Το πρώτο παιδάκι το κλάψαμε και το θάψαμε…

Δυτικά παράλια. Περιφέρεια Αϊδινιού. Μπουγιουκλί

(Μαρτυρία Γιώργου Γρηγορίου – αποσπάσματα)

Το Μπουγιουκλί (τουρκ. Bojuklu), 84 χλμ. NA της Σμύρνης, 26 ΝΔ του Αϊδινιού

και 3 ΝΔ του Γιάμπεϊ, αριθμούσε 1.500 κατοίκους (500 Έλληνες, εποίκους από τα

νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη και 1.000 Τούρκους). Εκκλησιαστικά ανήκε στη

Μητρόπολη Ηλιουπόλεως και Θείρων.

Μέρα γιορτής τον Απρίλιο του 1922 φύγαμε από το χωριό μας. Τρίτη μέρα απ’ την

Κυριακή του Θωμά μάς μαντρίσανε στην εκκλησία μέσα και την άλλη μέρα πρωί-πρωί

μάς σηκώσανε.

Στο Κοτσαρλί, άμα φτάσαμε, σμίξαμε και με τους άλλους χριστιανούς από το

Μπαγάρασι, από το Γιαμπέι.

Όλοι μαζί αρχίσαμε την πεζοπορία. Πού περάσαμε και πού πήγαμε μην τα ρωτάς! Τα

πόδια μας τούμπανα πρησμένα ήτανε και όλο πληγές απ’ το βάδισμα.

Μήνες και μήνες βαδίζαμε! Πού και πού να μείνουμε σε κανένα τούρκικο χωριό έξω

στα χωράφια. Μας έδιναν λίγο φαΐ, ίσα-ίσα να ζήσουμε.

Πήγαμε Καισάρεια· μια βραδιά μείναμε εκεί, και μας πήγανε στο Έβερεκ. Εκεί

σταθμεύσαμε πέντε μήνες. Όλη μέρα δουλεύαμε στην κατασκευή των δρόμων.

Από κει, όταν φύγαμε, βαδίζαμε για τη Νίγδη. Στο δρόμο βρήκαμε ένα παιδάκι

πεθαμένο. Πρησμένο και μελανιασμένο ήτανε, σε κακό χάλι. Ρωμιόπουλο ήτανε. Το

κλάψαμε και σκάψαμε ένα λάκκο και το θάψαμε.

Επιστρατευμένοι Έλληνες από τους Τούρκους οδηγούνται στα περιβόητα τάγματα

εργασίας από τα οποία ελάχιστοι επέστρεψαν (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου

Μικρασιατικών Σπουδών)

Λίγο άμα προχωρήσαμε, βρήκαμε στο δρόμο έναν Έλληνα στρατιώτη αιχμάλωτο, που

το είχε σκάσει. Αυτός μας είπε όλο το κακό που έγινε στα χωριά μας, πώς

σηκώσανε τα γυναικόπαιδα, πώς τα σύρανε μεσ’ στο εσωτερικό της Τουρκίας, τους

θανάτους, τα σκοτώματα που γίνανε. Μας είπε πως συνάντησε στο δρόμο γυναίκες

και παιδιά σε άθλια κατάσταση· η ψείρα έτρεχε από πάνω τους και μισοζωντανοί,

μισοπεθαμένοι ήτανε.

Εμείς εκείνη τη βραδιά μάτι δεν κλείσαμε από την ταραχή μας. Ποιος ξέρει σε τι

κατάσταση να βρίσκονταν και οι δικοί μας, αν ζούσαν!

Την άλλη μέρα στο δρόμο μας βρήκαμε κι άλλο παιδάκι πεθαμένο – ήτανε δεν ήτανε

δέκα χρονών – και πιο κάτω άλλο και πιο κάτω άλλο. Πόσα απαντήσαμε κι εγώ δεν

ξέρω. Το πρώτο το κλάψαμε, το θάψαμε· και το δεύτερο το ίδιο. Ύστερα όμως τα

παρατούσαμε έτσι στη μέση του δρόμου, άκλαφτα και άθαφτα. Ούτε ένα κλαδάκι δε

ρίχναμε επάνω τους, να τα σκεπάσουμε.

Βλακεία κι απομωρία και κτηνωδία πέφτει στον άνθρωπο άμα δυστυχήσει πολύ.

Κτηνώδεις πράξεις κάνει χωρίς να το καταλαβαίνει.

………………

Στο Ουλούκισλα όταν φτάσαμε, βγάλαμε εισιτήριο και μπήκαμε στο τραίνο, εγώ, οι

κόρες του Μεϊμάρη και ο αδελφός μου και άλλοι χριστιανοί.

Στο Μποζάν-νταγ βγήκαμε, αλλάξαμε τραίνο και βγήκαμε στη Μερσίνα. Μας πήρανε

και μας κλείσανε σε μια φάμπρικα έξω απ’ την πόλη. Εκεί μέσα τι βρήκαμε, δεν

περιγράφεται. Βρώμα, ψείρα, αρρώστια, πεθαμένοι. Εκεί βρήκα και τις αδελφές

μου. Έμαθα τότες πως η μητέρα μου, η γυναίκα μου, τα δυό παιδιά μου δε ζούσανε

πια. Κι εγώ και ο αδελφός μου καταλάβαμε πως, αν μέναμε εκεί, δε θα ζούσαμε.

Πήραμε, λοιπόν, την απόφαση και σαλτάραμε απ’ τη μάντρα και γλυτώσαμε.

Είκοσι μέρες έμεινα στη Μερσίνα. Το βράδυ πηγαίναμε και κοιμόμαστε σε μια

εκκλησία. Ήρθε ύστερα καράβι ελληνικό, το «Αρχιπέλαγος», και μας πήρε και

φύγαμε στην Ελλάδα.

Ο αδελφός μου δε θέλησε να μπει. Ήθελε να περιμένει να βγούνε και οι αδελφές

μας και να τις πάρει να έρθουνε μαζί. Δυστυχώς όμως οι αδελφές μας δε βγήκανε

απ’ τη φάρμπικα παρά μόνο πεθαμένες.

Τέλη Οκτωβρίου του 1923 έφυγε το «Αρχιπέλαγος» από Μερσίνα και Νοέμβριο μήνα

του 1923 άραξε στη Ζάκυθο.

Στη Ζάκυθο μια μέρα και μια νύχτα έμεινα μόνο και την άλλη μέρα μπάρκαρα και

βγήκα στον Πειραιά.

Μια Γαλλίδα είχε βρει το παιδί μου να γυρνάει στους δρόμους σα χαμένο

Ένα πρωί – στο λιμάνι του Πειραιά ήμουνα – μου δώσανε την είδηση πως ζει το

κοριτσάκι μου και βρίσκεται στη Μερσίνα. Το είχε περιμαζέψει μια Γαλλίδα, το

‘πλυνε, το ‘ντυσε, το περιποιήθηκε και το είχε, λέει, σαν παιδί της. Το

‘στελνε και σχολείο.

Έγραψα αμέσως στη Μερσίνα στην πρεσβεία και κατάφερα και ήρθα σ’ επαφή με τη

Γαλλίδα και μου έγραψε κι αυτή. Το παιδί, μου έγραφε, το είχε βρει στους

δρόμους, σα χαμένο, ούτε να μιλήσει δεν μπορούσε και ό,τι μπορούσε το ‘κανε.

Τώρα το αγαπούσε, όπως μου έγραφε, περισσότερο κι από παιδί της, αλλά αφού κι

εγώ είχα χάσει όλους τους δικούς μου δεν μπορούσε να μου το στερήσει.

Κι έτσι, κανένα μήνα ύστερα, φίλησα το κοριτσάκι μου, το μόνο θησαυρό που

κράτησα απ’ την πατρίδα.