Ο Μηνάς Χατζησάββας-Φάουστ και η Μάγια Λυμπεροπούλου-Μεφιστοφελής στον

«Φάουστ» που παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας

Από το αιφνίδιο εκείνο και αυθόρμητο, όπως εικάζουμε, εγχείρημα του Θέσπιδος,

όταν δημιούργησε μια ριζική ρήξη με τη χορική ποίηση και εγκαινίασε τη μίμηση

πράξεως ζώντων και ου δι’ απαγγελίας, οι άνθρωποι του θεάτρου χρησιμοποιούν τη

σκηνή ως πειραματικό εργαστήριο, ως δοκιμαστήριο, ως σκοτεινό θάλαμο, ως

μαγικό κουτί, ως κολυμβήθρα, ως φρέαρ αρτεσιανών υδάτων, ως καπέλο

ταχυδακτυλουργού, ως πυρηνικό εργοστάσιο όπου τολμούν ακόμη και τη «σχάση» του

ατόμου. Πέρα από τα γνωστά είδη της θεατρικής ιστορίας, τα κλασικά, πέρα από

τις αναμείξεις, τα μεικτά αλλά νόμιμα μορφώματα, οι θεατράνθρωποι δοκίμασαν

κάθε είδους συνταγή, χρησιμοποίησαν τη θεατρική μαγεία ως μαγεία (!), ως

φίλτρο, ως παρηγορία, ως εμβατήριο, ως αμπρί, ως εξομολογητήριο, ως εξορκισμό,

ως μανιφέστο, ως άμβωνα, ως ρητορικό βήμα. Ξαναγύρισαν συχνά στις πηγές του,

άλλοτε στο έπος, άλλοτε στον λυρισμό, το είδαν ως φωτογραφικό φακό, ως

μουσική, ως ζωγραφικό πίνακα, το χορογράφησαν, το αρχιτεκτόνησαν, το

φιλμάρισαν.

Πολύ συχνά το μεταχειρίστηκαν ως διδακτική έδρα, ως δογματική θεωρία, ως

αναρχικό χάος, ως συνδικαλιστικό συλλαλητήριο, ως επαναστατικό οδόφραγμα.

Γεύτηκα τη θεατρική Διαλεκτική, το θέατρο – Ρεπορτάζ, το θέατρο – Ντοκουμέντο.

Και εδώ και λίγα χρόνια και το θέατρο – Δοκίμιο.

Μια τέτοια απόπειρα με πράγματι καλλιτεχνικό αποτέλεσμα ώστε να

νομιμοποιεί την τόλμη άλλη μια φορά (το είδος είναι πολλαπλά και στον τόπο μας

δοκιμασμένο αλλά όχι πάντα επιτυχές) είναι η παράσταση «Φάουστ» του ΔΗΠΕΘΕ

Πάτρας που στεγάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας του Γιώργου Κιμούλη στο

Γκάζι. Μια έξοχη ιδέα του Θέμη Μουμουλίδη που την αξιοποίησε ο ίδιος

σκηνοθετικά. Κατ’ αρχάς είναι μια έντιμη και διαφορετική από άλλες ανάλογες

πρόταση δοκιμιακού θεάτρου. Δεν πρόκειται για τον «Φάουστ» του Γκαίτε μόνο.

Και το γεγονός αυτό δηλώνεται ευθέως. Άλλοι «πονηροί» ενώ χρησιμοποιούν ένα

κλασικό κείμενο μπολιασμένο με σχετικά ή άσχετα ξένα άλλων συγγραφέων κείμενα,

«πουλάνε» π.χ. Σαίξπηρ ή Σοφοκλή. Εδώ οι συγγραφείς που απαρτίζουν το

«σενάριο» δηλώνονται: Γκαίτε, Πούσκιν, Πεσσόα, Λουβέ, Στρατής Πασχάλης.

Βεβαίως ο Φάουστ ως ευρωπαϊκός μύθος και πολιτισμικό σύμβολο προηγείται δύο

αιώνες και του Γκαίτε και δοξάστηκε πριν από κείνον με τον Μάρλοου. Γι’ αυτό

και έσπευσα να ονομάσω το «σενάριο» του Μουμουλίδη θέατρο – Δοκίμιο, γιατί

εκκινεί από μια καθαρά λογοτεχνική και θεωρητική έρευνα. Ο μύθος του Φάουστ

λειτουργεί ως πρίσμα μέσα από το οποίο διαχέονται ποικίλες αχτίδες και

εκδοχές. Είναι κυριολεκτικά ένας πολιτισμικός πολυέλαιος. Και πόσο

αποκαλυπτικοί οι στίχοι του «Φάουστ» του Στρατή Πασχάλη:

« – Τι ματωμένος πολυέλαιος ο ήλιος καθώς δύει.

– Δε θα ‘ναι νύχτα ιδανική για να ‘ρθει ο κύριος του σκότους;»

Ο Μουμουλίδης έχει και στο παρελθόν χρησιμοποιήσει έναν πολυπρισματικό μύθο ως

σύνθεση ευρέος φάσματος ακτίνων με τον «Ορέστη» των τριών τραγικών και του

Ρίτσου. Στο παρελθόν ο Βιτέζ είχε μπολιάσει στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή Ρίτσο.

Στο εγχείρημα όμως τώρα του «Φάουστ» η πρόθεση ήταν σαφέστερη και το

αποτέλεσμα γοητευτικότατο.

Ο σκηνοθέτης διάλεξε ως σκηνική φόρμα το κινηματογραφικό μοντάζ και την

τεχνική της συνεικόνας, της αλληλοπεριχώρησης, αν πρέπει να βρει έναν

θεολογικό όρο για το ανσενέ. Η σκηνή μετατράπηκε σε οθόνη και η μια σεκάνς

διαδεχόταν την άλλη με τη λογική του συνειρμού. Βλέποντας μερικά δείγματα του

«σεναρίου» που δημοσιεύονται στο έξοχο πρόγραμμα, διαπιστώνει κανείς πως η

σκηνοθεσία είχε στη διάθεσή της πολλαπλάσια «πλάνα» από τα τελικώς

επιλεχθέντα. Και αντιμεταθέσεις έγιναν και υλικό «πετάχτηκε» και πυκνώσεις ή

αραιώσεις επιχειρήθηκαν. Ο σκοπός του μοντάζ ήταν να αποδειχθεί αισθητικά ο

θεωρητικός στοχασμός: η πολυσημία του φαουστικού συμβόλου. Πολυσημία βέβαια εκ

των πραγμάτων περιορισμένη σ’ ένα φαουστικό θέμα: τον έρωτα. Και πράγματι το

«σενάριο» του Μουμουλίδη περιέγραψε κυκλικά το ερωτικό «τρίο» Φάουστ –

Μεφιστοφελής – Μαργαρίτα, κοιταγμένο μέσα από τις προσεγγίσεις του γκαιτικού

κλασικισμού, του ρομαντισμού του Πούσκιν, του σκεπτικισμού και του μηδενισμού

του Πεσσόα, του απελπισμένου κυνισμού του Λουβέ και του ανατρεπτικού

αναρχισμού του Πασχάλη.

Μια πνευματική πανήγυρις

Ο Μουμουλίδης έναν διανοητικό ακροβατισμό, μια καθαρά θεωρητική

φιλολογική ιδέα την έκανε καθαρό θέατρο. Κι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Η

σύνθεση των αποσπασμάτων χρησιμοποίησε τη λογική, τον στοχασμό και τον

δοκιμιακό λόγο έως την «τρικέζα», τις δοκιμές, τις σκηνικές δοκιμασίες του

υλικού. Αλλά στο αποτέλεσμα θριάμβευσε η μαγεία του θεάτρου. Και τα ποικίλα

μέσα του.

Εν πρώτοις οι έξοχες μεταφράσεις που χρησιμοποίησε του Ευαγγελάτου, της

Λυμπεροπούλου, της Παναγιώτας Πανταζή και τις δικές του που κατόρθωσαν να

ακουστούν χωρίς να δημιουργήσουν υφολογικές διαφορές. Ύστερα ο σκηνικός χώρος

του Γιώργου Πάτσα που αποθέωσε τη θεατρικότητα προβάλλοντας γυμνά

απομυθοποιημένα τα σκηνικά μηχανήματα. Από την άλλη οι σοφοί φωτισμοί του

Φίλιππου Κουτσάφτη έλουσαν τον λόγο, την υποκριτική και τις μηχανές του

θεάτρου με ένα μεταφυσικό φεγγίο. Και βέβαια η υποκριτική. Η Μάγια

Λυμπεροπούλου στις πιο δημιουργικές στιγμές της· ο Μεφιστοφελής της ήταν

αποκαλυπτικά αμφίφυλος, κυνικός, λογοκρατούμενος αλλά και ερεθιστικά

υπερρεαλιστικός, αφού κατόρθωσε να συνταιριάσει και να ισορροπήσει τη

μεσαιωνική δαιμονολογία με την ψυχανάλυση και τη φυσική με τη μεταφυσική.

Ο τρόπος που η Λυμπεροπούλου και ο Χατζησάββας «διάβαζαν» ποίηση, ο τρόπος που

είπαν τον στίχο, ο τρόπος με τον οποίο στο στόμα τους η ομοιοκαταληξία από

ηχητικό στοιχείο έγινε μουσική έκφραση των συναισθημάτων (κάτι που δεν

καλλιέργησε ποτέ ο Κουν αλλά το κυνήγησε διά βίου ο Ροντήρης ) είναι μάθημα

σκηνικής αγωγής του προφορικού ποιητικού λόγου.

Ο Χατζησάββας λιτός, εσωτερικός, με βαθύ βάσανο ψυχής έπαιξε τις εκδοχές του

Φάουστ με δοσολογίες παλιού φαρμακοτρίφτη.

Η Φένια Παπαδόδημα (Μαργαρίτα) έχει θαυμάσια προσόντα ιδίως στην κίνηση και

στην εσωτερική τεχνική (δηλαδή στη χρήση του συναισθηματικού φορτίου).

Χρειάζεται ακόμη καλλιέργεια το φωνητικό της όργανο με διεύρυνση της γκάμας

της.

Οι Ντάσκας και Καβίδας στους διάφορους συμπληρωματικούς ρόλους δικαίωσαν την

επιλογή τους. Στην εποχή που και το θέαμα και το θέατρο τείνουν να μιμηθούν τη

γρήγορη και εύπεπτη τροφή, το Fast Food, η Φαουστική τροφή είναι μια

πνευματική πανδαισία, μια πνευματική πανήγυρις.

INFO

«Φάουστ» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας (Ευμολπιδών 39Γ,

Γκάζι, τηλ. 210-3455.020).