Μουταλάσκη.
|
|
H Μουταλάσκη (τουρκ. Talas) είναι πόλη που βρίσκεται 8 χλμ. NA της Καισάρειας
στις βορειοανατολικές υπώρειες του Διδύμου. Το 1924 είχε 191 οικογένειες (843
άτομα) Ελλήνων τουρκόφωνων και 4.000 περίπου Τούρκους. H Μουταλάσκη ήταν
μουδουρλίκι και υπαγόταν στο καϊμακαμλίκι και μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας
και στο βαλελίκι της Άγκυρας. Εκκλησιαστικά ανήκε στη Μητρόπολη της
Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς και τουρκικούς
οικισμούς.
Με τους Τούρκους της πατρίδας μας περνούσαμε καλά
(Μαρτυρία Μαρίας Δεβλέτογλου, Ηράκλειο Αττικής –
αποσπάσματα)
|
| Ελληνικός στρατός στα ορεινά της Προύσας («Χρονικό Μικρασιατικού Πολέμου, 1919-1922»)
|
Με τους Τούρκους της πατρίδας μας περνούσαμε καλά. Ήσαν φτωχοί και τους
παίρναμε στις δουλειές μας. Τους πληρώναμε για ό,τι μας έκαναν. Ήμασταν κύριοι
κι ήσαν δούλοι. Και οι Έλληνες και οι Αρμεναίοι ήσαν πλούσιοι. Οι Τούρκοι
κυρίους μας έλεγαν.
Ήρθε μετά ο πόλεμος. Βγήκαν τελάληδες και καλούσαν τους στρατιώτες. Ήταν να
πάει κι ο πατέρας μου στρατιώτης, μα πληρώσαμε και γλίτωσε. Άρχισαν οι
φασαρίες και οι ταραχές. Κλείσαν τα σχολεία. H μια από την άλλη ρωτούσαμε να
μάθομε: «Θα ‘ρθουν σήμερα; Θα μας κόψουν;». Ήμουνα μικρή! Πέντε χρονώ θα
ήμουνα, στο νηπιαγωγείο πήγαινα, κι ήρθαν μια μέρα οι Τούρκοι στην Καισάρεια
να μας καθαρίσουν. Κρυφτήκαμε στις εκκλησές. Έτρεξαν κι οι Τούρκοι της
πατρίδας μας να μας βοηθήσουν. Δεν άφησαν να μας κάμουν κακό. Ανάγκασαν τους
ξένους να φύγουν, κι εμείς γλιτώσαμε.
Είχαμε μετά τη σφαγή των Αρμεναίων. Κι άλλη φορά τους σφάξανε, μ’ αυτή τη φορά
έπεσαν απάνω τους, πώς να σου το πω, σαν θηρία. Σκοτώνανε, σφάζανε, έστελναν
εξορία, τους ανάγκαζαν ν’ αλλάξουν πίστη, κι άρπαζαν τα κορίτσια τους. Πολλά
έτρεξαν σ’ εμάς να τα κρύψομε. Και κρύψαμε. Κυνηγούσαν τους Αρμεναίους κι
εμείς τρέμαμε. «Κόψαν τους Αρμεναίους, αύριο θα ‘ρθει η σειρά μας».
Μια μέρα αρχίσανε να μας χτυπούν κι εμάς. Το περισσότερο έγινε γιατί έμαθαν
πως οι Έλληνες έστειλαν χρήματα στην Ελλάδα για τον ελληνικό στόλο και το
στρατό. Μόλις το έμαθαν οι Τούρκοι άρχισαν να αγριεύουν. Έπιασαν τότε στη
Σαμψούντα πολλούς Έλληνες και τους έστειλαν εξορία. Οι συγγενείς μας
κυνηγήθηκαν τότε πολύ. Στο Άκdαγμαdεν πιάσανε έναν ξάδελφο του ανδρός μου.
Ήταν πολύ πλούσιος. Κακό δεν είχε κάμει σε κανένα. Γι’ αυτό, άμα τον φωνάξανε
οι Τούρκοι, πήγε μαζί τους πρόθυμα χωρίς κανένα φόβο. Εκείνοι τον πήγαν στην
Άγκυρα και τον κρέμασαν. «Πλούσιος δεν είναι; κι αυτός στέλνει λεφτά στην
Ελλάδα», είπανε, και του βάλανε τη θελιά στο λαιμό.
Περάσανε κι αυτά, κι ακούσαμε μετά πως ήρθαν οι Έλληνες στη Σμύρνη. Άρχισαν να
μας έρχονται από την Άγκυρα οι οικογένειες των Τούρκων αξιωματικών. Ήρθαν και
έμειναν στα σπίτια μας. Κατεβαίναμε από τους οdάδες για να καθίσουν εκείνοι.
Κείνο τον καιρό είχαμε κρυφή ελπίδα πως θα έρθουν οι Έλληνες να μας
ελευθερώσουν. Πέρασαν λίγες εβδομάδες κι ακούσαμε την καταστροφή της
Σμύρνης…
Κρύβαμε λίρες μέσα σε βούτυρο. Και σε χουρμάδες
Στα ’22 δώσανε άδεια σε τριάντα μέρες όποιος θέλει να φύγει. Πήραμε τη μεγάλη
απόφαση. Να φύγομε. Είχαμε αγαναχτήσει τόσο, που τίποτε δεν μπορούσε να μας
κρατήσει. Από το σπίτι το δικό μας θα φεύγαμε εγώ, ο άνδρας μου, ο αδελφός μου
και ο κουνιάδος μου. Οι γονείς μας μένανε. Με πολλές πονηριές καταφέραμε να
φέρομε λίρες μαζί μας. Τις ράβαμε σε σακουλάκια, μετά ολόκληρο το σακουλάκι το
βουτούσαμε μέσα σε κόλλα και, όπως η κόλλα ήταν ακόμη υγρή, το χώναμε μέσα σε
μαλλιά. Κολλούσαν γύρω γύρω τα μαλλιά και δεν καταλάβαινες αν κρύβεται μέσα
τίποτα. Ρίχναμε και μέσα σε βούτυρο. Βάζαμε και μέσα σε χουρμάδες.
Με το ιταλικό βαπόρι ήρθαμε στη Χίο. Από κει, με ελληνικό φτάσαμε στον
Πειραιά. Τα εισιτήριά μας τα πληρώσαμε για να ‘ρθούμε. Στην Αθήνα με δικά μας
λεφτά φτιάξαμε μια παράγκα και μπήκαμε. Εμείς καραντίνα δεν είδαμε.
Όλα μας φαίνονταν όμορφα. Φέραμε τα λεφτά μας, είχαμε την ελευθερία μας και
ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι…

