρο», είπε. «Σημαίνει

πως ο μπαμπάς βλέπει. Είναι κοντά σου, χαίρεται με τη δική σου χαρά».

Μακάρι να μπορούσα να το πιστέψω.

Μαριάννα Χαρίτου, προπονήτρια εθνικής ομάδας ρυθμικής γυμναστικής

Μου ζήτησε να πάμε νυχτιάτικα στις εγκαταστάσεις των αγώνων. Κρυφά, χωρίς να

το μάθουν οι άλλες. Πρώτη φορά ζήτησε κάτι, δεν μπορούσα να της αρνηθώ.

Πήγαμε.

Έδειξα την κάρτα μου, μπήκαμε. Έψαχνε με το βλέμμα της γύρω-τριγύρω. Βρήκε το

βάθρο και πλησίασε, στάθηκα μακριά της. Έβγαλε τα παπούτσια της πολύ

προσεκτικά, δίπλωσε τις πετσετέ κάλτσες κι ανέβηκε ξυπόλητη. Δηλαδή δεν

ανέβηκε, πήδηξε. Κανονικό σάλτο, σαν αυτό που έχει στο πρόγραμμά της. Διπλή

ανάποδη τούμπα, φιγούρα στον αέρα, προσγείωση. Φοβήθηκα μην γκρεμοτσακιστεί,

αλλά εκείνη πάτησε με χάρη, λες και το νοβοπάν ήταν φτιαγμένο από

φρεσκοπλυμένα πούπουλα. Προσγειώθηκε στη θέση του πρωταθλητή, χαμογελώντας.

«Έξι χρόνια από τη ζωή μου, για το χρυσό. Τελικά, δεν είναι και τόοοσο

σπουδαίο», είπε, όταν μπήκαμε στο αυτοκίνητο. H φωνή της δεν είχε γκρίνια ούτε

παράπονο. «Σκέφτομαι να κουταλιάσω ένα παρφέ, μετά τον τελικό», συμπλήρωσε.

«Με διπλή σαντιγί και σιρόπι βύσσινο. Ένα αποχαιρετιστήριο παρφέ», έκανε.

«Είναι οι τελευταίοι μου Ολυμπιακοί».

«Αυτό το παρφέ είναι κερασμένο από μένα», της είπα γελώντας.

Πάτησα γκάζι. Σε όλη τη διαδρομή γελούσαμε σκανταλιάρικα. Πρώτη φορά την

άκουσα να γελάει. Το σώμα της είχε λυθεί. Πριν ήταν όλο μικρούς κόμπους, που

ξαφνικά ξηλώθηκαν. Τραγουδούσε ένα παλιό βαλσάκι και είχε βγάλει την πατούσα

της από το ανοιχτό παράθυρο.

Μπορεί να πάρει το χρυσό, το ξέρω και το ξέρει.