|
| Οι Ν. Ζαχαροπούλου, Κ. Κόκλας, Ι. Μιχαηλίδης, Μ. Σολωμού και Χ. Σιμαρδάνης συναντιούνται για λίγα λεπτά μπροστά στη μηχανή του καφέ και εκτονώνουν την ένταση της δουλειάς με βιαστικές κουβεντούλες
|
Βάλαμε κάμερες παντού. Βάλαμε και στη μηχανή του καφέ. Ιδανικό το σημείο.
Αποτυπώνει τη στιγμή της χαλάρωσης από τη δουλειά, το σύντομο κουτσομπολιό,
τις βιαστικές κουβεντούλες. Ο χαφιές της καθημερινότητας. Να συνηθίζουμε πως
δεν υπάρχει χώρος χωρίς «αυτί» και πως οι κλεμμένες στιγμές των άλλων είναι οι
νοστιμότερες. Πρόκειται, βεβαίως, για σκηνοθετημένες στιγμές, μια και το
«Camera cafe» είναι σειρά του Mega, σκηνοθετημένη από τη Φωτεινή Κοτρώτση και
με βασικούς πρωταγωνιστές τούς Κώστα Κόκλα και Ιεροκλή Μιχαηλίδη.
Μικρή η διάρκειά της όσο και ένας διάλογος που ακούει κάποιος τεντώνοντας το
αυτί στους διπλανούς του. Ένα ενσταντανέ, σαν φωτογραφία όπου αποτυπώνεται μια
γκριμάτσα. Γιατί για γκριμάτσες πρόκειται. Οι σκηνές που παρακολουθούμε
προβάλλουν την παραμόρφωση, το ελάττωμα που αναδεικνύει αιφνιδίως ένας
μεγεθυντικός φακός, όταν πλησιάζει το πρόσωπο. Καθημερινοί άνθρωποι,
υποτίθεται, εργαζόμενοι σε μια εταιρεία, συναντιούνται για λίγα λεπτά μπροστά
στη μηχανή του καφέ και εκτονώνουν την ένταση της δουλειάς αποκαλύπτοντας μια
μύχια σκέψη, μια επιθυμία, κουτσομπολεύοντας συναδέλφους, συνήθως με
σεξουαλικά υπονοούμενα. Η συνήθης ελληνική βρισιά, που χαρακτηρίζει εκείνον
που αυτοικανοποιείται σεξουαλικώς είναι από τις πιο συνηθισμένες.
Η ιδέα είναι ίδια με εκείνη τού «Σ’ αγαπώ, μ’ αγαπάς». Μια ακίνητη
κάμερα αποκαλύπτει μια προσωπική στιγμή. Αυτή είναι και η πιο γαργαλιστική
αίσθηση που δίνουν οι σειρές του είδους. Ίδια ακριβώς με εκείνη που προσφέρουν
τα μπιγκμπραδερικά ριάλιτι. Η ατμόσφαιρα το ίδιο κλειστοφοβική. Ένας μικρός,
ελάχιστος τόπος, μια εταιρεία, οι ελάχιστοι συνάδελφοι και ένας μικρόκοσμος
ανταγωνισμών και μικροκακιών που ξεσπούν μπροστά στην κρυφή κάμερα
τοποθετημένη έτσι, ώστε να νομίζουμε πως έχουμε βάλει το μάτι στην
«κλειδαρότρυπα» ή τέλος πάντων σε σημείο που κανείς δεν υποψιάζεται. Η θέση
της κάμερας είναι το μοναδικό στοιχείο που διαφέρει από τις συνήθεις
κλειστοφοβικές σειρές μικρομεσαίων προβληματισμών που κατά καιρούς έχουν
κατακλύσει την εγχώρια τηλεόραση. Είναι αυτή που μας παρασύρει στην ηδονή του
ματάκια, του ωτακουστή, στην ηδονή της κλεμμένης στιγμής, που την
καταναλώνουμε βιαστικά και με την απόλαυση του παράνομου.
Οι Κώστας Κόκλας και Ιεροκλής Μιχαηλίδης, οι κολλητοί του γραφείου,
συναντιούνται μπροστά στη μηχανή του καφέ, με κοστούμια και πουκάμισα
κακοσουλούπωτα, με γραβάτες κακόγουστες, με μανίκια σηκωμένα. Υπάλληλοι, που
όλο ξεκλέβουν χρόνο για διάλειμμα. Δεν τρελαίνονται για δουλειά. Ονειρεύονται
να κερδίσουν το λαχείο. Κουτσομπολεύουν τον προϊστάμενο, που εμφανίζεται
αιφνιδίως πίσω τους. Τους ακούει. Παγώνουν. Εμείς γελάμε, υποτίθεται. Σε άλλη
στιγμή ο Μιχαηλίδης διηγείται στιγμές πάθους, που έζησε με την παρτενέρ του
της περασμένης βραδιάς. Αντροκουβέντες. «Την τρέλανα». Λίγο αργότερα
συναντιέται με την ίδια την παρτενέρ του της προηγούμενης βραδιάς. Συνάδελφός
του από το γραφείο. Ημίτρελη. «Να μαγειρέψω κάτι μωρό μου, νά ‘ρθεις το βράδυ
σπίτι;» της λέει. «Α, πα πα πα, αυτά που ήξερες να τα ξεχάσεις. Περασμένα
ξεχασμένα», του απαντάει. «Μα, μόλις χθες ήμασταν μαζί όλη τη νύχτα». «Ε, ναι,
περασμένα είναι. Πρέπει να κοιτάμε μπροστά». Υπάρχει και η παχουλή, ασχημούλα
που δεν υπολογίζεται ερωτικώς και ο αγαθούλης και ανέραστος. Λένε κοινοτοπίες.
Μοιάζουν όλοι απελπιστικά μόνοι. Ζωές άδειες. Μοναδικό όνειρο να χώσουν για
μια βραδιά στο κρεβάτι τους την υποφερτή γραμματέα του διευθυντή ή την
πεταχτούλα του διπλανού γραφείου.
Τα ανθρώπινα μέτρα πέφτουν τόσο, ώστε έχει την αίσθηση κανείς ότι
ακούει τον γδούπο στον πάτο του πηγαδιού που λέγεται τηλεοπτική ψυχαγωγία. Όση
ανακούφιση κι αν προσφέρει το μικρό μέτρο, η σύγκριση με το χειρότερο ή έστω
με το ίδιο στους κουρασμένους του καναπέ, δεν παύει να είναι μια αυτιστική
απασχόληση. Κι αν υποθέσουμε ότι η ξαφνική θέα στο καθημερινό και βλακώδες,
που υπαινίσσεται η αδιάκριτη κάμερα στην μηχανή του καφέ, είναι απλώς μια
μπουκιά κουτσομπολιού, ένα βιαστικό τσιμπολόγημα πλαστικής τροφής που δεν θα
αποτελούσε ποτέ κανονικό γεύμα, το γεγονός ότι ολόκληρο το τηλεοπτικό
πρόγραμμα πλέον έχει παραδοθεί στη λαγνεία των μικροστιγμών και της ανοησίας
τους αγγίζει τη διαστροφή.
