Ο ορυμαγδός από τις πολιτικές εξελίξεις του τελευταίου μήνα, αλλά και απ’ όσα

συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες, δυσχεραίνει τις νηφάλιες και ψύχραιμες

σκέψεις. Παρ’ όλα αυτά, ας τις επιχειρήσουμε.

H πρωτοβουλία του K. Σημίτη για κίνηση των διαδικασιών διαδοχής του ήταν ένα

από τα σενάρια που εξέταζε, όπως είχαμε αναφέρει κι απ’ αυτές τις στήλες, τον

προηγούμενο Ιούλιο. Όμως, ενεργοποιήθηκε μετά τη σημειωθείσα αποτυχία στην

παλινόρθωση παλαιών προεκλογικών πρακτικών που προωθήθηκε το επόμενο εξάμηνο

και υπό το βάρος των απειλητικών συσχετισμών.

Ως εκ τούτου, η πρωτοβουλία Σημίτη περισσότερο από αρχή σηματοδοτεί ένα τέλος,

όπως υποδηλώνουν και αρκετά απ’ όσα επακολούθησαν. Εν ολίγοις, είναι προφανές

το τέλος του εγχειρήματος που ξεκίνησε το ’96, ενώ τα χαρακτηριστικά της

«καινούργιας αρχής» παραμένουν ακόμα ασαφή.

Αυτό, άλλωστε, υποδηλώνουν και οι σημαντικές διαφορές μεταξύ της διαδοχής του

’96 και αυτής του 2004. H άνοδος Σημίτη, πριν από οκτώ χρόνια, ανταποκρινόταν

και επιβλήθηκε από μια ευρύτερη κοινωνική δυναμική, η οποία «εκπροσωπήθηκε»

από το ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα που είχε κατοχυρώσει ο ίδιος, μέσα από

μια μακρόχρονη πορεία. Αντίθετα, η τωρινή διαδοχή ανταποκρινόταν περισσότερο

στην εσωτερική ανάγκη του ΠΑΣΟΚ και του κόσμου του να ανακτήσει δυνάμεις

επιστρέφοντας σε «γενέθλιους μύθους» και λιγότερο σε ευρύτερες κοινωνικές

προσδοκίες. H κοινωνική δυναμική δεν προϋπήρχε και γίνεται προσπάθεια να

δημιουργηθεί εκ των υστέρων, μέσω της προβολής χαρακτηριστικών του Γ.

Παπανδρέου που ανταποκρίνονται στην κοινωνική ζήτηση.

Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο υπεισέρχεται ο απολογισμός της οκταετίας Σημίτη. Στη

διάρκειά της σημειώθηκαν ιστορικές επιτυχίες. Παρά την – κατ’ ουσίαν – απώλεια

της δεύτερης τετραετίας και την – πολλαπλή – «παλινόρθωση» μετά τον Ιούλιο, η

είσοδος στην ΟΝΕ, η αλλαγή προσανατολισμών στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η

οριστική αγκύρωση στην ευρωπαϊκή προοπτική και η απομάκρυνση από λαϊκίστικα

πρότυπα αποτελούν σημαντικές μεταβολές σε επίπεδο μακράς ιστορικής διάρκειας.

Παράλληλα, όμως, αναδείχθηκαν και τα όρια του «σημιτικού εκσυγχρονισμού» με

«κόκκινη κλωστή» τον ελάχιστο μεταρρυθμισμό που επιδείχθηκε και ο οποίος

ευθύνεται για την απουσία σημαντικών αλλαγών στη Διοίκηση και το κοινωνικό

κράτος, αλλά – όπως εκ των υστέρων φάνηκε – και στην οικονομία.

Είναι δυνατόν, έστω εκ των υστέρων, να διαμορφώσει ο Γ. Παπανδρέου ένα

συνεκτικό σχέδιο, το οποίο από τη μια θα στερεώνει και θα διευρύνει τις

κατακτήσεις της οκταετίας και από την άλλη θα υπερβαίνει λάθη, αδυναμίες και,

κυρίως, τα όριά της και τον «ελάχιστο μεταρρυθμισμό»;

Το πρώτο πρόβλημα είναι πως ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό σχέδιο δεν εκπονείται

άρον άρον, σε διάστημα ενός μηνός και στο πλαίσιο ενός – δήθεν – διαλόγου με

τον λαό. Και είναι αυτό το πρόβλημα που εξηγεί είτε γενικολογίες, π.χ. περί

συμμετοχικής δημοκρατίας, είτε ατυχείς προτάσεις, π.χ. για την ανεργία των

νέων.

Βέβαια, ισχυρό ατού του Γ. Παπανδρέου είναι τα σημαντικά θετικά δείγματα στην

εξωτερική πολιτική. Όμως, τα δείγματα αυτά είναι απόλυτα συνδεδεμένα και με

την παρουσία του K. Σημίτη. Από την άλλη, δεν κατόρθωσαν να υπερβούν την

εντύπωση που διαμορφώθηκε στην οκταετία για τον εκσυγχρονισμό ως μία

προσαρμογή σε επείσακτες αναγκαιότητες. Εντύπωση που επιτεινόταν από τις

συνεχείς αναφορές του Γ. Παπανδρέου πως συνεχίζει την εξωτερική πολιτική που

χάραξε ο ιδρυτής-πατέρας του (!)

Επίσης, έχουν διατυπωθεί στο παρελθόν προχωρημένες απόψεις από τον Γ.

Παπανδρέου για θέματα κοινωνίας των πολιτών, δικαιωμάτων, ναρκωτικών κ.ο.κ.

Όμως, οι απόψεις αυτές προφανώς δεν επαρκούν για τη συγκρότηση ενός συνεκτικού

μεταρρυθμιστικού σχεδίου.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι η πιθανότητα στον ελάχιστο μεταρρυθμισμό της

οκταετίας Σημίτη να προστεθεί ένας «αδύναμος ευρωπαϊσμός» τής περιόδου Γ.

Παπανδρέου. Πιθανότητα που προκύπτει τόσο από εκφάνσεις της πορείας του τον

τελευταίο, ιδιαίτερα, χρόνο όσο και από την απουσία, έως τώρα, απόψεων για τη

θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη και της Ευρώπης στον κόσμο.

Το τρίτο πρόβλημα είναι πως στα όρια της οκταετίας που κλείνει, φαίνεται πως

προστίθεται τώρα μια light αντίληψη για την πολιτική. Κι αν αυτή παρέμενε στην

προσπάθεια εκλογικού προσεταιρισμού νεώτερων γενεών δεν θα υπήρχε μεγάλο

ζήτημα. Το πρόβλημα ξεκινά όταν συναρθρώνεται με μια μεταμοντέρνα αναβίωση του

γνωστού λαϊκίστικου δόγματος του ιδρυτή «δεν υπάρχουν θεσμοί παρά μόνο ο

λαός». Οι διαδικασίες «προετοιμασίας» της διαδοχής, η προεκλογική

κίνηση-ελιγμός, η εκλογή από τη βάση σε ασαφή, μάλιστα, σύνθεση και με μία

υποψηφιότητα, ο «διάλογος» με τον λαό για το πρόγραμμα, ο χειρισμός βουλευτών

της τροπολογίας Πάχτα κ.ο.κ., αυτήν ακριβώς την αναβίωση υποδηλώνουν.

H έλλειψη αντιστοίχησης του πολιτικού υποκειμένου με το εγχείρημα Σημίτη

προφανώς και υπογράμμιζε τα όρια της οκταετίας του. Όμως, και επειδή «ο σκοπός

δεν αγιάζει τα μέσα», η αντιστοίχηση δεν μπορεί να επιτευχθεί τώρα μέσω

«δημοψηφισματικής συναίνεσης», όπως – απολογητικά – αποκλήθηκε η λαϊκίστικη

αναβίωση. Ούτε μέσω της προβολής τού πολλαπλώς προβληματικού όρου «δημοκρατική

παράταξη» χωρίς, μάλιστα, κάποια στοιχειώδη σαφήνεια, ταυτότητα και

προσδιορισμό. H κρίση των κομμάτων δεν αντιμετωπίζεται με την αρχηγική – κατ’

ουσίαν – κατάργησή τους, αλλά με τη ριζική μεταμόρφωσή τους.

Μόνο αν αντιμετωπισθούν, λοιπόν, τα τρία προβλήματα που προαναφέρθηκαν, η

εκλογή του Γ. Παπανδρέου θα υπερβεί εσωτερικές ανάγκες του ΠΑΣΟΚ και τα όρια

της οκταετίας Σημίτη και θ’ ανταποκριθεί σε ευρύτερες κοινωνικές προσδοκίες.