Περίληψη

Με ένα παιχνίδι, αποστασιοποιημένος από το εγχείρημα του συλλογικού

μυθιστορήματος-σκυταλοδρομία, ο Γ. Σκούρτης κλείνει το «Global Novel»

σχολιάζοντας ανελέητα τα κείμενα των άλλων «γκλομπαλιστών», κοροϊδεύοντας τη

μεταξύ τους ασυνέπεια και… σκοτώνοντάς τους. Όλους εκτός από τους Έλληνες,

για να το μετανιώσει τελικά και να το γυρίσει στη γενικότερη σημασία που έχει

όλη αυτή η υπόθεση.

Από τότε που για πρώτη φορά με φαντάστηκε ο Αντόνιο Σκάρμετα – τον οποίο ίσως

κάποιος άλλος τον έσπρωξε να με φανταστεί ή μπορεί και να ήταν μια ατέλειωτη

σατανική συγκυρία προσώπων και ιστορικών συμβάντων – δεν μπορώ να ησυχάσω.

Στερούμαι τη γαλήνη της ανυπαρξίας, εγώ που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν υπήρξα

ποτέ ή δεν θα μπορούσα να υπάρξω αν δεν συνέβαινε κάποιος Έλληνας να είχε τη

φαεινή ιδέα της συγγραφής ενός μυθιστορήματος, γραμμένου από πολλούς και

διαφορετικούς συγγραφείς, από πολλές χώρες, γλώσσες, κουλτούρες. Οι άνθρωποι,

αιώνες τώρα, χρησιμοποιούν το όνομα ενός μυθικού προσώπου, ας πούμε του

Οδυσσέα, και τα δικά του βάσανα, τα ταξίδια και τις περιπέτειες, για να

μιλήσουν ή να συμβολοποιήσουν τα δικά τους ή να τα μεγεθύνουν, ενώ οι

συγγραφείς αυτοί δεν σταμάτησαν ούτε μια στιγμή να μου προσθέτουν συνέχεια κι

άλλα κι άλλα κι άλλα! Βάσανα και ταλαιπωρίες που ούτε καν μπορούσα να σκεφτώ.

Σαδιστικά σχεδόν με περιέφεραν στις αράδες τους, αλλά – BASTA! – ομολογώ ότι

κουράστηκα, γι’ αυτό και για πρώτη και – δυστυχώς – τελευταία φορά αναγκάζομαι

να μιλήσω αυτοπροσώπως για να σας εξηγήσω αυτή την κατάφωρη αδικία που

υφιστάμεθα εμείς, τα άπειρα στους αιώνες φανταστικά ή «μισοτρεμάμενα

μισοφανταστικά» πλάσματα της καλπάζουσας λογοτεχνικής ελευθερίας – διάβαζε

αυθαιρεσίας – των παραμυθάδων που πρώτα μάς εμπνέονται ως, τάχα, υπαρκτά

πρόσωπα – πάει να πει, με προσωπική ιστορία, ζωή, υπαρξιακές και άλλες αγωνίες

και περιπέτειες, τον δικό μας προσωπικό θάνατο – και στο φινάλε μας

εξουθενώνουν με το να μας αγνοούν και να μας πετάνε στον Καιάδα της

ανυπαρξίας.(…)

Το μόνο σίγουρο που – έτσι νομίζουν αυτοί – γνωρίζω για την ύπαρξή μου είναι

ακριβώς αυτό: πως είμαι ένας αφανής τρόφιμος κάποιου δημόσιου ψυχιατρείου,

λίγο πιο πέρα από το λόφο της Ακρόπολης. (…) Δεν μιλάω σε κανέναν, δεν

απαντάω σε ερωτήσεις. Τους αφήνω να με κοιτάνε ή να με παρακολουθούν πίσω από

το τζάμι ή στις μοναχικές μου βόλτες έξω στο μικρό δασάκι και να ψάχνουν να

βρουν ή να μαντέψουν τα μεγάλα μυστικά που κουβαλάω στην ψυχή μου. Άλλοι

κάνουν απεργία πείνας, εγώ κάνω απεργία μνήμης. Γι’ αυτούς μόνο. Μέσα μου τα

θυμάμαι όλα. Ανάκατες οι μνήμες, αλλά καθόλου μπερδεμένες.

Και τι δεν σκαρφίστηκαν αυτοί οι δεκατέσσερις παραμυθάδες για μένα, πότε για

το καλό μου, την τιμή μου και την υπόληψή μου και πότε για την ατίμωσή μου.

Άλλος με είπε επαναστάτη ιδεολόγο, φίλο και μπροστάρη του λαού μου, άλλος, το

εντελώς αντίθετο, πως ήμουνα τάχατες προδότης και κλέφτης του ιδρώτα των

παλιών συντρόφων μου. Άλλος με περιέγραψε ως παθιασμένο εραστή του έρωτα και

άλλος πως ήμουνα ανέραστος για χρόνια, κάποιος τρίτος μου κόλλησε τη ρετσινιά

πως είχα διατελέσει και αρσενοκοίτης,(…) ενώ πότε με παντρεύουν ή με κάνουν

αγαπητικό της μιας και της άλλης, όπως, ας πούμε συνέβη και στον Οδυσσέα με

την Κίρκη, τη Ναυσικά και την Καλυψώ, κι ένας άλλος τάχα μου με βάζει να συζώ

απομονωμένος ως ψαράς με μια ηλίθια ξερόκωλη Μάργκαρετ – εγώ με Μάργκαρετ! –

με την οποία έχω και παιδί, τον Χόρχε. Όσο για την κορούλα μου την Τερέσα, που

γύρισε τον κόσμο να με βρει – κι ακόμα δεν με βρήκε, γιατί εγώ δεν μπορώ να

βρεθώ, μόνο να υπάρξω μπορώ μέσα στις ψυχές όλων – από τον έναν στον άλλον,

περιγραφόταν πότε σαν όσια παρθένα, πότε σαν πουτανάκι και πρεζόνι και πότε

σαν αληθινή κόρη του επαναστάτη Ούγο Αλμένδρος. Είμαι ταυτόχρονα ελευθερωτής,

χίπης, ληστής, τρομοκράτης, ανέραστος και μέγας εραστής, αδερφή, άπιστος και

πιστός μαζί, οραματιστής ενός καινούργιου κόσμου, αλλά και υποταγμένο

ανθρωπάκι. Ποιος; Εγώ, ο Ούγο Αλμένδρος. Τους σκότωσα όλους. (Ή σχεδόν…)

Και πρώτον απ’ όλους τον Νικολό, αυτόν που με έβαλε ψαρά σε ένα ξερονήσι της

Σκωτίας. Ήθελες να με παρατήσεις, φίλε; Να με ταπεινώσεις; Να αποκαλύψεις τάχα

ότι να, ο επαναστάτης σας, αυτός που περιμένετε να σας ελευθερώσει από την

τυραννία και τον εξανδραποδισμό των μονοπωλίων, βρίσκεται τώρα αραγμένος σε

μια no man’s land, μαγειρεύοντας ψάρια στην αμμουδιά; E, όχι!

Πήγα λοιπόν μέχρι τη Ρώμη και του λέω «Νικολάκη, θα σε πάρω να φύγουμε». Μου

λέει «εγώ δεν φοβάμαι». E, βέβαια! Έγινε κι αυτός φίρμα! Μου έριξε τόση λάσπη

και δε φοβάται κιόλας! Κι όπως με κοίταζε – όπως ο Βρούτος τον Καίσαρα πριν

τον μαχαιρώσει πισώπλατα – του έχωσα το πρόσωπο στη «λάσπη».

(…) Σειρά μετά είχε η Φεριντέ η Τουρκάλα – θυμάστε, αυτή που ήρθε εδώ που

είμαι εγώ τώρα, στην Αθήνα, κι ερωτεύτηκε σφόδρα κάποιον ονόματι Ανταίο, τι

μας νοιάζει εμάς κυρά μου… – και την οποία βρήκα λυπημένη για τους χαμένους

νεκρούς από τα χτυπήματα της Αλ Κάιντα και για τα χέρια του τρόμου πάνω απ’

την παγκοσμιοποιημένη κοινωνία των Μακντόναλντς, της Shell και των εμπόρων

όπλων, κι αφού κουβεντιάσαμε λίγο – με εμένα ως αόρατο πνεύμα – για το χτύπημα

του εκδημοκρατισμού στην Τουρκία, το Ισλάμ και τον παράδεισο με το ρύζι και τα

χανουμάκια, τη ρώτησα ποια θα είναι η ανταμοιβή των γυναικών στον άλλο κόσμο

και απάντησε ότι πρέπει επιτέλους η επανάσταση να μεταφερθεί στον παράδεισο

και ο αγώνας για τα δικαιώματα της γυναίκας να φυτευτεί στους κήπους του

Αλλάχ, την άφησα να πνιγεί μέσα στα ιδεολογικά της αδιέξοδα και πέρασα

μεταμφιεσμένος σε Εβραίο, πήγα στο Τείχος των Δακρύων, όπου βρήκα να χτυπάει

το κεφάλι του ο Έτγκαρ, τον ρώτησα – εγώ πάντα αόρατος πίσω από το Τείχος –

για τη Γη της Επαγγελίας κι αν αληθεύει ότι οι Εβραίοι είναι ο περιούσιος λαός

του Θεού που μισεί θανάσιμα τον Μωάμεθ, αλλά ο Έτγκαρ απάντησε με μια βρισιά

που δεν κατάλαβα κι έφυγα, αφήνοντάς τον, έτσι κι αλλιώς, να σπάει το κεφάλι

του και το αίμα να γίνεται αγία κοινωνία ανακατεμένη με δάκρυα.

Δύσκολα έβγαλα από τη μέση τον Πάβελ – αυτόν που ήθελε να δολοφονήσει τη χήρα

μου την Εσπεράνσα*- καθ’ ότι, ως παλιός αντικαθεστωτικός, ήξερε να κρύβεται

από τους διώκτες του, τον ξετρύπωσα όμως σε μια διάλεξη που έκανε για την

προδοσία των οραμάτων από τον υπαρκτό σοσιαλισμό και τον πυροβόλησα από τον

εξώστη, σκοπεύοντάς τον μέσα από τηλεφακό.

(…) Μετά πλέον έπρεπε να έρθω στην Ελλάδα, να σκοτώσω και τους άλλους τρεις,

τη Λένα, τον Αλέξαντρο και τον μπάρμπα-Χόρχε.(…) Αυτός ο μπαρμπα-Χόρχε τους

είχε κλείσει ραντεβού σε ένα μπαρ κι ήταν κι οι τρεις μαζί, όταν τους

συνάντησα, μεταμφιεσμένος ως ο «Αόρατος άνθρωπος» του Χέρμπερτ Τζορτζ Γουέλς.

(…) Και, ω του θαύματος, ξαφνικά ένιωσα πως ναι, δεν έπρεπε να τους σκοτώσω,

ούτε και τους άλλους που προηγήθηκαν, ήτανε λάθος μου μεγάλο, ωραίοι ήταν όλοι

τους «και οι 14 ήταν καθάρματα»11, έτσι όφειλαν να κάνουν γράφοντας για μένα

και τις προδομένες επαναστάσεις, έτσι όπως το έκαναν, ο καθένας από τη δική

του σκοπιά, τη δική του κουλτούρα και Ιστορία, ο καθένας με το προσωπικό του

συγγραφικό ήθος και ύφος.

(…) Ζητάω συγγνώμη από τους ήδη «εκτελεσθέντες» συγγραφείς, και ως πνεύμα

που είμαι τους εμφύσησα ζωή κι ελπίδα… Συνεχίστε να με φαντάζεστε πάντα, να

με προπαγανδίζετε πάντα, εμένα, τον Ένα, τον Κανένα.

Την άλλη μέρα πήδηξα από τον τοίχο του φρενοκομείου κι από τότε δεν

ξαναγύρισα. Τέρμα πια στην απεργία της μνήμης. H Μνήμη είναι η ζωή, η

Επανάσταση είναι ζωή, άρα η Μνήμη είναι Επανάσταση. Σεργιανάω στην όμορφη

Αθήνα και χαίρομαι που εδώ θα τελεστούν οι επόμενοι Ολυμπιακοί Αγώνες κι εγώ

θα είμαι παρών, ως το πνεύμα του Καλού, της συναδέλφωσης των λαών και των

πολιτισμών, το αιώνιο πνεύμα της «επανάστασης φυτών και λουλουδιών».

Global Novel τέλος (;).

INFO

To «Global Novel» θα κυκλοφορεί από τις 8 Δεκεμβρίου ως βιβλίο από τις

Εκδόσεις Καστανιώτη.