Το ν’ αμαρτάνει κανείς, ενώ οι γύρω του φαίνονται ενάρετοι, μπορεί, όσο κι αν

είναι αδικαιολόγητο, να τον εμφανίζει κατακριτέο. Αλλά το να «αμαρτάνουν», αν

όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι και να ακούνε τον «αναβαλλόμενο» οι

«ενάρετοι», τότε σίγουρα έχουμε μια μορφή φασισμού. Δεν εννοούμε ότι οι

«διακοπές» ή η πάσης φύσεως «φυγή» από την Αθήνα και τα μεγάλα αστικά κέντρα

το καλοκαίρι είναι αμαρτία. Από το σημείο όμως αυτό ώς την αντιμετώπιση

εκείνων που δεν «διακόπτουν», ως υποδεέστερων κοινωνικά ή ως μειονεκτούντων

ηθικά ατόμων, η απόσταση είναι τεράστια.

Πρώτα απ’ όλα η υστερία της «φυγής» αποκαλύπτει ένα τεράστιας σημασίας

κοινωνικό πρόβλημα: Ότι κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων μηνών, συναλλάσσεται

κανείς με άτομα δυστυχισμένα, που ξέρουν, ωστόσο, να το κρύβουνε. Με άτομα που

τα τριάμισι – αν όχι περισσότερο – τέταρτα του χρόνου τους, νιώθουν άβολα και

«ξένα» μέσα στην οικογένειά τους και τη δουλειά τους. Άτομα που δεν ζούνε παρά

για να δραπετεύσουν, αλλά η «επίσημη» ευκαιρία δεν τους προσφέρεται παρά μόνο

το καλοκαίρι.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ένας άνθρωπος που δεν «φεύγει», δεν

«διακόπτει», είναι ένας άνθρωπος αυτάρκης, ικανοποιημένος, που μπορεί να

συναλλάσσεται φυσιολογικά, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα στους άλλους,

χειμώνα – καλοκαίρι. Αντίθετα, ένας άνθρωπος που τον απασχολεί τόσο έντονα το

να «φύγει» (να πάει πού;) η αναποτελεσματικότητα στη δουλειά και (το ακόμη

χειρότερο) η επιθετικότητα στις σχέσεις, είναι το φυσικό επακόλουθο τής, εκ

των πραγμάτων αδύνατο να πραγματοποιείται διαρκώς, «απόδρασής» του.

Ως εδώ, έστω, τα πράγματα δεν είναι δραματικά, γιατί παραμένουν υπό έλεγχο, αν

όχι σε πρακτικό, σε ψυχολογικό τουλάχιστον επίπεδο. Έχουμε αναρωτηθεί, όμως,

για τα προβλήματα που δημιουργεί σε μια κοινωνία αυτός ο τεράστιος αριθμός

ανθρώπων που αναβάλλει διαρκώς να έρθει σε μια κατά μέτωπο αντιμετώπιση με τις

πάσης φύσεως «εκκρεμότητες» της ζωής του; Με το πρόσχημα «ας έρθει με το καλό

το καλοκαίρι» κι έπειτα «αφού περάσουν οι διακοπές», αναβάλλουμε διαρκώς τις

εκκρεμότητες του εσωτερικού μας βίου, αδιαφορώντας για τον επείγοντα, έτσι ή

αλλιώς, χαρακτήρα τους.

Οι εκκρεμότητες που δεν αντιμετωπίζονται έστω κι αν δεν γίνεται να

διευθετηθούν, καθώς μάλιστα ο ανοικτίρμων χρόνος τις πολλαπλασιάζει,

δημιουργούν την πλέον εύφλεκτη «ύλη» μιας κοινωνίας, ανθρώπους ηθικά και

υπαρξιακά αμήχανους και μετέωρους. Ανθρώπους που δεν αισθάνονται να ζούνε παρά

μόνον όταν «ακροώνται» όλο και πιο «οξυμμένα» δελτία ειδήσεων.

Φτάνει να σκεφτούμε για μια μόνο στιγμή τι σημαίνει, σε ηθικό, πρώτιστα,

επίπεδο, αυτή η διαρκής «μετακίνηση» των προσωπικών μας εκκρεμοτήτων, για να

αντιληφθούμε πως η μετάθεση των προβλημάτων που έχουν σχέση με την Εφορία, την

αγορά ενός ακινήτου ή το Χρηματιστήριο ακόμη, είναι, κυριολεκτικά, αστεία

υπόθεση. Και όλα αυτά χωρίς να θίγουμε ένα επίσης τεράστιο θέμα: Μια κοινωνία,

όσο κι αν ζει ή πορεύεται αυτοσχεδιαστικά, δεν μπορεί να μην εγκολπώνεται

προστατευτικά, όσους δεν δύνανται για λόγους οικονομικούς να «διακόψουν»,

δημιουργώντας τους ένα, επιπλέον, αίσθημα μειονεξίας.

Μήπως οι διαφημιζόμενες, ως άκρα δημοκρατικότης, διακοπές των αξιωματούχων της

πολιτικής ζωής, μεσούντος του καλοκαιριού, θα έπρεπε να θεωρούνται πια ως

συστοιχία μ’ έναν απάνθρωπο συρμό;

Ο Θανάσης Θ. Νιάρχος είναι ποιητής, συνεκδότης του περιοδικού «Λέξη».