Είναι προφανές ότι η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, με τις αυτόθροες βεβαιότητες

που συνεπέφερε, τα μεγάλα, όντως, έργα και τη στατιστική πρωτιά στην ανάπτυξη

εντός της ευρωζώνης, δεν ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο του λαού. Το 3,6% της

αύξησης του ΑΕΠ δεν διαχέεται στο κοινωνικό σώμα. Πρώτη φορά από τις αρχές της

δεκαετίας του 1990, όταν επιχειρήθηκε μια βίαιη ανισοκατομή, δημιουργείται

σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.

Το ζήτημα είναι σύνθετο και εν πολλοίς εκφεύγει του εθνικού αυτοπροσδιορισμού.

Το υπερεθνικό πλαίσιο του ιδεολογικά φθίνοντος αλλά ακόμη αξιωματικά

επιβαλλόμενου οικονομικού φιλελευθερισμού των διαρκών «απελευθερώσεων» και των

κοινωνικών απορρυθμίσεων, αναδιατάσσει, προϊόντος του χρόνου, τις κοινωνίες,

σε ευκρινείς ζώνες εισοδηματικών επιπέδων.

Το πολιτικά ενδιαφέρον του φαινομένου έγκειται στο ότι το κοινωνικό ζήτημα

επαναπροβάλλει κυρίαρχο, όπως και οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις έδειξαν, στο

πέρας μιας δεκαετίας διακυβέρνησης από ένα σοσιαλιστικό κόμμα. Και στο ότι

αυτό, πλέον, θεωρείται λιγότερο ικανό να διαχειριστεί το λεγόμενο κοινωνικό

πακέτο, εν σχέσει με τη N.Δ., που υπό την ιδία σχεδόν σύνθεση στελεχικού

δυναμικού, το οποίο προκάλεσε τον κοινωνικό σεισμό του 1990-1993, θεωρείται

καταλληλότερη!

Όλοι θεωρούν ότι τα κοινωνικά μεγέθη διαμεσολαβούνται στο ευρύτερο πλαίσιο της

E.E. και ότι το πολιτικό διακύβευμα μετατίθεται από την ικανότητα χάραξης

πρωτογενούς πολιτικής στη διόλου ευκαταφρόνητη δυνατότητα επηρεασμού των

ρυθμίσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και διαχείρισης των ευχερειών που παρέχουν. Ο

K. Σημίτης παλαιός γνώριμος πολιτικός και τεχνοκράτης των δομών της E.E.,

θεωρείται, ευλόγως, κατάληλλος, στο απόγειο της διεθνούς του καταξίωσης, να

ηγείται της χώρας, αφού η παρουσία του μόνον οφέλη μπορεί να προσπορίσει σε

αυτήν. Σε αυτό συμβάλλει και το λιτό, απέριττο της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής

του. Το ΠΑΣΟΚ όμως, αυτό το κάποτε ζωντανό και δημιουργικό, ιδεολογικό και

πολιτικό μόρφωμα εξουσίας, έχει φθαρεί καίρια όχι μόνο λόγω της αποδιδόμενης

«ταξικής του ασυνέπειας», αλλά και της πλήρους ενσωμάτωσης των στελεχών του,

κυρίως των νέων, στην κοινωνικοοικονομική τάξη και ιεραρχία, που κάθε άλλο

παρά αξιοκρατικά αναδομήθηκε. Αυτό είναι εμφανέστερο στην επαρχία, όπου η

πολιτική φθορά συνοδεύεται και από άλλα απαξιωτικά χαρακτηριστικά. H κοινωνική

αξιολόγηση είναι αδυσώπητη: άλλο η άνοδος ως αποτέλεσμα προσωπικού αγώνα και

ικανοτήτων και άλλο η επιβολή μέσω ενός διαρκούς συστήματος πολιτικής

εξουσίας.

H αναντιστοιχία αυτή της επιρροής μεταξύ ηγέτη και κόμματος, δείχνει καθαρά σε

ποιον πόλο και μέχρι ποίου βάθους πρέπει να γίνουν οι αναμενόμενες

παρεμβάσεις, που δεν μπορούν να συμποσούνται, πλέον, σε έναν, έστω και ριζικό,

ανασχηματισμό.

Το «δεξιό», άλλωστε, άνοιγμα εξαντλήθηκε και οι ευάριθμοι κεντροδεξιοί

επανήλθαν στην παλαιά τους κοίτη, δίνοντας στη N.Δ. μια μη αντιστρεπτή

συσπείρωση. Το 14% ή το 18% των αναποφάσιστων, που θα κρίνει τις εκλογές,

βρίσκεται στον ευρύτερο, μορφωτικά και πολιτικά, σοσιαλιστικό χώρο. Τον

κοινωνικό χώρο που ήλπισε σε μια δικαιότερη ανακατανομή του πλούτου, σε

βελτίωση των δημοσίων υπηρεσιών, ποιοτική αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών, σε

εργασιακή βεβαιότητα. Και ακόμη σε μιαν άλλη αξιοκρατία από αυτήν που οι

κομματικές επετηρίδες, οι εύνοιες των αρχηγών και οι προτιμήσεις των κυρίαρχων

προσώπων επιβάλλουν.

Δεν υπάρχουν βέβαια σημάδια στον ορίζοντα, ότι αυτοί οι ενεργοί και

μελαγχολικοί πολίτες θα αρχίσουν να πηδούν από τα πολύμορφα παράθυρα της

«σοσιαλιστικής ουτοπίας», κατά το πρότυπο του πρώτου γύρου των γαλλικών

προεδρικών εκλογών, αφού ο κομφορμισμός των ντόπιων σχημάτων και προσώπων το

αποτρέπει. Ούτε ότι θα ενταχθούν στην κατά περίπτωση αμετροεπώς λαϊκίζουσα

N.Δ. δημιουργώντας το ρεύμα που δεν υπάρχει. Αλλά για πρώτη φορά αυτό το όχι

αστόχως αποκληθέν «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ», αποστρέφει το πρόσωπό του σε ένα σύστημα

εξουσίας, που αφενός θεωρείται «βάρος» για τον Σημίτη, αφετέρου αδύναμο να

βελτιώσει ή έστω να διατηρήσει τις κοινωνικές κατακτήσεις του λαού. Έτσι, η

ευαίσθητη αυτή μερίδα του εκλογικού σώματος, παραμένει μετέωρη, εις αναμονήν

πρωτοβουλιών που θα δικαιώνουν, έστω και κατ’ αρχήν, τις προσδοκίες της.

Για να καταδειχθεί ότι και σ’ αυτές τις «αποϊδεολογικοποιημένες» εποχές, η

σύλληψη της ιδεολογικής τοπογραφίας και της αισθητικής της, είναι κρίσιμο

μέγεθος. Υπάρχει άραγε τέτοια ανάγνωση των δημοσκοπήσεων από την κυβέρνηση και

εξαρκεί ο πολιτικός χρόνος αντίδρασής της; Ιδού η πρόκληση της συγκυρίας που

θα κρίνει και το αποτέλεσμα των προσεχών βουλευτικών εκλογών.

Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι δικηγόρος – καθηγητής Πανεπιστημίου.