Σχέδιο αποχώρησης του Δημοσίου από τις τράπεζες θέτει σε εφαρμογή το

οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. H πρώτη κίνηση στην κατεύθυνση αυτή έγινε

με την πώληση του 11% των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας που κατείχε η ΔΕΚΑ, ενώ

εξετάζεται στο μέλλον να διατεθεί σε ιδιώτες και το υπόλοιπο ποσοστό (7,8%)

που εξακολουθεί να κατέχει το Δημόσιο στο μετοχικό κεφάλαιο της μεγαλύτερης

τράπεζας της χώρας.

Στο σχέδιο αυτό περιλαμβάνεται ακόμη η στενότερη συνεργασία της Εμπορικής

Τράπεζας με την Credit Agricole, μέσω της πώλησης στη γαλλική τράπεζα και του

υπόλοιπου 9,46% των μετοχών που κατέχει η ΔΕΚΑ, ενώ η διοίκηση της Εμπορικής

και το οικονομικό επιτελείο βλέπουν με καλό μάτι την πρόθεση των Γάλλων να

διευρύνουν τη συμμετοχή τους στο 30% του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας,

γεγονός που αναμένεται να επιφέρει αλλαγές και στο κρίσιμο θέμα του

μάνατζμεντ. Την ερχόμενη εβδομάδα θα ληφθεί η οριστική απόφαση για το μέλλον

του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου και το πιθανότερο σενάριο είναι η προκήρυξη

διαγωνισμού για την πώλησή του, ενώ σε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία πώλησης

σημαντικού ποσοστού του μετοχικού κεφαλαίου της Γενικής Τράπεζας σε στρατηγικό

επενδυτή.

Αλλαγή σκηνικού

Οι εξελίξεις αυτές αναμένεται να αλλάξουν ριζικά τον τραπεζικό χάρτη στην

Ελλάδα, καθώς η αποχώρηση του κράτους αφήνει πεδίο ελεύθερο για την είσοδο

ιδιωτικών κεφαλαίων. Για παράδειγμα, η πώληση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου σε

κάποια από τις μεγάλες τράπεζες της χώρας θα επιφέρει αλλαγές στην κατάταξη

των εγχώριων τραπεζών με βάση τα μερίδιά τους στην αγορά.

Εξαίρεση η Αγροτική

Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θεωρούν πλέον ότι στο καθεστώς της

απελευθερωμένης αγοράς της ευρωζώνης η διατήρηση της παρουσίας του κράτους

στον τραπεζικό τομέα δεν εξυπηρετεί κανέναν στρατηγικό σκοπό. Γι’ αυτό, στόχος

είναι να αποσυρθεί το κράτος από τις μέχρι τώρα κρατικές τράπεζες, εκτός από

την Αγροτική, λόγω του ιδιαίτερου ρόλου που παίζει η τράπεζα στην αγροτική

οικονομία. Το σκεπτικό της απόφασης αυτής είναι ότι οι τράπεζες θα πρέπει να

απελευθερωθούν από κάθε είδους κρατική παρέμβαση, ώστε να χαράξουν την

πολιτική τους με βάση μόνο τις ανάγκες που επιβάλλει η ανάπτυξή τους στο

καθεστώς του έντονου ανταγωνισμού που διαμορφώνεται στο περιβάλλον της

ευρωζώνης.

Στις ΔΕΚΟ

Βεβαίως, η πολιτική αυτή δεν πρόκειται να εφαρμοσθεί στις ΔΕΚΟ. Στον τομέα των

δημοσίων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα στην κοινή ωφέλεια, η κυβέρνηση θα

προχωρήσει στην πώληση και νέων πακέτων μετοχών σε ιδιώτες επενδυτές,

απευθείας ή μέσω Χρηματιστηρίου, όμως σε καμία περίπτωση δεν εξετάζεται να

πέσει κάτω από το κρίσιμο όριο του 33% η συμμετοχή του κράτους στο μετοχικό

τους κεφάλαιο, ώστε να μη χαθεί ο έλεγχος, που θεωρείται κρίσιμος. H

ολοκλήρωση του σχεδίου δεν θα πρέπει, πάντως, να αναμένεται στο άμεσο μέλλον,

λόγω και των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών. Οπότε, η υλοποίηση ενός μεγάλου

μέρους των σχεδιασμών θα πρέπει να αναμένεται μετά τις εκλογές.

H γέννηση της ιδέας

Το «σχέδιο αποχώρησης» του Δημοσίου από τις τράπεζες τέθηκε στο τραπέζι της

κυβέρνησης μετά το ναυάγιο του αρραβώνα Εθνικής – Alpha Bank, το 2001. H ιδέα

του σχεδίου αυτού προέβλεπε τη δημιουργία ισχυρών τραπεζικών ιδρυμάτων μέσω

συγχωνεύσεων, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις νέες συνθήκες της

ελληνικής οικονομίας. H κωδική ονομασία του σχεδίου αυτού ήταν «Εθνικός

Πρωταθλητής». Σε αυτό εντασσόταν αρχικά η πώληση της Ιονικής Τράπεζας, αλλά

και άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων υπό κρατικό έλεγχο, με αποκορύφωμα την

προσπάθεια δημιουργίας του ελληνικού τραπεζικού γίγαντα με τη συγχώνευση

Εθνικής – Alpha Bank. Ύστερα από την αποτυχία της προσπάθειας αυτής,

τραπεζίτες και κυβέρνηση διαπίστωσαν ότι πολύ δύσκολα μπορούν να διατηρηθούν

ισορροπίες στην αγορά και να ξεπεραστούν διάφορα προβλήματα εσωτερικής

λειτουργίας και νοοτροπίας κάθε τράπεζας, ώστε να προκύψουν ένας ή

περισσότεροι «Εθνικοί Πρωταθλητές». Έτσι ξεκίνησε το σημερινό σχέδιο

αποχώρησης του Δημοσίου, με στόχο να δοθεί στην αγορά η ευκαιρία να αποφασίσει

μόνη της για το μέλλον σε ένα ισχυρό ανταγωνισμό, ο οποίος οξύνεται διαρκώς

και προέρχεται και από το εξωτερικό.

Ήδη, πάντως, οι τράπεζες Εθνική, Alpha Bank και Πειραιώς έχουν κάνει σημαντικά

βήματα στη γειτονική αγορά, αλλά και γενικότερα στις διεθνείς αγορές, ενώ

βρίσκονται σε εξέλιξη συμμαχίες με ξένους επενδυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα

αποτελούν οι διαπραγματεύσεις του Δημοσίου, της Εμπορικής Τράπεζας και της

Credit Agricole. Οι Γάλλοι διαπραγματεύονται με την ελληνική πλευρά τη

σταδιακή αύξηση του ποσοστού τους στην Εμπορική Τράπεζα και, ενδεχομένως, τον

έλεγχο του μάνατζμεντ. Ζητούν, πέρα από το 9,46% της Εμπορικής που κατέχει

σήμερα το Δημόσιο, να έχουν «πρόσβαση» και σε άλλες μετοχές φτάνοντας σταδιακά

μέχρι και το 30%.

Εξάλλου, με την πώληση του 11% της Εθνικής Τράπεζας από το Ελληνικό Δημόσιο

ενισχύθηκε σημαντικά η συμμετοχή των ξένων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα

(ελέγχουν περίπου το 25% της τράπεζας), ενώ η διαδικασία εύρεσης στρατηγικού

εταίρου για τη Γενική Τράπεζα αφορά και σε ξένους επενδυτές.

Στη δεκαετία του 1990

Παλαιότερα, στη δεκαετία του 1990, κυριαρχούσε η ιδέα για τη δημιουργία ενός

«μεγάλο κρατικού τραπεζικού βραχίονα». Το σχέδιο αυτό, το οποίο εγκαταλείφθηκε

μετά το 1998-1999, είχε στόχο να χωρίσει την τραπεζική αγορά σε δύο μεγάλα

«στρατόπεδα»: το ένα να ελέγχεται από το κράτος και το άλλο να είναι πλήρως

ιδιωτικοποιημένο. Στόχος ήταν, με τον τρόπο αυτόν, να δημιουργηθούν συνθήκες

οξυμένου, αλλά ταυτόχρονα υγιούς ανταγωνισμού, αφού θα είχε σημαντικό ρόλο και

έλεγχο το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό είχαν εξεταστεί διάφορα σενάρια, όπως, για

παράδειγμα, η συγχώνευση όλων ή των περισσότερων μεγάλων εμπορικών τραπεζών

που ελέγχονταν από το κράτος.

Έχοντας την εμπειρία αυτή οι τραπεζίτες, απαντώντας σήμερα στην ερώτηση «πώς

σας φαίνεται το ενδεχόμενο συγχώνευσης της Εθνικής με την Εμπορική», λένε –

τις περισσότερες φορές – την ίδια σχεδόν φράση: «Σήμερα δεν μπορούμε να

γυρίσουμε πίσω».

Λίγες τράπεζες θα μείνουν στην Ελλάδα

Λίγες τράπεζες – σε βάθος χρόνου – θα παραμείνουν στην ελληνική οικονομία,

όπως προβλέπουν οι ίδιοι οι τραπεζίτες. Αν και θεωρούν ότι, προς το παρόν,

υπάρχει χώρος για τις υφιστάμενες τράπεζες, λόγω του μεγάλου εύρους των

τραπεζικών εργασιών, προβλέπουν ότι στο μέλλον ο σκληρός ανταγωνισμός θα

οδηγήσει στην ανάγκη για μεγαλύτερες και ισχυρότερες τράπεζες, προκαλώντας

σημαντικές ανακατατάξεις στην ελληνική αγορά.

Κύκλοι της Alpha Bank πιστεύουν ότι, αν και τα επόμενα 3-5 χρόνια θα υπάρχει

αύξηση των τραπεζικών εργασιών – οπότε δικαιολογείται η παρουσία ενός μεγάλου

αριθμού τραπεζών -, η τάση στο τραπεζικό σύστημα είναι η αύξηση των μεγεθών.

Με τη διαπίστωση αυτή συμφωνεί και ο κ. Στουρνάρας, ο οποίος υποστηρίζει ότι

«στην γρήγορα αναπτυσσόμενη ελληνική αγορά υπάρχει χώρος για όλες τις

υπάρχουσες τράπεζες. Σε βάθος χρόνου η περαιτέρω συγκέντρωση του τραπεζικού

συστήματος, δηλαδή ο μικρός αριθμός τραπεζών, θα εξαρτηθεί από τον βαθμό της

ουσιαστικής ενοποίησης της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς».