Τελευταίο βράδυ και τριγυρίζω στα δρομάκια της μικρής μου πόλης, να τα

φωτογραφήσει η ψυχή μου. Τριάντα χρόνια ζω στο εξωτερικό και τρία χρόνια

πέρασαν από την τελευταία φορά που ήρθα στην Ελλάδα. Ο κύκλος των γνωστών μου

στένεψε, φίλος δεν μου απέμεινε κανένας. Αύριο το απόγευμα αναχωρώ απ’ το

αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης.

Η θεια-Μαρίκα και φέτος δεν μου έδωσε κλειδί για την εξώπορτα. «Θα χτυπάς το

κουδούνι κι εγώ θα σ’ ανοίγω», είπε. Κάθε βράδυ ξεσηκώνουμε τη γειτονιά,

κλείνει και το ακουστικό της βαρηκοΐας για να κάνει οικονομία στην μπαταρία.

Καμιά φορά γυρίζω στο σπίτι τα ξημερώματα και, μόλις πέφτω στο κρεβάτι,

καταφτάνει εκείνη με το μπρέκφαστ στο δίσκο. Το αφήνει δίπλα μου και το

ξαναμαζεύει άθικτο το μεσημέρι.

Τα βράδια συνήθως τρώω έξω, καμιά φορά εντελώς μόνος. Τα μεσημέρια η θεία μου

μ’ έχει ταράξει στα «λαδερά» και στα «νερόβραστα», πλησιάζει ο

Δεκαπενταύγουστος και μαζί με τις παρακλήσεις της Παναγίας άρχισε κι η

νηστεία. Ένα απόγευμα πήγα στην εκκλησία της ενορίας μας, μοναδικός άντρας

ανάμεσα σε δεκάδες μαυροφορεμένες γυναίκες. «Απόστολοι εκ περάτων

συναθροισθέντες ενθάδε…». Οι γονείς μου, απ’ τα ονόματα των δυο παππούδων

μου, με βάφτισαν Απόστολο-Ιωάννη.

Πριν από μια βδομάδα είδα στο δρόμο την Κατερίνα. Κρατούσε απ’ το χέρι τον

εγγονό της. «Ε, ρε Κατερίνα», της είπα μετά απ’ τα τυπικά. «Για μια παρεξήγηση

χαλάσαμε τη ζωή μας». Εκείνη, προσπαθώντας να μη συγκινηθεί, μουρμούρισε:

«Έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ίσως να είναι καλύτερα και για τους δυο

μας!».

Κάθε φορά που η άδειά μου φτάνει στο τέλος της με πιάνει στενοχώρια. Από την

άλλη θέλω να τελειώσουν οι μέρες όσο γίνεται πιο γρήγορα, για να επιστρέψω στο

σπίτι μου.

Προχτές πήγα τη θεία στο γιατρό, είχε έναν πόνο στο στήθος. Της έκαναν

καρδιογράφημα και υπέρηχους κι ευτυχώς τη βρήκαν μια χαρά. «Να σταματήσεις τη

νηστεία, στομαχικό είναι το πρόβλημα!», τη συμβούλεψε ο γιατρός. «Την πάσαν

ελπίδα μου εις Σε ανατίθημι…», αποκρίθηκε εκείνη, κι ο γιατρός χαμογέλασε με

αυταρέσκεια…

Η ώρα πήγε δώδεκα. Τα καφενεία ένα ένα έκλεισαν, το ίδιο κι οι καφετέριες.

Χώνομαι σ’ ένα μπαρ με πιπεράτο όνομα. Μια κοπέλα έρχεται και κάθεται δίπλα

μου, είναι Ρωσίδα. Η συζήτηση στρέφεται γύρω από τις συνθήκες που την

ανάγκασαν να κάνει αυτή τη δουλειά. Μου μιλάει για την κόρη της και για τον

άντρα της που όλη την ημέρα μπεκρουλιάζει. Δεν τη λυπάμαι, δεν ξέρω κι αν μου

λέει αλήθεια. Καταλήγουμε στο απέναντι ξενοδοχείο, δεν έχω όρεξη να κάνουμε

έρωτα. Την πληρώνω και το μόνο που της ζητώ είναι να περιμένει ώσπου να με

πάρει ο ύπνος. Όπως είμαι ζαλισμένος απ’ το ποτό, κοιμάμαι αμέσως.

Όταν ξυπνώ, ο ήλιος έχει ανατείλει για τα καλά. Κάνω ένα ντους, ντύνομαι και

φεύγω για το σπίτι της θείας. Φτάνω έξω από την πόρτα και χτυπώ το κουδούνι.

Από μέσα δεν ακούγεται τίποτε. Ξανακτυπώ, και πάλι απόκριση καμία. Ο νους μου

πάει στο κακό, ο γιατρός που επισκεφτήκαμε δεν μου φάνηκε κάνας φωστήρας.

Αρχίζω να δίνω μπουνιές στην πόρτα. Μια γειτόνισσα βγαίνει και με ρωτάει τι

συμβαίνει. Της λέω και προσφέρεται να πάρει τηλέφωνο σ’ έναν κλειδαρά. Μ’ έχει

πιάσει αγωνία και δεν μπορώ να περιμένω. Πέφτω μ’ όλο το βάρος μου επάνω στην

πόρτα κι η κλειδαριά υποχωρεί. Τρέχω στην κρεβατοκάμαρη και βρίσκω το κρεβάτι

της θείας στρωμένο. Ψάχνω όλο το σπίτι, εκείνη δεν είναι πουθενά, αλλά τα

πάντα είναι τακτοποιημένα στην τρίχα.

Βγαίνω στο μπαλκόνι, η γειτόνισσα ανησυχεί κι εκείνη. «Μήπως θα μπορούσατε να

πάρετε τηλέφωνο στον κλειδαρά;», την παρακαλώ…

Μέσα στον ύπνο μου ακούω τη θεία μου να μαζεύει πάνω απ’ το κομοδίνο τον

ανέγγιχτο δίσκο. «Μεσημέρι πήγε», λέει δυνατά. «Σήκω επιτέλους να σε δει κι ο

Θεός».

Ανασηκώνομαι στο κρεβάτι μου.

«Τα ψάρια είναι έτοιμα, να τα φάμε όσο είναι ζεστά!», μου λέει.

«Τελικά, συμμορφώθηκες με αυτά που σου είπε ο γιατρός!», την πειράζω.

«Σήμερα, βρε, είναι η Μεταμόρφωση του Σωτήρος!», θυμώνει. «Και γίνεται

κατάλυση ιχθύος!».

«Γι’ αυτό πήγες πρωί πρωί στον ψαρά;», τη ρωτάω.

Κουνάει το κεφάλι της μ’ αποδοκιμασία. «Πρωί πρωί πήγα στην εκκλησία!», μ’

απαντάει. «Εσύ πώς τα κατάφερες με την εξώπορτα!».

«Αφού δεν είχα κλειδί… αναγκάστηκα και φώναξα τον κλειδαρά».

«Ρεζίλι γίναμε στη γειτονιά». Σκέφτεται για λίγο κι έπειτα λέει: «Κι εγώ

όμως… ίσως θα έπρεπε να σου είχα δώσει ένα κλειδί».

«Τώρα είναι αργά!», της λέω. «Το απόγευμα φεύγω».

Σαν να μη με άκουσε, μουρμουρίζει σκεπτική: «Την επόμενη φορά που θα έρθεις,

ποιος ξέρει αν θα ζω για να σ’ ανοίγω την πόρτα…».

Σηκώνομαι και πάω στο μπάνιο. Έπειτα μπαίνω στην κουζίνα. Βρίσκω επάνω στο

τραπέζι τους κολιούς, μαγειρεμένους πλακί, όσο πιο ακατάλληλους, δηλαδή, για

ερεθισμένα στομάχια. Δίπλα στη σαλάτα ένα κανατάκι ρετσίνα δίνει μια ξεχωριστή

νότα στο αποχαιρετιστήριό μας γεύμα…

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη