Ήταν μικρά τα σημειώματα όταν κι εκείνη ήταν μικρή. Μικρούλια τόσα δα χαρτάκια

με γραμματάκια μια σταλιά, που χωρούσαν μέσα σε σώματα από κούκλες, όταν τους

έβγαζε τα χέρια και τα πόδια. Ήταν τότε μικρή. Μικρή πλάι στους μεγάλους, αλλά

πολύ μεγάλη δίπλα στους μικρούς. Ήταν ψηλή, πανύψηλη κι έτσι παρέμεινε.

Μόνο τα χαρτάκια άλλαξαν. Μεγάλωσαν μαζί με τα γράμματα, έγιναν τα περισσότερα

δικά της. Δικά της πολυσέλιδα γράμματα, με παραλήπτη ή χωρίς. Κάποια τα

έστελνε, κάποια τα έθαβε, κάποια τα χάριζε, κάποια τα άφηνε να χαθούν. Εκείνα

που έμεναν δεν ήξερε πια πού να τα κρύψει. Μπήκαν κι οι κούκλες στην κατάψυξη.

Δεν τα χωρούσαν τα γυμνά τους σώματα.

Τότε ανακάλυψε τα διαφανή, γυάλινα μπουκάλια. Μικρά, στενά, άλλα γυαλιστερά,

ολοκαίνουρια, άλλα υγρά ακόμη από το αλκοόλ. Μέσα σε γυάλινα μπουκάλια έκρυβε

τις λέξεις της και τα πρώτα χρόνια τις πετούσε στη θάλασσα. Όχι χωρίς αγωνία,

όχι χωρίς την έγνοια και την ελπίδα κάποιος να τα βρει και κάπως να το μάθει.

Οι ιστορίες του «μετά» (σενάρια επανασύνδεσης με τις χαμένες λέξεις) γέμιζαν

καινούργια μπουκάλια που απελευθερώνονταν κι αυτά στη θάλασσα, δεμένα γερά με

προσδοκίες, με σκηνές από το μέλλον, με στιχομυθίες αναγνώρισης, με εικόνες

νέων χωρισμών.

Κάποια στιγμή συνέβη. Ένα απ’ τα μπουκαλάκια της το ξαναβρήκε σε παραλία

μακρινή όμως πολύ κοντά σ’ αυτήν που το ‘χει αφήσει. Δεν ξέρω πού αντλεί τη

σιγουριά πως ήταν το δικό της. Βρέθηκε σμπαραλιασμένο, λέει. Χίλια κομμάτια σ’

ένα βαθούλωμα της άμμου, με τα χαρτιά της άφαντα. Ήταν δεν ήταν το δικό της,

το έκλαψε, το πένθησε για μέρες. Και δεν ξανάφησε από τότε άλλο μπουκάλι στο

νερό. Τα κράταγε στο σπίτι της. Τα κλείδωνε μες στις ντουλάπες, μέσα σε

σκοτεινά μπαούλα. Ένα βράδυ – τώρα προχθές – ονειρεύτηκε όλα της τα μπουκάλια

ανοιχτά να κολυμπούν σε μια ζεστή πισίνα. Υγρή κι αυτή, μες στο νερό, άνοιγε

δρόμο προς τη θάλασσα και δεν την ένοιαζε ποιος θα τα βρει και τι θα γίνει.

Ήταν ελεύθερη χωρίς σενάρια αν και σφιγμένη με την ενοχή πως τα εγκαταλείπει.