H νέα Πλατεία Ομονοίας δεν μπορεί να είναι μια ειδυλλιακή συνοικιακή πλατεία,

αλλά ένας μητροπολιτικός κόμβος όπου διασταυρώνονται πολλαπλές κυκλοφοριακές

ροές. Ούτε μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη δικτύων πρασίνου, οργανωμένων

πάρκων και υπαίθριων συλλογικών χώρων από την Αθήνα

Ο κλονισμός αυτός έφερε ξανά στην επιφάνεια, όπως από έναν βυθό που

ανακατεύεται, τους ευερέθιστους υπερασπιστές της τηλεοπτικής «κομψότητας»,

κήνσορες και θεράποντες κάθε είδους. H περίπτωση είναι από εκείνες που μας

προκαλούν να αναζητήσουμε τα πραγματικά αίτια της σύγχυσης. Πρώτο από

αυτά φαίνεται να είναι η παροιμιώδης ανικανότητα των δημόσιων οργανισμών να

επεξεργαστούν και να διαχειριστούν με πειστικό τρόπο μια αστική στρατηγική·

δεύτερο, η απουσία συγκεκριμένων ιδεών για την πόλη που έρχεται· και,

τρίτο, ο λαϊκισμός του «πρασίνου», στον οποίο καταφεύγουν οι πάντες

όταν βρίσκονται σε αμηχανία. Αυτό είναι το τρίπτυχο πάνω στο οποίο

σφυρηλατήθηκε μια σειρά αναχρονιστικών στρεβλώσεων του δημόσιου χώρου, ο

οποίος δέχεται την απειλητική πίεση του ιδιωτικού.

Δεν νομίζω να χρειάζεται ειδική πολεοδομική κατάρτιση για να αντιληφθεί κανείς

ότι η νέα Πλατεία Ομονοίας δεν μπορεί να είναι μια ειδυλλιακή συνοικιακή

πλατεία, αλλά ένας μητροπολιτικός κόμβος όπου διασταυρώνονται πολλαπλές

κυκλοφοριακές ροές. Με παρόμοιο τρόπο η Ομόνοια δεν μπορεί να υποκαταστήσει

την πραγματική έλλειψη δικτύων πρασίνου, οργανωμένων πάρκων και υπαίθριων

συλλογικών χώρων από την Αθήνα. Επαναλαμβάνω: Όχι ότι δεν χρειάζονται τα

δέντρα, αλλά μια πλατεία σαν την Ομόνοια δεν μπορεί να αναλάβει την

υπεραναπλήρωση της έλλειψης του φυσικού στοιχείου, συμμετρική μ’ εκείνη που

ενθαρρύνει η εικονογραφία του αττικού τοπίου. Με τον τρόπο αυτόν απλούστατα

εξουδετερώνεται μια επείγουσα ανάγκη της πόλης και μαζί τα αντανακλαστικά των

κατοίκων απέναντί της που οδηγούνται στην απάθεια: Όσο λιγότερο «πράσινο»

υπάρχει στην πόλη, τόσο πιο ομόθυμα και εκκωφαντικά αυτό διεκδικείται εκεί που

δεν μπορεί να υπάρξει ως τέτοιο.

Να ένα παράδειγμα της υπεραναπλήρωσης που επιχείρησαν οι πολιτικοί, οι

δημοτικοί αξιωματούχοι και τα επηρμένα media στην περίπτωση αυτή. Στο ίδιο

αποτέλεσμα τείνει και η φαντασίωση της «ζαρντινιέρας», που οι αρμόδιες αρχές

προτείνουν ακόμη μια φορά καταχρηστικά. Όπως κάθε φαντασίωση έτσι και αυτή

δεν έχει όρια: η «ζαρντινιέρα» μεταφέρεται αυτούσια ως καρικατούρα

«εξωραϊσμού» από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο, αποκαλύπτοντας την έκταση της

σύγχυσης και το αφόρητο έλλειμμα της δημόσιας αρχιτεκτονικής.

«Καλλωπισμοί» κατόπιν εορτής

Επειδή ακριβώς η μητροπολιτική συνείδηση είναι εκείνη που απωθείται,

ευδοκιμεί το κιτς με φόντο τον επιδεικτικό «εκσυγχρονισμό» των τεχνικών έργων.

Πώς άραγε θα «καλλωπιστούν» κατόπιν εορτής τα νέα κυκλοφοριακά δίκτυα και οι

γιγάντιες υποδομές, που, εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, επεκτείνονται παντού

δίχως κανέναν αρχιτεκτονικό σχεδιασμό; Τη λύση την γνωρίζετε ήδη: με

«ζαρντινιέρες». Εφόσον η φυσιογνωμία της Αθήνας βρίσκεται στο κατώφλι ενός

θεαματικού μετασχηματισμού που προκαλεί άγχος, στο χέρι μας είναι να

διαλέξουμε αν θα τον προετοιμάσουμε ή θα τον υποδεχτούμε εκ των υστέρων με

σπασμούς, κακόγουστη γραφικότητα και δηλώσεις που συγχέουν το σημαντικό με το πομπώδες.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο Τμήμα

Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας