Οι κριτικοί κινηματογράφου στέλνουν στον Μάρτιν Σκορσέζε την αγάπη τους, την

εκτίμησή τους και την υποστήριξή τους, στον εξηντάχρονο σκηνοθέτη που

περιμένει να δει την ανταπόκριση της τελευταίας του ταινίας «Οι συμμορίες της

Νέας Υόρκης» από την Ευρώπη

Η συνάντηση με τον Μάρτιν Σκορσέζε είναι μία συγκλονιστική εμπειρία. Για όλα

φταίνε τα μάτια του. Αχόρταγα, λαίμαργα, αδηφάγα που μαρτυράνε την ανασφάλεια

ενός δημιουργού που θέλει να αρέσει στον συνομιλητή του αλλά και ο ίδιος να

τον εγκρίνει. Σου δίνει την αίσθηση ότι σε σκηνοθετεί και ότι δεν μπορεί να

κρύψει την ανυπομονησία του επειδή δεν τα πας ακόμα καλά μαζί του. Ο Σκορσέζε

εμπιστεύεται τα μάτια του περισσότερο από ό,τι θα εμπιστευόταν τους ανθρώπους.

Τα μάτια του είναι μαχαίρια που υπερασπίζονται τη μοναξιά του.

Και τώρα, που έγινε 60, τα μάτια του είναι λιγότερο άγρια. Σίγουρα υπάρχει

ένας καπνός ειρωνείας στο βλέμμα του όταν μιλάει και το στόμα του τυλίγεται

μορφάζοντας σαρκαστικά. Όμως είναι ο Μάρτιν Σκορσέζε. Εκείνος που ξεκίνησε

σπουδές τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, για να συνεχίσει με μία σειρά

ταινιών που έπιασαν το νόημα του υπαρξισμού της δεκαετίας του ’70. Και να

διατηρήσει για τρεις δεκαετίες το προφίλ μιας προσωπικότητας που αναγνωρίζουν

όλοι σε αυτήν το πνεύμα του κινηματογράφου. Γιατί ο Σκορσέζε επέμενε ότι η

ταινία είναι ολόκληρος ο κόσμος. Κι αυτή η πεποίθηση τον ξεχώρισε σε

υποδειγματική περίπτωση ανάμεσα στους σκηνοθέτες της γενιάς του.

Το να είσαι Σκορσέζε σημαίνει να βλέπεις τη ζωή με πάθος. Τίποτα δεν

παρουσιάστηκε πιο παθιασμένα στη μεγάλη οθόνη από αυτές τις τρεις φλογερές

προσωπογραφίες αυτοκαταστροφής που ερμήνευσε ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ο ηθοποιός

που φαίνεται να απέκτησε μία συμβιωτική σχέση με τον Μάρτι: ως Τζόνι Μπόι,

γοητευτικός αλλά τρελός στους «Κακόφημους Δρόμους» (1973), ως Τρέιβις Μπικλ

στον «Ταξιτζή» (1976) και ως ο πυγμάχος Τζέικ Λα Μότα στο «Οργισμένο Είδωλο»

(1980), που χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο, γιατί ήταν πολύ γέρος πια για

να βρει αντιπάλους να τον αντιμετωπίσουν.

Και υπάρχει μία ακόμη ταινία, η τέταρτη αυτής της σειράς. Το «New York, New

York», όπου ο Ντε Νίρο ως σαξοφωνίστας της τζάζ ερωτεύεται την τραγουδίστρια

του συγκροτήματος Λάιζα Μινέλι, αλλά δεν βρίσκει ποτέ το θάρρος να το

παραδεχτεί στον εαυτό του. Την εποχή του «New York, New York» ο Σκορσέζε

περνούσε τη χειρότερη στιγμή της ζωής του, στα πρόθυρα της καταστροφής,

κουρελιασμένος από την κοκαΐνη και τη σχέση του με τη Λάιζα Μινέλι. Όμως τα

γυρίσματα και η δημιουργία της ταινίας τον τρόμαξαν. Ο Μάρτι έκανε πίσω και

αυτά τα ξεκάθαρα μάτια του δεν του συγχώρεσαν ποτέ που είδαν αυτήν την εικόνα

του εαυτού του. Και από τότε δεν σταμάτησε να προσφέρει όλο του το πάθος στο

σινεμά.

Υπεράνω εποχών

Δεν είναι μόνο ότι εξακολουθεί να κάνει τις δικές του ταινίες, σα να έκανε

προσωπικές δηλώσεις. Πηγαίνει παντού, όπου χρειάζεται για να βοηθήσει την

κινηματογραφική τέχνη να παραμείνει μεγάλη. Κι ενώ στην ηλικία των 60 άλλοι

σκηνοθέτες θα έβλεπαν τον εαυτό τους ένα βήμα πριν από την αποχώρηση από την

ενεργό δράση, εκείνος περιμένει την προβολή της τελευταίας του ταινίας «Οι

Συμμορίες της Νέας Υόρκης», με τον Ντάνιελ Ντέι Λούις και τον Λεονάρντο Ντι

Κάπριο, να βγει στις αίθουσες. Περιμένει για μία απάντηση: για το πώς θα τον

κρίνει ο χρόνος και η υστεροφημία του: ως μία νέα αίσθηση στον κινηματογράφο ή

ως έναν καλλιτέχνη υπεράνω εποχών

Επιμέλεια: Έφη Φαλίδα