«Στις παρυφές της μεταπολίτευσης και υπό το κλίμα των διεξαγόμενων δικών

στρατιωτικών και αστυνομικών, ιδρύθηκε η 17N και την πρώτη δημόσια εμφάνισή

της έκανε με την εκτέλεση του Ρίτσαρντ Γουέλς», αναφέρει το σκεπτικό

Το σκεπτικό της απόφασης για την ιστορία της οργάνωσης 17 Νοέμβρη έχει ως

εξής:

Κατά την επτάχρονη δικτατορία (1967-1974) εμφανίσθηκαν στην Ελλάδα πολυάριθμες

αντιστασιακές οργανώσεις, που έδρασαν με πολλούς τρόπους κατά του τυραννικού

καθεστώτος, με ενημερωτικές προκηρύξεις, τοποθετήσεις βομβών και κροτίδων

(περίπου 250 τον αριθμό, βλ. 9η προκήρυξη της E.Ο. 17N, Εκδ. ΚΑΚΤΟΣ σ. 146)

και με κορυφαίες πράξεις, εκείνες της απόπειρας κατά της ζωής του δικτάτορα

Παπαδόπουλου που επιχειρήθηκε από τον Αλέξανδρο Παναγούλη στις 13 Αυγούτου του

1968 και τις μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις της κατάληψης της Νομικής Σχολής και

της εξέγερσης του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973, από την ελληνική

νεολαία.

H Δημοκρατία αποκαταστάθηκε στις 23.7.1974, μέσα στα ερείπια της καταστροφικής

– και χωρίς αποτελεσματική απάντηση – βίαιης de facto διχοτόμησης της Κύπρου.

H νόμιμη εξουσία που επέστρεψε στην Ελλάδα κίνησε τις νομικές διαδικασίες για

την τιμώρηση των «πρωταίτιων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967

(σύμφωνα με τη Συντακτική Πράξη της 3/3.10.1974 και το Δ’ Ψήφισμα της E’

Αναθεωρητικής Βουλής). Τα αρμόδια δικαστικά όργανα (ΣυμβΕφΑθ βούλευμα 414/1975

ΠΧ KE 324 και ΟλΑΠ 684/1974 ΠΧ KE 422) έκριναν ότι η δίωξη για το έγκλημα της

εσχάτης προδοσίας, κατά τις άνω διατάξεις και εκείνη του άρθρου 134 ΠΚ, όπως

ίσχυε τότε, περιορίζεται μόνο στους πρωταίτιους και αφού χαρακτήρισε το

έγκλημα «στιγμιαίο», θεώρησε ότι δεν νοείται συμμετοχική δράση τρίτων στις

πράξεις των πρωταίτιων μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος, ώστε να μην

είναι νομικά δυνατή η δίωξη και τιμωρία όλων των πρωθυπουργών, υπουργών κ.λπ.

κορυφαίων αξιωματούχων της δικτατορικής περιόδου.

Νομική προσέγγιση

Αυτή η καθαρά νομική (μινιμαλιστική εκ των πραγμάτων) προσέγγιση των δικαστών

δεν έγινε αποδεκτή από ομάδες ατόμων, αλλά και μέρος των λαϊκών μαζών, που

εμφορούνταν από «ρεβανσιστικές» διαθέσεις και ήθελαν τη δίωξη και τιμώρηση

ενός ευρύτερου κύκλου προσώπων που στήριξαν με τη στάση τους τη δικτατορία,

καθ’ όλη τη διάρκεια της 7ετίας, παρ’ όλο που η δοθείσα δικαστική λύση

αποτελούσε το προσδόκιμο τέλος μιας, απειλητικής για την εμπέδωση της

ομαλότητας, αλυσίδας πολυπρόσωπων, καθημερινών και πολυετούς διάρκειας

δικαστικών διαδικασιών. Όμως κατ’ αποτέλεσμα, σχεδόν το σύνολο των

διαφωνούντων αρκέσθηκε σε μερικές μεμονωμένες δηλώσεις και τη διατύπωση

γραπτών αντιρρήσεων σε διάφορα κείμενα.

H πρώτη εμφάνιση

Στις παρυφές της μεταπολίτευσης και υπό το γενικό κλίμα διεξαγόμενων δικών

στρατιωτικών και αστυνομικών, που είχαν χαρακτηρισθεί ως «βασανιστές», αλλά

και υπό θρυλούμενων ότι επίκειται η εκδήλωση στρατιωτικών πραξικοπημάτων

(εκδηλώθηκε μάλιστα το λεγόμενο «της πυζάμας»), ιδρύθηκε στην Ελλάδα η

«Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη», η οποία έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή

της στις 24.12.1975, με την προκήρυξη υπ’ αριθ. 1.

H πρώτη εγκληματική της ενέργεια αφορούσε την εκτέλεση του Αμερικανού Richard

Welch, τον οποίο οι συντάκτες της 1ης προκήρυξης εξατομίκευαν ως τον σταθμάρχη

της CIA στην Ελλάδα. H προκήρυξη απέδιδε όλα τα δεινά των τελευταίων δεκαετιών

στον «αμερικανικό ιμπεριαλισμό», που η Ελληνική Κυβέρνηση και τα κόμματα

αντιμετωπίζουν ατελέσφορα, αν μη υποκριτικά, βοηθούμενα και από τη Δικαιοσύνη

που απαλλάσσει 104 υπουργούς της χούντας και αθωώνει τους «βασανιστές»

αστυνομικούς. H παρούσα ενέργεια, συνεχίζει η προκήρυξη, συνιστά την απάντηση

με «λαϊκή επαναστατική βία», ως τη μόνη υπολογίσιμη λύση για να φύγουν οι

ξένες βάσεις και αποστολές και να σταματήσει η εξάρτηση. Και καταλήγει η

προκήρυξη στην απόφαση της οργάνωσης να εκτελέσει «παραδειγματικά» τον εν λόγω

Αμερικανό αξιωματούχο. Συμπληρωματικά, η οργάνωση 17N εξέδωσε τη 2η προκήρυξή

της με τίτλο «Ανακοίνωση προς τον Τύπο», όπου επιτίθεται με δριμύτητα κατά του

Τύπου, της κυβέρνησης και των πολιτικών κομμάτων, επισημαίνει την προσεκτική

εκτέλεση του επιλεγέντος στόχου (όχι χειροβομβίδα, βόμβα ή ριπή), ώστε να μην

κτυπηθούν αθώα θύματα (ιδία ο οδηγός του Welch, άποψη που βραδύτερα, βλ.

Βελούτσο, φαίνεται να μεταβλήθηκε).

H δεύτερη ενέργεια της οργάνωσης 17N ήταν η δολοφονία του αστυνόμου Ευάγγελου

Μάλλιου, που υπηρετούσε στο IB’ A/T περιοχής Π. Φαλήρου. Δολοφονήθηκε από μέλη

της οργάνωσης (έναν άνδρα και μια ξανθιά γυναίκα που παρίσταναν, για

παραπλάνησή του, ερωτικό ζεύγος σε περίπτυξη), καθ’ ον χρόνον επέστρεφε πεζός

στο σπίτι του στις 22.15 ώρα τής 14.12.76. Στην προκήρυξή της η E.Ο. 17N

χαρακτηρίζει τη δολοφονία ως «παραδειγματική» «εκτέλεση του αρχιβασανιστή

Μάλλιου», λόγω της προβαλλόμενης «ατιμωρησίας» που έδειξε η Δικαιοσύνη στα

εγκλήματα των «βασανιστών» της δικτατορίας, χαρακτηρίζει τη θανάτωση του

Αλέκου Παναγούλη όχι ως ατύχημα (της επίσημης εκδοχής), αλλά ως δολοφονία

συγκαλυμμένη και επαναλαμβάνει τους «αντιιμπεριαλιστικούς» σκοπούς της

οργάνωσης κατά των «ΗΠΑ και των ντόπιων συνεργατών τους», προσδίδοντας η

οργάνωση στον εαυτό της την αρμοδιότητα, ως μόνου οργάνου, στο οποίο τελικώς

«θα λογοδοτήσουν οι βασανιστές».

H προκήρυξη

H 4η προκήρυξη (μακροσκελέστατη πράγματι) που είδε το φως της δημοσιότητας τον

Απρίλιο του 1977, αφορά «απάντηση σε κόμματα και οργανώσεις» και στην οποία οι

συντάκτες της ισχυρίζονται: Ότι η συντριπτική πλειονότητα του λαού

επιδοκιμάζει τη χρησιμοποίηση «ένοπλης λαϊκής βίας» ενάντια στους φορείς τής

αντιλαϊκής βίας, αφού «πανηγύριζε» για τη θανάτωση του Μάλλιου.

Ότι πλατιά λαϊκά στρώματα «ξεφεύγουν από τον έλεγχο των κομμάτων», αφού τα

τελευταία έπεσαν στη λογική της «απομαζικοποίησης» του αριστερού κινήματος και

αποκηρύσσουν τις δυναμικές λαϊκές ενέργειες, ενώ απέδειξαν ότι και κατά τον

χρόνο της κήρυξης της δικτατορίας δεν είχαν καμία υποδομή ένοπλης αντίδρασης,

σήμερα δε επίτηδες τα αριστερά κόμματα είναι πολυδιασκορπισμένα, ώστε να

αποφευχθεί μια σίγουρη νίκη τους και η μετέπειτα βίαιη σύγκρουση με το

κατεστημένο (όπως λ.χ. έγινε με τον Αλιέντε στη Χιλή). H προκήρυξη

χαρακτηρίζει τις δυτικού τύπου Δημοκρατίες σαν «κοινοβουλευτισμό βιτρίνας,

καλυμμένες δικτατορίες με πολύ γερούς κρατικούς φασιστικούς μηχανισμούς…

φασισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».

Ενδοιασμοί αριστερών

H οργάνωση στην ίδια προκήρυξη αντικρούει ενδοιασμούς αριστερών ότι με τις

ενέργειές της υπάρχει φόβος εντατικοποίησης της καταστολής, σε κάθε δε

περίπτωση αυτό δεν πρέπει να εμποδίσει νέα κτυπήματα της οργάνωσης. Τονίζεται

επίσης η συμβολικότητα των στόχων, σαν στοιχείων της ένοπλης πάλης, οι οποίοι

όμως δεν αποτελούν τον άμεσο στόχο του αγώνα, που είναι η καθίδρυση του

σοσιαλισμού («στρατηγικού στόχου ενός πολύπλευρου αγώνα»). Τονίζεται ότι η

«άρχουσα τάξη και ο ιμπεριαλισμός, μέσω του φασιστικού μηχανισμού, έχουν το

συμφέρον να διαιωνίσουν το κοινωνικό σύστημα της εκμετάλλευσης των

εργαζομένων», και ότι η κρατική βία στις διάφορες μορφές της αποτελεί την

«κρατική τρομοκρατία».

Αποκρούεται στην προκήρυξη ο χαρακτηρισμός των ενεργειών της οργάνωσης, ως

«ατομικής τρομοκρατίας», αφού, κατά τον δικό της ορισμό, τρομοκράτες είναι

μόνο το κράτος και επιπλέον οι δικές της «δίκαιες βίαιες λαϊκές ενέργειες» δεν

έχουν για κύριο στόχο να εκφοβίσουν «πλατύτερα στρώματα», ενώ ο Λένιν

αναγνώριζε τις ενέργειες ολιγάριθμων ομάδων αγωνιστών που είχαν σαν

περιεχόμενο «εκτελέσεις γνωστών και επικίνδυνων χαφιέδων και απαλλοτριώσεις…

για τις ανάγκες του αγώνα».

«Χειραγώγηση των μελών και χωρίς αυτοκριτική»

H 6η προκήρυξη της οργάνωσης 17N, της 24.7.1981, δεν έχει σχέση με ενέργεια

της ίδιας της οργάνωσης, αλλά επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση ενεργειών

άλλων οργανώσεων «επαναστατικής βίας», εκφράζοντας και ορισμένες

δομολειτουργικού χαρακτήρα απόψεις της ίδιας της οργάνωσης. H προκήρυξη

τονίζει εμφατικά ότι «η επιλογή του στόχου πρέπει να είναι τέτοια, που από τη

μια να είναι τελείως κατανοητός για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, να μιλάει από

μόνος του, ακόμη και αν δεν περάσει μια λέξη στον Τύπο από το κείμενό μας…

πρέπει λοιπόν ο στόχος να ‘ναι στενά δεμένος, για τις πλατιές λαϊκές μάζες και

όχι για μια ασήμαντη μειοψηφία αριστεριστών, με μια συγκεκριμένη βία που έχει

εξασκηθεί ενάντια στον λαό σε πολύ μεγάλες διαστάσεις ή με πελώρια κοινωνικά

σκάνδαλα που ‘ναι πασίγνωστα», όπως λ.χ. οι εκτελέσεις βασανιστών ή του

αρχηγού της CIA ή των αστυνομικών των MAT. Με «πατερναλιστικό» τρόπο η

οργάνωση 17N, στην ίδια προκήρυξή της, διακηρύσσει την αναγκαιότητα της

«οργανωτικής δουλειάς», της υποδομής με κάποια στεγανότητα, της εξεύρεσης του

αναγκαίου οπλισμού και του τρόπου «απαλλοτρίωσης των μεταφορικών μέσων», την

εφαρμογή των μέτρων ασφάλειας και δεν αρκεί η συγκρότηση μιας μικρής ομάδας,

δηλαδή ενός «πυρήνα» επαναστατικής βίας. H σημαντική αυτή προκήρυξη συνεχίζει,

προσδίδοντας «σταλινικό χαρακτήρα» σε τέτοιου είδους «αυτόνομους πυρήνες»,

αφού η οργάνωσή τους παρέχει δυνατότητες «μανιπουλαρίσματος» (δηλ.

χειραγώγησης) των μελών τους και δεν επιτρέπει αυτοκριτική για τον εντοπισμό

και μη επαναληψιμότητα των λαθών και σαμποτάρει την προσπάθεια ανάπτυξης

ενωτικής προσπάθειας (φυσικά η ίδια η 17N δεν εντάσσει εαυτήν σε κάποια τέτοια

προσπάθεια). Στο τελευταίο μέρος της η προκήρυξη ασχολείται με τη διαφαινόμενη

τότε πολιτική αλλαγή και άνοδο στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ, στο οποίο επενδύει ένα

«minimum ελπίδων» αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, λήψης ουσιαστικών μέτρων για τις

βάσεις, εκκαθάριση του «φασιστικού μηχανισμού» στον Στρατό και τα Σώματα

Ασφαλείας και ορισμένα ελάχιστα μέτρα ενάντια στην ασυδοσία του μεγάλου κεφαλαίου.

ΟΙ ΙΔΡΥΤΕΣ ΤΗΣ 17N

«Αρχηγοί ήταν ο Γιωτόπουλος, η “Άννα”, ο Παύλος Σερίφης, ο Νίκος Παπαναστασίου

και άλλοι»

Νίκος Παπαναστασίου

Το σκεπτικό της απόφασης για τους ιδρυτές της οργάνωσης 17 Νοέμβρη έχει ως

εξής:

Οι ιδρυτές της 17N

Από το σύνολο των εν λόγω αποδείξεων, το Δικαστήριο καταλήγει στην εκτίμηση

ότι η ΕΟ 17N ιδρύθηκε αμέσως μετά τη μεταπολίτευση (1974) από τους Αλέξανδρο

Γιωτόπουλο, Νικόλαο Παπαναστασίου και Παύλο Σερίφη και άλλα δύο ή περισσότερα

άγνωστα στη διαδικασία πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και μια ξανθή, ωραίας

εμφάνισης, γυναίκα με το όνομα «Άννα». Κατά τη γνώμη ενός από τους τρεις

δικαστές της σύνθεσης, ιδρυτικό μέλος στην ΕΟ 17N ήταν και ο Ιωάννης Σερίφης.

Τα άτομα αυτά, με κοινή συμφωνία, συγκρότησαν δομημένη και με διαρκή δράση

ομάδα για διάπραξη περισσότερων, ακαθόριστων κακουργημάτων.

Αντίσταση

Οι εν λόγω ιδρυτές, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπήρξαν άτομα που είχαν

σχέση με την αντίσταση κατά της δικτατορίας. Το ίδιο το ύφος των πρώτων

προκηρύξεων, αλλά και οι πρώτοι στόχοι μαρτυρούν με απόλυτη σαφήνεια τούτο.

Οι ιστορηθείσες μεταπολιτευτικές συνθήκες και οι αναπόφευκτοι κλυδωνισμοί και

αλλοιώσεις της Ελληνικής κοινωνίας από την επτάχρονη δικτατορία, οι εντεύθεν

δυσχέρειες άμεσης και ομαλής μετάβασης προς μια σύγχρονη κοινοβουλευτική

Δημοκρατία, φαίνεται ότι εκτιμήθηκαν διαφορετικά από μερικούς, οι οποίοι

υπέλαβαν εκούσια ή ακούσια ότι συνεχίζεται, μέσω του μεταπολιτευτικού

πολιτικού συστήματος, με άλλα μέσα, η στέρηση των λαϊκών ελευθεριών και η

ηγεμονία ενός αδιόρατου φαντασιακού συστήματος κηδεμόνευσης των πολιτικών

πραγμάτων από εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις (πρβλ. Undergroud του

Κουστουρίτσα). Την άποψη αυτή μέρους των λαϊκών μαζών οι ανωτέρω ιδρυτές της

ΕΟ 17N εκμεταλλεύθηκαν και προέβαλαν προς τα έξω ότι ταύτισαν τα πολιτικά

κόμματα με τη δικτατορική διακυβέρνηση, την άρχουσα οικονομική τάξη με

«αδίστακτους καπιταλιστές», τους λειτουργούς του τύπου, τους λειτουργούς της

δικαιοσύνης κ.λπ. κρατικούς λειτουργούς, καθώς και τους αξιωματούχους ξένων

συμμάχων χωρών, ως συνειδητά και αδίστακτα όργανα διαιώνισης και προώθησης

μιας τέτοιας πολιτικής διαδικασίας. Με βάση κριτικές θέσεις ακραίων, δυσχερώς

κατανοητών, ουτοπικών μαρξιστικών ιδεολογικών αποκλίσεων ταύτισαν όλους τους

ανωτέρω με τα όργανα της δικτατορίας.

Φρικαλεότητες

Επεξέτειναν δηλαδή την απονομιμοποίηση του ισχύοντος συστήματος σε κάθε

πρόσωπο που έχει σχέση με το ισχύον πολιτικό σύστημα της κοινοβουλευτικής

Δημοκρατίας. Θεώρησαν ότι όλα τα άτομα που είναι ενταγμένα στο πολιτικό,

κοινωνικό και οικονομικό σύστημα της μεταπολίτευσης και κατέχουν δεσπόζουσες

θέσεις σε χώρους λήψεως αποφάσεων, ταυτοποιούνται με το σύστημα,

αποπροσωποιούνται και θεωρούνται ότι δεν έχουν ανθρώπινη ιδιότητα,

υποβιβάζονται σε τάξη «υπανθρώπων», πράγμα που καθιστά δυνατό στην οργάνωση να

αποδεσμευθεί ηθικά και να διαπράξει φρικαλεότητες, όπως οι κατωτέρω

περιγραφόμενες, χωρίς δεύτερη σκέψη.

Έτσι με ψευδοθεωρητικό υπόστρωμα στο συνειδέναι τους «νομιμοποιήθηκε» ένας

«φαντασιακός πόλεμος», όπου κάθε πρόσωπο που ανήκει στο «κατεστημένο» ή που

θεωρείται ότι ανήκει εκεί, γίνεται ένας πιθανός στόχος για δολοφονία ή και

χωρίς διάκριση εξόντωση. Κατ’ αυτό τον τρόπο πέρασαν εύκολα στη διαδικασία

απονομιμοποίησης και της νέας κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και όλων των

ανωτέρω φορέων της, καθώς και των συμμάχων χωρών. Οι ιστορηθείσες πρώτες

ενέργειες της οργάνωσης υπήρξαν επιλογές αυτής της ταύτισης, αφού οι

«συμβολικοί στόχοι» που έπληξε η οργάνωση επελέγησαν μεταξύ προσώπων που

φέρονταν ότι ανήκαν σε κατεστημένες μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ ή Έλληνες

αστυνομικούς που είχαν από τον Τύπο χαρακτηρισθεί ως «βασανιστές» της

δικτατορικής περιόδου ή αστυνομικούς των MAT που εμπόδιζαν την εκδήλωση

μαζικής βίας.

Οι επιλογές αυτές, υπό τις συνθήκες της τότε μεταδικτατορικής εποχής, που

γινόταν πολύς λόγος για ανάμιξη της CIA στην καθίδρυση και διατήρηση της

δικτατορίας, καθώς και πολύς λόγος για βασανισμούς συλλαμβανόμενων αγωνιστών

για αντιδικτατορική δράση από αστυνομικά όργανα, είχαν χαρακτήρα άκρως

επικοινωνιακό για το προφίλ της οργάνωσης, που εμφανιζόταν στα μάτια των μαζών

ως ο «άγγελος τιμωρός» και έτσι πέραν του άμεσου στόχου της που ήταν η φυσική

εξαφάνιση αυτών των προσώπων και η πρόκληση τρόμου σε άτομα που ανήκαν στην

ίδια ομάδα, η οργάνωση είχε την ψευδαίσθηση ότι με τα εντελώς απρόσφορα αυτά

μέσα προωθούσε και τον απώτερο στόχο της, αυτόν της χειραγώγησης μέρους έστω

του πληθυσμού, προς επίτευξη των τελικών της ουτοπικών (πραγματικών ή

προφασικών) στόχων της επιβολής του καθεστώτος της «σοσιαλιστικής δημοκρατίας

με στοιχεία λαϊκής συμμετοχής».

Στρατολόγηση

Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και δράσης της υπήρξε κάποια βραδεία

κινητικότητα ως προς την είσοδο και έξοδο μελών. Ο άκρως συνωμοτικός

χαρακτήρας της υποχρέωνε τα μέλη της εκτελεστικής της γραμματείας, την οποία

αποτελούσαν ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, ο Νικόλαος Παπαναστασίου, ο Παύλος

Σερίφης και άλλα άγνωστα στη διαδικασία πρόσωπα (κατά το ένα από τα τρία μέλη

του Δικαστηρίου και ο Ιωάννης Σερίφης), να κάνουν την επιλογή για τη

στρατολόγηση των νέων μελών με αυστηρά κριτήρια. Επιλέγονταν για την οργάνωση

πρόσωπα που ασκούσαν την πολιτική τους κριτική στα συμβαίνοντα στην Ελληνική

κοινωνία με βάση ακραίες «αριστερές ιδεολογίες», στων οποίων τη συνείδηση είχε

απονομιμοποιηθεί ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού

συστήματος και ήσαν πρόθυμα και έτοιμα να απονομιμοποιήσουν και τα άτομα που

είχαν κάποια προέχουσα ή σοβαρά υποστηρικτική θέση στο εν λόγω πολιτικό,

κοινωνικό και οικονομικό σύστημα.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ 17N

«Καταλύτης το ατύχημα του Σάββα Ξηρού»

«Καταλυτικό γεγονός» για την αρχή του τέλους της 17N ήταν το ατύχημα του

Σάββα Ξηρού στα εκδοτήρια εισιτηρίων της Hellas Flying Dolphins

Το σκεπτικό της απόφασης για το τέλος δράσης της οργάνωσης 17 Νοέμβρη έχει ως

εξής:

H οργάνωση έδρασε επί 27 συνεχή σχεδόν ανενόχλητη από τις Διωκτικές Αρχές,

αφού κατά το απώτερο παρελθόν (1992), από όσα προέκυψαν από τη διαδικασία,

μόνο μια φορά βρέθηκε στα χέρια τους μέλος της, ο Βασίλειος Τζωρτζάτος, ο

οποίος εντοπίσθηκε να κυκλοφορεί, χωρίς προφυλάξεις μάλιστα, σε άσχετο με τις

ασχολίες του μέρος (Κηφισιά), όπου βρίσκονται κατοικίες αλλοδαπών, προσφιλών

«στόχων» της οργάνωσης.

Στη συνέχεια οι Ελληνικές διωκτικές υπηρεσίες, με την αρωγή μάλιστα και των

βρετανικών υπηρεσιών μετά τη δολοφονία του Βρετανού ταξίαρχου Saunders,

κατάταξαν συστηματικά και μελέτησαν συνολικά τα στοιχεία όλων των δικογραφιών

που είχαν σχηματισθεί επί της αιματηρής δράσης της ΕΟ 17N και άρχισαν να

καταλήγουν σε ορισμένα πορίσματα περί της προέλευσης των προσώπων που

συγκρότησαν την οργάνωση. H διαλεκτική, η γλωσσική διατύπωση και γενικά το

ύφος των προκηρύξεων ώθησαν τις διωκτικές αρχές σε αναζήτηση προσώπων που κατά

το Μάη του 1968 και την αμέσως επακολουθήσασα περίοδο έζησαν στο Παρίσι. Οι

πληροφορίες που έλαβαν, σε συνεργασία και με τις γαλλικές αρχές, τους

προσανατόλισαν προς την εκεί τότε Ένωση των Ελλήνων φοιτητών. Τα διάφορα μέλη

της που αναζητήθηκαν (Σκαρπαλέζος, Βένιος Αγγελόπουλος, Βίκτορας

Αναγνωστόπουλος κ.λπ.) διαπιστώθηκε ότι έχουν γνωστή κατοικία και εμφανή

επαγγελματική δραστηριότητα. Επί ματαίω αναζήτησαν, μέσω αυτών και άλλων,

πάλαι ποτέ γνωστών του, καθώς και μέσω της κατοικούσας στην Αθήνα αδελφής του,

τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, παλιό δραστήριο μέλος και γενικό γραμματέα της

φοιτητικής ένωσης, ο οποίος φέρεται ότι έχασε κάθε επαφή με τους λοιπούς, αλλά

και ότι δεν είχε εμφανίσει σημεία ζωής για όλα αυτά τα χρόνια. Όπως ήταν

φυσικό, η Αστυνομική Αρχή κ.λπ. Υπηρεσίες αναζήτησαν τα ίχνη του ακόμη και σε

Ληξιαρχεία (λ.χ. του Δήμου Χαλανδρίου), για να διαπιστώσουν αν ζούσε και

γενικά αν είχε καταχωρηθεί κάποιο ληξιαρχικό γεγονός στο όνομά του.

Το τυχαίο γεγονός

Ενώ βρίσκονταν στα ίχνη του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου, συνέβη κάποιο καταλυτικό

γεγονός, το οποίο, αφού δεν υπάρχουν ενδείγματα περί του αντιθέτου, κατά την

κρίση του Δικαστηρίου, υπήρξε εντελώς τυχαίο. H ΕΟ 17N είχε σχεδιάσει την

ενέργεια έκρηξης στα εκδοτήρια εισιτηρίων της εταιρείας HELLAS FLYING DOLPHINS

στην προβλήτα Αργοσαρωνικού του Λιμένα Πειραιώς. Από κακό υπολογισμό του

ίδιου, το βράδυ του Σαββάτου της 29.6.2002 και ώρα 22.30 ο αυτόματος

ωρολογιακός εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε πλαστική τσάντα, που ο Σάββας Ξηρός

επιχειρούσε να τοποθετήσει στον άνω χώρο, εξερράγη με αποτέλεσμα τον σοβαρό

τραυματισμό του. Ο Δημήτριος Κουφοντίνας, ο οποίος τον συνόδευσε ένοπλος για

να του παράσχει κάθε δυνατή βοήθεια, αναγκάσθηκε να φύγει μόνος του. Το

ατύχημα του Σάββα Ξηρού έδρασε σαν καταλύτης στα επακολουθήσαντα γεγονότα. Ο

βαριά τραυματισμένος Σάββας Ξηρός μεταφέρθηκε ταχύτατα στο ΤΖΑΝΕΙΟ Νοσοκομείο

του Πειραιά, και στη συνέχεια στο Νοσοκομείο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ της Αθήνας, που

διέθετε θωρακοχειρουργική κλινική. Παράλληλα, σχεδόν αμέσως, επιλήφθηκε η

Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία αστυνομικής προανακριτικής έρευνας, αφού οι συνθήκες

τραυματισμού του Σάββα Ξηρού ήταν εμφανής ενδείκτης ότι επρόκειτο για

αποτυχούσα τρομοκρατική ενέργεια. Στις τσέπες του πολυτραυματία βρέθηκαν

διάφορα κλειδιά, τα οποία κατά δήλωσή του έφερε πάντοτε μαζί του, ακόμη και

κατά τη λήψη θαλάσσιου λουτρού.

Οι γιάφκες

Με τα κλειδιά αυτά, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, άνοιγαν τα κρησφύγετα

«γιάφκες» των οδών Δαμάρεως και Πάτμου, το σπίτι του, το εργαστήριό του

αγιογραφίας. H φωτογραφία του Σάββα Ξηρού προβλήθηκε στα MME και αμέσως οι

ένοικοι της πολυκατοικίας της οδού Πάτμου 84 αναγνώρισαν σ’ αυτήν το πρόσωπο

του νεαρού ατόμου που επισκεπτόταν τακτικά διαμέρισμα της πολυκατοικίας τους.

Ειδοποιήθηκε η Αστυνομική Αρχή και όταν με τα κλειδιά του Σάββα Ξηρού άνοιξε

το διαμέρισμα, οι αστυνομικοί βρέθηκαν έκπληκτοι προ πληθώρας όπλων και

πυρομαχικών, εγγράφων κ.λπ. στοιχείων που από την πρώτη ματιά μαρτυρούσαν ότι

στα χέρια τους είχαν την ΕΟ 17N που επί τρεις περίπου δεκαετίες ταλάνιζε την

Ελληνική κοινωνία με την αιματοβαμμένη δράση της. Το εν λόγω διαμέρισμα της

οδού Πάτμου το είχε νοικιάσει ο ίδιος ο Σάββας Ξηρός πριν από 10 χρόνια, με το

ψευδές όνομα Γρηγόρης Πουφτσής. Πριν από αυτό ως κρησφύγετο της οργάνωσης

χρησίμευε ένα άλλο, επίσης μισθωμένο διαμέρισμα, που βρισκόταν ακριβώς

απέναντι, αλλά είχε πρόβλημα με τα υδραυλικά. Στο νέο διαμέρισμα μεταφέρθηκαν

όλα τα υλικά που υπήρχαν στο παλαιό, δηλ. τα όπλα, μεγάλα και μικρά,

εκρηκτικές ύλες, χειροβομβίδες, ρουκέτες, η σφραγίδα, και η σημαία της ΕΟ 17N.

Λίγες ημέρες πριν από την έκρηξη στον Πειραιά ο Γιωτόπουλος, ενόψει αναχώρησής

του στους Λειψούς, έφερε στο κρησφύγετο της οδού Πάτμου μια τσάντα με χαρτιά

χειρόγραφα. Αργότερα εντοπίσθηκε και ένα δεύτερο κρησφύγετο στην οδό Δαμάρεως

73, στο Παγκράτι.