Ότι ο Γ. H. Χάρης υπεραμυνόμενος των διορθώσεών του θα ζητούσε να καλυφθεί

πίσω από την κληρονόμο του ποιητή, ήταν ήδη φανερό από το τέλος Ιουνίου.

Πράγματι, στο άρθρο του της 28.29-6-2003 σημείωνε: «… στην περίπτωσή μας δεν

είναι αδέσποτο το έργο: υπάρχει κληρονόμος του ποιητή, η ποιήτρια Ιουλίτα

Ηλιοπούλου, που από «θεσμική θέση», και όχι μόνο, στηρίζει, παρακολουθεί –

δηλαδή ελέγχει να το πω απλά – ή και υπαγορεύει βασικές ή επιμέρους επιλογές

και κατευθύσεις» (στήλη β’, παργρ. β’). Πάνω σ’ αυτό οφείλουμε να είμαστε

απερίφραστοι: α) H Ιουλίτα Ηλιοπούλου κατά τον κολοφώνα του βιβλίου έχει την

ευθύνη για την καλλιτεχνική επιμέλεια· την τυπογραφική ασκεί στο ακέραιο ο

Γ.X. Αυτό σημαίνει ότι κι αν ακόμα η κληρονόμος του ποιητή υπέδειξε ή επέβαλε

κάποια διόρθωση, υπόλογος για την αποδοχή της διορθωτικής πρότασης είναι ο

τυπογραφικός επιμελητής, εάν, βέβαια, και εφόσον ρωτήθηκε σχετικώς· β) H

Ιουλίτα Ηλιοπούλου έχει ασφαλώς υπέρ αυτής ότι δέθηκε διά βίου με τον ποιητή

«με τα δεσμά του κήπου», αλλά για τον λόγο αυτό δεν διαθέτει κανένα, απολύτως

κανένα προνόμιο, φιλολογικό, ερμηνευτικό, κριτικό, έναντι οποιουδήποτε άλλου

αναγνώστη· γ) Όσα γράφει ο Γ.X. για τη θεσμική θέση της I.H., θα ήταν

προτιμότερο να μη σχολιαστούν. H μόνη θεσμική ισχύς που απορρέει από το

Κληρονομικό Δίκαιο, εξαντλείται επί του προκειμένου στο δικαίωμα της I.H. να

παραδώσει προς εκτύπωση το α ή β κείμενο.

Το ίδιο κατηγορηματικοί οφείλουμε να είμαστε πάνω στο τι διορθώνει και τι δεν

διορθώνει κανείς και μάλιστα σε ποιητικό κείμενο, αναγνωρίζοντας την πλήρη

αδυναμία μας να διατυπώσουμε αρχές και κανόνες. Για να προετοιμάσουμε το

έδαφος, ας κάνουμε ένα μικρό πείραμα. Οι όροι: 1) Να μείνουμε σε κείμενο του

Ελύτη· 2) Σε κείμενο που επιμελήθηκε τυπογραφικά ο ευδοκιμότατος, παρά τις

εμμονές του, Γιάννης Χάρης· 3) Να περιοριστούμε στις πρώτες και στις

τελευταίες αράδες του κειμένου!! Έστω ο δεύτερος τόμος πεζών του Ελύτη «Εν

λευκώ» (Ίκαρος, 1992).

Ανάμεσα στους τελευταίους 9 στίχους τού «Πρόσω ηρέμα» και ολόκληρου του

βιβλίου διαβάζουμε το ενθαρρυντικό: «Κανένας μη λιγοψυχήσει. Τα χέρια στο

τιμόνι. Κιόλας ένα μήνυμα διήγηνου οξυγόνου φτάνει ως εμάς».

Διήγηνου και μάλιστα με λίαν εμφατική υπογράμμιση; Υπάρχει λέξη

«διήγηνος»; Από όσο ξέρω, όχι. Τότε μήπως «διγήινου (οξυγόνου)». Αλλά και πάλι

δι(ς) ή δια+γήινος (γη); Επιτρέπει η Γραμματική τον σχηματισμό; Διορθώνει

κανείς ή δεν διορθώνει; Ρωτάει τον ποιητή ή δεν τον ρωτάει; Ούτε τον ρωτάει

ούτε διορθώνει. Παίζει. Αλλάζει τη σειρά των γραμμάτων, υποθέτει και εικάζει

είδωλα ηχητικά και γραπτά στον νου ή και στο υποσυνείδητο του ποιητή (και στο

δικό του), διαβάζει και έτσι και αλλιώς. Έξαφνα: δια (πρόθεση) + η (άρθρο) +

γη + νος (κατάληξη). Για ποίηση μιλάμε, για λόγο εντόνως τροπικό και συχνά

αντιγραμματικό από τη φύση του. Ας γυρίσουμε πάνω από τέσσερις εκατοντάδες

σελίδες πίσω, στις άσπρες σελίδες πριν από τα περιεχόμενα του «Εν λευκώ».

H προτελευταία από αυτές κοσμείται από ένα περίεργο παραλληλόγραμμο κειμενίδιο

14 λέξεων δίκην αρχαίας επιγραφής με αδιάστικτη γραφή και κεφαλαία γράμματα.

Στο περίτεχνο αυτό κείμενο περιέχεται διπλός και καίριος αυτοχαρακτηρισμός της

ποίησης του Ελύτη. Ο δεύτερος και εγγεγραμμένος στον πρώτο («ΑΓΡΑ ΦΩΤΟΣ»)

αποτελεί μέγιστο κατόρθωμα, αληθινό θαύμα αναγραμματισμού. Και δεν θα άκουγε

οπτασιαζόμενος στο αρχαιοπινέστατο και εύηχο «σκαραδαμύσανε» το όνομα «ΑΔΑΜ»

και το ρήμα «ΑΔΑΜ-υ(ί)ζω» ένας δεδηλωμένα «αγράμματος» ποιητής (αντλώ από τις

«Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό»· και έχω τους λόγους μου), για να μη

δυσαρεστήσει ή και ταράξει τον ύπνο του λίαν εγγράμματου διορθωτή του;

Ο Ανδρέας Μπελεζίνης είναι φιλόλογος, κριτικός της λογοτεχνίας.