Ονειρευτείτε και κυνηγήστε την τύχη. Τι άλλο να κυνηγήσει κανείς στις μέρες

μας; Στη φωτογραφία από το «Σόου των εκατομμυρίων»

Κάθησε στο κέντρο της σκηνής, αναπαυτικά. Έχεις ήδη κερδίσει με μόνη την

παρουσία σου εκεί τα 1.000 ευρώ. Απέναντί σου γλυκός, φιλικός ο παρουσιαστής

θα σου κάνει εύκολες ερωτήσεις. «Σε ποιο νησί βρίσκεται το Ασκληπιείο; A.

Λέσβο, B. Ασκληπιάδα, Γ. Κω».

Αλλά δεν χρειάζεται καν να σκεφθείς τις απαντήσεις. Υπάρχει μια ομάδα

διασημοτήτων του θεάματος, οι οποίοι θα κάνουν τον κόπο να σκεφθούν για χάρη

σου, θα δώσουν την απάντηση και αν έχεις την τύχη να τη γνωρίζουν θα κερδίσεις

ακόμα περισσότερα χρήματα, όλο και πιο πολλά, τόσα που να ενθρονιστείς στην

κατακόκκινη πολυθρόνα, σύμβολο της «εξουσίας» του χρήματος που μόλις

απέκτησες. Αλλά και αυτήν τη θέση θα πρέπει να αποδείξει και πάλι η τύχη ότι

την αξίζεις για να την κρατήσεις, θα πρέπει δηλαδή να μη βρεθεί μέσα σε μία

εβδομάδα άλλος, περισσότερο τυχερός.

Έτσι σκηνοθετεί το «Σόου των εκατομμυρίων» (Mega) τον ρόλο της τύχης.

Όπως όλα τα ανάλογα που τον αναδεικνύουν σε κεντρικό του συστήματος

εργασία-οικονομία, κατευνάζοντας την αίσθηση της σκληρότητας ενός κόσμου

υλικών ανισοτήτων.

Χορηγός του δεν είναι μια οποιαδήποτε εμπορική φίρμα, αλλά ο ΟΠΑΠ, ένα άλλο

σύστημα τυχερών παιχνιδιών, ευρύτερο, με την κρατική νομιμοποίηση, που

υπόσχεται ακόμα περισσότερα κέρδη στους πιστούς του. Ταυτισμένα τα δύο

συστήματα, αυτό του τηλεοπτικού, λαϊκού θεάματος και των ονείρων του εύκολου

σουξέ, με εκείνο του «τζόγου», των υποσχέσεων ότι τα όνειρα της σκανδαλώδους

κατανάλωσης μπορεί και να βγουν αληθινά, ενισχύουν ακόμη περισσότερο αυτήν την

έννοια του μοιραίου, του «τυχερού», που δεν έχει σχέση με φυσικά και

πνευματικά προσόντα και τη σκληρότητα του ανταγωνισμού.

Σε μια κοινωνία που εξαίρει την υλική ανταμοιβή και το δικαίωμα του

καθενός σε αυτήν, αλλά περιορίζει στη μειοψηφία τις ευκαιρίες απόκτησής της,

είναι επόμενο τα τυχερά παιχνίδια να έχουν μεγάλη απήχηση. H έννοια της

«τύχης» εμφανίζεται ως η μέθοδος για να μειωθεί στο ελάχιστο η αίσθηση της

αποτυχίας.

Και επειδή η γνώση είναι ο κοινωνικά αποδεκτός δρόμος προς την εξουσία, την

επιρροή και τις υλικές ανταμοιβές, συνήθως τα τηλεπαιχνίδια είναι και

παιχνίδια γνώσεων. Τις περισσότερες φορές τετριμμένων, γνώσεων της «βασικής

εκπαίδευσης», με ελάχιστες εξαιρέσεις ελαφρώς πιο εξειδικευμένων, που όμως

είναι υπόθεση της τύχης να πέσουν στον παίκτη ή όχι. Ο παράγοντας «τύχη»,

δηλαδή, έχει μονίμως τον κεντρικό ρόλο, ένα είδος δημοκρατικού άλλοθι.

Στο «Σόου των εκατομμυρίων» την «τύχη» την αναλαμβάνει εξ ολοκλήρου το ίδιο το

θέαμα, η σκηνοθεσία του σόου. Μια ομάδα από πέντε διασημότητες μεσολαβεί με

τις γνώσεις της για να κερδίσει ο παίκτης. H σόου μπίζνες, η αυτοκρατορία του

θεάματος κινεί τα νήματα της τύχης. Από τον παίκτη δεν ζητείται παρά μόνο η

παρουσία, η οποία πριμοδοτείται με 1.000 ευρώ. Χωρίς να κάνει τίποτα. Ο ρόλος

του περιορίζεται στο αν θα δεχθεί τη διασημότητα, που έχει υποδείξει μια άλλη

«τυχερή» διαδικασία – φωτάκια που αναβοσβήνουν σαν οπτική ρουλέτα για να

σταθούν σε μία από τις πέντε διασημότητες -, να απαντήσει για λογαριασμό του.

Αν ο παίκτης θεωρεί ότι δεν γνωρίζει ο συγκεκριμένος την απάντηση που θα του

δώσει τη νίκη, θα ζητήσει νέα επιλογή, αλλά και πάλι τα φωτάκια θα του

υποδείξουν ποια.

Σημασία στα τηλεπαιχνίδια του είδους δεν έχει ποιος είναι ο εξυπνότερος

ή ο πιο μορφωμένος, αλλά ο πιο τυχερός. Και σε τι συνίσταται η τύχη; Στο

πρόσκαιρο «ξελάσπωμα». Για να προσφέρει ανακούφιση εκεί στον πάτο της

ιεραρχικής πυραμίδας του πλούτου, όπου οι λίγοι παραμένουν στην κορυφή. H

δημοκρατία όμως δεν αποδέχεται άλλου είδους διαφορές για την άνιση κατανομή

μεταξύ ίσων. H τύχη κατευνάζει τη σκληρότητα. Γι’ αυτό και η απόλαυση είναι

εξασφαλισμένη. Για τους παίκτες, που όλοι κερδίζουν εδώ, δεν υπάρχει χαμένος.

Το απόλυτο δημοκρατικό όνειρο.