Το 1970 ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξανόταν με ρυθμό 2,1% τον χρόνο, ενώ το 2002

είχε πέσει στο 1,2%. H μεγαλύτερη ετήσια αύξηση συνέβη το 1990: 136

εκατομμύρια άνθρωποι γεννήθηκαν τη χρονιά αυτή και 50 εκατομμύρια πέθαναν, και

έτσι 86 εκατομμύρια θνητοί προσετέθησαν στην Ανθρωπότητα. H αντίστοιχη αύξηση

το 2002 ήταν μόνο 77 εκατομμύρια. Δεδομένου ότι ο ρυθμός αύξησης βαίνει

μειούμενος, μπορούμε να προβλέψουμε με σιγουριά ότι δεν θα συμβεί η

«πληθυσμική έκρηξη» που απειλούσε την Υφήλιο με υπερπληθυσμό. Το 2050 ο

παγκόσμιος πληθυσμός θα είναι 8,9 δισεκατομμύρια και θα παραμείνει σταθερός.

Έτσι, τα σοβαρά προβλήματα διατροφής, στέγασης, εκπαίδευσης, υγείας, εργασίας

και δημόσιας τάξης, που θα επέφερε ένας υπερπληθυσμός σε έναν πλανήτη με

περιορισμένους φυσικούς πόρους (νερό, καλλιεργήσιμη γη, ενέργεια), έχουν

αποφευχθεί.

H αύξηση. Από καταβολής της Ανθρωπότητας μέχρι το 1750 ο πληθυσμός της

Γης έφτασε το ένα δισεκατομμύριο. Μέχρι το 1930 έφτασε τα δύο δισεκατομμύρια.

Μέσα στα επόμενα 40 χρόνια ο αριθμός αυτός διπλασιάστηκε, και από το 1975 ώς

το 2000, μέσα σε 25 χρόνια, είχε αυξηθεί άλλα δύο δισεκατομμύρια. Έτσι, κατά

τα τελευταία 40 χρόνια ο πληθυσμός της Γης υπερδιπλασιάστηκε και τώρα είναι

6,3 δισεκατομμύρια. Ο ταχύς αυτός ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου πληθυσμού κατά

τον 20ό αιώνα οφείλεται σ’ ένα μοναδικό, παροδικό φαινόμενο: τεχνολογία,

ιατρική περίθαλψη, βελτιωμένη κοινωνική οργάνωση και υγιέστερες συνθήκες

διαβίωσης άρχισαν να μειώνουν τον ρυθμό θανάτων, κυρίως μικρών παιδιών, ενώ ο

ρυθμός γεννήσεων παρέμεινε υψηλός για δύο γενιές ακόμα. Εντέλει,

αντισυλληπτικά μέσα, βελτιωμένη εκπαίδευση αυξημένου αριθμού γυναικών και

εισαγωγή τους στην αγορά εργασίας, αλλά και η διαβίωση σε μεγάλα αστικά

κέντρα, μείωσαν τον αριθμό γεννήσεων: από 5 παιδιά κατά μέσον όρο ανά γυναίκα

το 1950 σε 2,7 το 2000. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις πλούσιες ανεπτυγμένες

χώρες ο αγροτικός πληθυσμός ήταν ο μέγιστος το 1950, αλλά το 2000, 75% των

πολιτών τους ήταν αστικός και το 2030 το ποσοστό αυτό θα αυξηθεί στο 83%.

Τα λιπάσματα. Από το 1750 ώς το 1950 ο πληθυσμός της Ευρώπης και του

Νέου Κόσμου αυξήθηκε ταχύτατα, αποτέλεσμα της χρήσης λιπασμάτων στην παραγωγή

τροφίμων: κατ’ αρχάς τα φωσφατούχα κοιτάσματα της Χιλής, αργότερα τα

παραγόμενα από τη βιομηχανία αμμωνίας που εγκαινίασε η Γερμανία στις αρχές του

20ού αιώνα. Κατά την ίδια περίοδο οι πληθυσμοί της Ασίας και της Αφρικής

αυξάνονταν πολύ αργά, αλλά μετά το 1950 οι όροι αντεστράφησαν.

Το 2000, 1,2 δισεκατομμύριο ανθρώπων κατοικούσαν στις πλούσιες, ανεπτυγμένες

χώρες (B. Αμερική, Ευρώπη, Ιαπωνία, Αυστραλία) και 4,9 δισεκατομμύρια στις

λιγότερο προηγμένες και υπανάπτυκτες χώρες, όπου η αύξηση του πληθυσμού είναι

1,46% τον χρόνο, ενώ στις ανεπτυγμένες είναι μόνο 25%. Τα φτωχότερα 600

εκατομμύρια των ανθρώπων αυξάνουν με ρυθμό 2,4%, ενώ μέχρι το 2050 ο πληθυσμός

των πλουσιότερων χωρών θα έχει μειωθεί κατά -1,4%. H Ιαπωνία θα είναι 14%

μικρότερη, η Ιταλία 22% και η Ρωσία 29% μικρότερες από σήμερα. Επιπλέον, 30

από τις πλουσιότερες χώρες θα έχουν μικρότερους πληθυσμούς από σήμερα. Ήδη, το

2000, 64 χώρες με το 44% του παγκόσμιου πληθυσμού έχουν ρυθμούς γεννήσεων

μικρότερους από ό,τι απαιτείται για να διατηρήσουν σταθερούς πληθυσμούς.

Φαίνεται ότι οι γυναίκες στις πλούσιες χώρες συνάδουν με τη γυναίκα μου που,

όταν πριν από χρόνια τής πρότεινα να αποκτήσουμε τρίτο παιδί, μου απάντησε: «H

εγκατάσταση είναι στη διάθεσή σου, αλλά για ψυχαγωγία και όχι για παραγωγή».

H μετανάστευση. Αντίθετα, ο πληθυσμός των αναπτυσσόμενων και

υπανάπτυκτων χωρών θα αυξηθεί από 4,9 δισεκατομμύρια σήμερα σε 7,7

δισεκατομμύρια το 2050. Ως αποτέλεσμα, ενώ η πληθυσμική πυκνότητα θα πέσει από

32 κατοίκους κατά τετραγωνικό χιλιόμετρο, που είναι σήμερα στην Ευρώπη, στους

27 κατοίκους, στην Αφρική η πυκνότητα θα ανέβει από 26 κατοίκους κατά

τετραγωνικό χιλιόμετρο σήμερα στους 60 το 2030 με ανάλογη αύξηση της

μεταναστευτικής τάσης από την Αφρική προς την Ευρώπη. Σε δημοκρατικά κράτη η

μετανάστευση και η δημογραφική εξέλιξη των πληθυσμών έχουν αποφασιστικό

πολιτικό αντίκτυπο. Στην Κύπρο, ας πούμε, η γεννητικότητα των Τούρκων εποίκων

είναι πολύ μεγαλύτερη από των εντοπίων Κυπρίων. Άρα, ο τουρκόφωνος πληθυσμός

του νησιού μπορεί να είναι μεγαλύτερος των ελληνόφωνων σε δύο γενιές. Το ίδιο

μπορεί να συμβεί με τους Παλαιστίνιους και τους Εβραίους στο Ισραήλ. H

Τουρκία, που τώρα έχει 72 εκατομμύρια κατοίκους, θα φτάσει τα 100 εκατομμύρια

το 2030, οπότε θα είναι η πολυπληθέστερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν

εντέλει γίνει πλήρες μέλος. H μετανάστευση έχει επίσης αποφασιστική επίδραση

στη μορφή του πληθυσμού μιας χώρας. Σήμερα, στην Καλιφόρνια πάνω από 50% των

κατοίκων είναι ισπανόφωνοι. Σε 2-3 γενιές προβλέπεται ότι οι ΗΠΑ θα

ισπανοκρατούνται (άρα, υπάρχει ελπίδα βελτίωσης του εθνικού χαρακτήρα της

χώρας αυτής!).

Οι «πλούσιοι» του πλανήτη είναι πέντε φορές λιγότεροι από τους «φτωχούς»

H αποφυγή του υπερπληθυσμού της Γης είναι ευοίωνος παράγοντας για το μέλλον

της Ανθρωπότητας. Ο πλανήτης έχει αρκετούς πόρους για να συντηρήσει δέκα

δισεκατομμύρια κατοίκους, αλλά ο καταμερισμός τους είναι ανομοιογενής και η

ασύμμετρη εκμετάλλευσή τους επιδεινώνει τις τεράστιες διαφορές ποιότητας ζωής,

ασφάλειας, ελπίδας και ευκαιρίας ανάμεσα στους υπηκόους των ανεπτυγμένων χωρών

και στα 5 δισεκατομμύρια του υπόλοιπου κόσμου. H ασυμμετρία αυτή προκαλεί και

μαζικές μεταναστευτικές ροές πληθυσμών και πολέμους που διασπαθίζουν τους

φυσικούς πόρους της Υδρογείου. Οι «πλούσιοι» είναι πέντε φορές λιγότεροι από

τους «φτωχούς» του πλανήτη, αλλά καταναλώνουν το 75% της παγκόσμιας παραγωγής.

Ο πλανήτης δεν έχει τόσους πόρους, ώστε όλοι οι «φτωχοί» να απολαύσουν εντέλει

το σημερινό βιοτικό επίπεδο των «πλούσιων» κάποτε στο μέλλον. Για να αποφύγουν

βίαιες ανακατανομές των αγαθών της Γης, θα πρέπει οι «πλούσιοι» να αλλάξουν

πολιτική και νοοτροπία απέναντι στους «φτωχούς», να εγκαταλείψουν την

καταπίεση και την εκμετάλλευσή τους, και να μειώσουν τη σπατάλη στον τρόπο

ζωής τους. Είναι ίσως καιρός να ενστερνιστούν τη ρήση της γιαγιάς μου, που

έλεγε: «Περισσότερο ψωμί τρως με το μέλι παρά με το ξίδι».

O Κώστας Τσίπης είναι καθηγητής Πυρηνικής Φυσικής στο MIT