H εισηγητική ομιλία του Κώστα Σημίτη στο 5ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ στις 18 Μαρτίου

1999 χαρακτηρίσθηκε, σύμφωνα με τον Τύπο της επομένης, από το δυναμικό στυλ,

τις πολλές αναφορές στον ιδρυτή και από τη σφοδρή επίθεση σε όσους ευθύνονταν

για την παράνομη είσοδο Οτζαλάν στην Ελλάδα.

«Είναι παρακράτος και σαν παρακράτος πρέπει να αντιμετωπιστούν», είπε και όταν

μια μερίδα των συνέδρων απάντησε με συνθήματα «Ανδρέα ζεις εσύ μας οδηγείς»,

χτυπώντας το χέρι του με οργή στο έδρανο ανταπάντησε: «Ο Ανδρέας μάς οδήγησε

στην κατάργηση της εθνικοφροσύνης. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι κληρονόμος της

χωροφυλακίστικης εθνικοφροσύνης. Το ΠΑΣΟΚ δεν εμπορεύεται την εθνικοφροσύνη

ούτε μπερδεύει τον πατριωτισμό με τον τυχοδιωκτισμό».

Συνεχίζοντας, πάντα σύμφωνα με τις εφημερίδες της 19ης Μαρτίου, έγινε ακόμα

πιο συγκεκριμένος: «Οι υπερπατριώτες δεν έχουν σχέση με το ΠΑΣΟΚ (…), έφεραν

την Ελλάδα προ τετελεσμένων γεγονότων, έβλαψαν καίρια τα εθνικά συμφέροντα και

έχουν βαριά ευθύνη». Και για όποιον είχε αμφιβολίες, πρόσθεσε: «Έδρασαν σε

παράξενους συνδυασμούς και σχέσεις με θυλάκους μυστικών υπηρεσιών, με

οργανώσεις και δίκτυα που ασκούν εξωτερική πολιτική».

Αυτές οι πρωθυπουργικές εκτιμήσεις για την υπόθεση Οτζαλάν μιλούν καθαρά για

ανεπίτρεπτη, σε δημοκρατίες, «αντιποίηση αρχής. Και δεν άλλαξαν, αν πιστέψουμε

τα ρεπορτάζ πριν από λίγους μήνες για την οργισμένη αντίδραση του K. Σημίτη

μετά την τότε αναβολή της δίκης λόγω αγνώστου διαμονής του Οτζαλάν. (!!!)

Όμως, τι σχέση έχουν αυτές οι εκτιμήσεις με τη δίκη που διεξάγεται εδώ και

μερικές ημέρες; Όχι μεγάλη, θα λέγαμε «κομψά».

Κεντρικό στοιχείο που επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές οι, κατ’ ουσίαν,

απαλλακτικές καταθέσεις τών – κατά τα άλλα – κορυφαίων μαρτύρων κατηγορίας,

δηλαδή των τριών αποπεμφθέντων υπουργών.

Ούτε λίγο ούτε πολύ κονιορτοποίησαν τα περί «αντιποίησης αρχής» μιλώντας για

ένα απλό ανθρώπινο λάθος. «Δεν πιστεύω πως ο Ναξάκης είχε πρόθεση να βλάψει το

εθνικό συμφέρον και να προσβάλει τη διεθνή ειρήνη», δήλωσε ο Φ. Πετσάλνικος.

«Παρεσύρθη από ενθουσιασμό. (…) Αποκλείω να είχε πρόθεση να δημιουργήσει

πρόβλημα», πρόσθεσε ο Θ. Πάγκαλος. Για να κλείσει ο Αλ. Παπαδόπουλος,

τονίζοντας ότι «ο Ναξάκης έχει έντονη συναισθηματική φόρτιση με το Κυπριακό

και το Κουρδικό ζήτημα. Συμμετείχε στην παράνομη είσοδο του Οτζαλάν στην

Ελλάδα και θεωρώ σφάλμα του ότι το έπραξε, δίχως αυτό να σημαίνει ότι

αποδεχόταν με την κίνησή του αυτή την όποια βλάβη των εθνικών μας

συμφερόντων».

Σαν να μην έφταναν οι τρεις αποπεμφθέντες υπουργοί, στον «χορό» προσετέθη και

ο «αντ’ αυτού» τότε Σ. Κοσμίδης, χαρακτηρίζοντας την ενέργεια Ναξάκη

«επιπόλαιη κίνηση που δημιουργούσε κινδύνους εμπλοκής» προσθέτοντας, όμως, ότι

του είναι «αδιανόητο να σκεφθεί ότι είχε πρόθεση να βλάψει τα συμφέροντα της

χώρας».

Ένα απλό ανθρώπινο λάθος, λοιπόν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των κορυφαίων

χειριστών της υπόθεσης. H πρωθυπουργική «αντιποίηση αρχής» πήγε περίπατο. Μαζί

και το πασιφανές πως οι οργανωτές της παράνομης εισόδου όχι μόνον ήξεραν τις

πιθανές συνέπειες – ελληνοτουρκική εμπλοκή – της παράνομης εισόδου αλλά και

τις επεδίωκαν, όπως, άλλωστε, υποδήλωνε και η συνέντευξη Οτζαλάν εκείνων των

ημερών στην ιταλική «Ρεπούμπλικα».

Εν ολίγοις, εντελώς συνειδητά – και σε πλήρη αντίθεση με τις πρωθυπουργικές

δηλώσεις – ο στόχος είναι «να πέσει στα μαλακά» ο Ναξάκης. H ερμηνεία δεν

βρίσκεται σε κάποια φιλάνθρωπα αισθήματα, αλλά στα λεγόμενα ενός άλλου μάρτυρα

στη δίκη, του Χαρ. Σταυρακάκη, τότε διοικητή της ΕΥΠ. Σύμφωνα με τις

εφημερίδες της 31ης Μαΐου, «αποκάλεσε τον Αντ. Ναξάκη «συνεργάτη της ΕΥΠ έως

το 1996″ οπότε ανέλαβε εκείνος, αν και ο κ. Ναξάκης υποστήριξε ότι η

συνεργασία συνεχιζόταν».

Το «βαθύ κράτος» και το «βαθύ ΠΑΣΟΚ», λοιπόν, θεωρούν πως ο «συνεργάτης» δεν

πρέπει «ν’ ανοίξει το στόμα του» για τα παλιά. Με άλλα λόγια το είπε ο Φ.

Πετσάλνικος, υποστηρίζοντας ότι «σε καμία χώρα που σέβεται τον εαυτό της δεν

θα γινόταν τέτοια δίκη που την εκθέτει διεθνώς».

Μόνο που η χώρα δεν εκτίθεται όταν δικάζει εκείνους που ήθελαν να ασκήσουν

ιδιωτική εξωτερική πολιτική.

Εκτίθεται, αν αυτοί παραμείνουν ατιμώρητοι. Εκτίθεται, αν οι οργισμένες

πρωθυπουργικές δηλώσεις παραμείνουν ανεκπλήρωτες. Εκτίθεται, αν παραμένουν

«επτασφράγιστο μυστικό» σκοτεινές σελίδες της παρελθούσης «εξωτερικής

πολιτικής» της.

Εκτίθεται, γιατί, εκτός των άλλων, χωρίς ουσιαστική αυτογνωσία και ρητή

αυτοκριτική, μοιάζουν ημιτελείς και μετέωροι οι αναπροσανατολισμοί, οι

εκσυγχρονισμοί και οι στροφές.