Το πιο φοβερό βασανιστήριο, να μην μπορείς να γείρεις κανονικά πάνω στην

πράσινη επιφάνεια του θρανίου… Ευθυτενής και πυκνομάλλης. Το άσπρο του

πουκάμισο κάνει φουφούλα πάνω από το παντελόνι. Στενοί γοφοί. Παμπάλαια

τσάντα. Τσάντα σχολική. Από το Γυμνάσιο την σέρνει. Όλο γδαρσίματα, λουριά

διαλυμένα. «Ψιτ, ψιτ», της λέει, «έλα εδώ!», κι έπειτα γυρνάει σε σένα με ύφος

όλο αγανάκτηση: «Δεν με υπακούει πια!». Η τσάντα-σκυλάκι βρίσκεται ξέπνοη στο

πάτωμα. Γελάς, σκας στα γέλια. Ακόμα δεν μπορείς να συλλάβεις την τύχη σου.

Αυτή την τύχη που τον ζάλισε στην τελευταία συνδιάσκεψη και είπε στη διπλανή

του, καθώς σε είδε να κατεβαίνεις στον επικλινή διάδρομο του αμφιθεάτρου, με

το καρτελάκι του αντιπροσώπου στο πέτο κι ένα πλαστικό κυπελλάκι του καφέ στο

χέρι (εσένα που δεν βγήκες ακόμα από το αυγό): «Κοίτα! Καλή δεν είναι αυτή;».

Η διπλανή δεν απάντησε – και είχε δίκιο η κοπέλα. Μόνο η θεά Τύχη, αυτή έκανε

το θαύμα της.

Θαύμα! Αυτός, η στελεχάρα, ο επί των πολιτιστικών· εσύ, η μαθήτρια η

σαστισμένη, με τα λαδωμένα μαλλιά. Είχες όμως την τύχη με το μέρος σου: δεν

φορούσες σκουλαρίκια! Στο εξήγησε εκείνος: «Ήσουν απ’ τις λίγες που δεν

κρεμόταν τίποτα απ’ τα αυτιά της· τι φρικτή κι αυτή η συνήθεια!». Ποτέ στη ζωή

σου – εννοείται – δεν θα ξαναβάλεις. Μυστήρια πράγματα καθορίζουν την έλξη των

ανθρώπων.

Τον έβλεπες, αλήθεια, πότε πότε στα γραφεία, στα κεντρικά της οργάνωσης, που

μπαινόβγαινε πολυάσχολος με το ωραίο του παράστημα, την παμπάλαια τσάντα, το

πηδηχτό κάπως βήμα. Τον έβλεπες και θάμπωναν τα μάτια σου – αν και δεν

θάμπωναν μόνο για κείνον, όχι λίγοι οι ωραίοι και απρόσιτοι. Αλλά να που

έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, μετά από τόσο και τόσο διάστημα ανέχειας. Είχες

τη μεγάλη τύχη να μη φοράς σκουλαρίκια και να μοιάζεις σοβαρή, προσηλωμένη,

αυστηρά εργατική… Ήσουνα κάπως, αλλά μάλλον απ’ έξω.

Βρεθήκατε στο σουβλατζήδικο της γειτονιάς του. Η θεά Τύχη και το γεγονός (να

λέγεται!) ότι δεν ήσουν εντελώς άσχετη, σε τοποθέτησε στην «επιτροπή» του. Η

επιτροπή συναντήθηκε σε διμερή σύνθεση, εσύ κι εκείνος. Δύο τραπέζια στο στενό

πεζοδρόμιο, πλάι στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, και οι λάμπες νέον έριχναν από

μέσα το ανελέητο άσπρο φως τους. «Θέλεις ρώσικη σαλάτα;», σου είπε με

ενθουσιασμό. «Εδώ έχουν μια δικιά τους συνταγή». Ήταν η καλύτερη ρώσικη σαλάτα

της ζωής σου, υπόγλυκη, κρεμώδης. Και το ψωμί το αφρώδες, ωραίο, παραδόξως, κι

αυτό. Μπορεί να ‘ταν και τούτο με δική τους συνταγή. Συζητήσατε… τι

συζητήσατε αλήθεια;

«Άναξ, ερώ μεν ουχ όπως σπουδής υποδύσπνους ικάνω κούφον εξάρας πόδα».

Η βαθιά, οικεία φωνή του κυρίου Αντωνίου δημιουργεί μέσα σου παλμικές ώσεις,

που σιγά σιγά σε βυθίζουν ολοένα βαθύτερα. Τρία χρόνια με τον ίδιο καθηγητή.

Γνωριζόσαστε πια απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Δεν σου δίνει σημασία αν

είσαι κάπως νυσταγμένη την πρώτη ώρα. Αν χάνεσαι. Δεν δίνει σημασία ούτε στην

απουσία της διπλανής σου· αυτή την κοπανάει συχνότερα κι εμφανίζεται στη μέση

της ώρας χτυπώντας σεμνά, πολύ σεμνά την πόρτα. Ωστόσο, εσύ αγωνίζεσαι να μην

ακουμπήσεις το μέτωπο πάνω στην ανάστροφη παλάμη που ακουμπάει πάνω στο

πράσινο θρανίο. Αγωνίζεσαι.

Καμιά φορά όμως γέρνεις. Καμιά φορά…

Το σπίτι του, με τον μαγικό αριθμό 31, στην μαγική οδό Παπαδιαμαντοπούλου.

Κατεβαίνεις σκαλιά, αντί να ανεβαίνεις. «Μην τρομάξεις», είπε. «Είναι η

«υπόγα»». Η υπόγα! Δεν θα τρόμαζες με τίποτα, έτσι κι αλλιώς. Και στο πιο βαθύ

μπουντρούμι αν πήγαινες. Εδώ, άλλωστε, όλα ήταν ήρεμα. Φως ημέρας, αλήθεια,

δεν έμπαινε, μα τι το χρειάζεται κανείς το φως, όταν στο σπίτι του γυρνά έτσι

κι αλλιώς μόνο το βράδυ; Έγνεψες καταφατικά, συμφωνώντας πέρα ως πέρα.

Χοντρά λεξικά πάνω στο γραφείο, κάτω από τη σπαστή λάμπα, ανοιχτά, σαν να ‘χε

διακόψει μόλις πριν από λίγο. Έκανε μεταφράσεις, όπως σου εξήγησε. «Η μάνα

μου», είπε, «κάθε βδομάδα στρώνει το κρεβάτι στο πατρικό μου με καθαρά

σεντόνια, κι ας μην έχω κοιμηθεί εκεί ούτε μία φορά τα τελευταία δύο χρόνια.

Μια φορά τη βδομάδα τρώγω μαζί τους. Όμως, προσπαθώ να μην παίρνω καθόλου

λεφτά».

«Εγώ», είπες, «εγώ…». Σάστισες για τα καλά με αυτή τη μητέρα. Η οποία έλεγε

επίσης – πρόλαβε και σ’ ενημέρωσε εκείνος – «ξεκουράζομαι από μία δουλειά

κάνοντας μια άλλη δουλειά». Φοβερό απόφθεγμα. Δεν κατάλαβες ωστόσο εντελώς αν

ο γιος μεμφόταν περισσότερο ή καμάρωνε. Όπως και να ‘ταν, στο δικό σου μυαλό

σχηματίστηκε αμέσως μία πελωρίων διαστάσεων μάνα (και θα ‘πρεπε άραγε να την

συναντήσεις;). Η δικιά σου, μπροστά σ’ αυτήν, ήταν ο φυσικότερος άνθρωπος.

Η δικιά σου έλεγε απλά «κοίταξε μην πάθεις καμιά υπερκόπωση». Κι είχε δίκιο.

Είχε δίκιο, αφού το κεφάλι σου τώρα μοιάζει αδύνατο να ξεκολλήσει από την

παλάμη κι η φωνή του δασκάλου… η φωνή του δασκάλου έρχεται από πέρα μακριά,

πιο μακριά κι απ’ τον λόφο εκείνο, όπου η Αντιγόνη…, απ’ τη σκόνη, απ’ το

χώμα, από τον αγγελιοφόρο, απ’ τον φύλακα… Ακούγεται αχνά, σβήνει, κι έπειτα

πάλι μια φράση φτάνει ως τα αυτιά σου: «Τάλας, τι χωρείς οι μολών δώσεις

δίκην; τλήμων, μένεις αυ;», δυστυχισμένε προχωρείς; – θα πληρώσεις – άμοιρε

στέκεσαι; Α, ευτυχώς που κάτι σκαμπάζεις απ’ τα περασμένα χρόνια. Γιατί

βρίσκονται στη μέση κι αυτές οι εξετάσεις, οι εισαγωγικές, η δαμόκλειος

σπάθη… Ο καλός κύριος Αντωνίου – δόξα τω Θεώ – δεν σου δίνει την παραμικρή

σημασία, αυτή την πρώτη πρωινή ώρα. Το σχολείο έπρεπε να αρχίζει στις δέκα,

στις έντεκα…

Καμιά δεκαριά φλιτζανάκια με κατακάθια καφέ, μερικά απ’ αυτά πρασινισμένα.

Ασυνήθιστο, πράγματι, θέαμα. «Της λέω να τα πλύνει», έδειξε την τσάντα του,

«αλλά δεν με υπακούει. Έχει σηκώσει κεφάλι». Γέλασες. Δεν σε πείραζε, άλλωστε,

διόλου η μούχλα. Άκου, δέκα φλιτζανάκια του καφέ, το ένα δίπλα στο άλλο, κατά

μήκος στο νεροχύτη της κουζίνας! Υπήρχε ένα είδος έμπνευσης. Δεν ήταν τόσο

δύσκολο να πλύνει κανείς ένα φλιτζάνι του καφέ, μόνο ξέπλυμα ήθελε. Του άρεσε

προφανώς να τα βλέπει έτσι, εν σειρά, και μουχλιασμένα. Στον κίτρινο νεροχύτη

κάτω από το κίτρινο φως του γλόμπου. Σου άρεσε κι εσένα.

Το βράδυ αυτό κοιμηθήκατε στο ίδιο κρεβάτι. Ήταν πολύ στενό. Ένα μονό κρεβάτι

δίπλα στο παράθυρο που έβλεπε στον ακάλυπτο. Έκανε ζέστη. Ο καθένας

προσπαθούσε να περιορίζεται στο δικό του μισό. Οι όποιες κινήσεις έπρεπε να

‘ναι πολύ προσεχτικές. Σχεδόν όφειλε να μην αναπνέει κανείς, για να μην

ενοχλήσει τον άλλο. Το πρωί σου είπε: «Ένιωθα τις βλεφαρίδες σου να

ανοιγοκλείνουν». Κι εσύ είχες νιώσει τις δικές του. Έξι ώρες ακίνητοι. Το

ωραιότερο βράδυ τής έως τότε ζωής σου.

Έπειτα πήγες στο φροντιστήριο κι άντεξες όλο το πρωί, χωρίς να κυρτώσεις την

πλάτη. Ύστερα από τόση μιζέρια, έπεφτε μαζεμένη όλη αυτή η ουρανοκατέβατη

τύχη. Πώς δεν θα κοιτούσες με θεία γαλήνη τον αγαπητό κύριο δάσκαλο που γύρευε

εναγωνίως να σου εμπεδώσει τις εξαιρέσεις – orbis, piscis, fascis, mensis (να,

που κάτι έμαθες όμως). Ναι, ουρανοκατέβατη τύχη.

Η βρώμικη φλοκάτη στο πάτωμα του δωματίου του το ξέρει. Το ξέρει και το δικό

σου, μονό επίσης, κρεβάτι. Τα δάκρυα από συγκίνηση, καθώς αγγίζεις τον ώμο του

άλλου, καθώς χώνεσαι κάτω απ’ τη μασχάλη του, καθώς αφήνεις το κεφάλι στην

κοιλιά του επάνω. Η καινούργια γλώσσα που φτιάξατε, με μόνο «ου» ή μόνο «ι»,

δική σας κωμική αποκλειστικότητα, συνωμοσία δημιουργικότητας. Οι μακρινοί

ποδαρόδρομοι. Οι μικρινοί πιδιρίδριμοι. Το να βλέπεις το ωραίο, πυκνόμαλλό του

κεφάλι. Η θεωρία του: «Το να πεις «σ’ αγαπώ» είναι κοινότοπο· ενώ το «σ’

αγαπάω» είναι αλλιώς. Το άλφα επιμηκύνει, γεμίζει τη λέξη. Όλο το πάθος είναι

κρυμμένο στο άλφα». Μπόλικα άλφα λοιπόν, ατελείωτα άλφα.

Χρόνος μοναχά δεν υπάρχει. Τόσες ώρες σχολείο, τόσες ώρες φροντιστήριο και

διάβασμα. Τώρα σε μυεί κι αυτός στα δικά του: «Μυθολογίες», μια καινούργια

θεότητα προέκυψε κάπου εκεί, στη Γαλλία. Όλο ζέση, σκυμμένος πάνω απ’ το

βιβλίο, σου εξηγεί, επιχειρεί να σε μαγέψει. Ίσως πάει πολύ· το μυαλό σου πότε

πότε αντιστέκεται. Δεν χωράει. Ας μείνει κάτι γι’ αργότερα. Κι επιπλέον, η

δουλειά στην «επιτροπή» πρέπει να γίνει και αυτή! Τις προάλλες είχες να

γράψεις ένα άρθρο για τη μαθητική εφημερίδα, ήταν δέκα η ώρα το βράδυ, ήσουν

πτώμα και απελπισμένη. Εντέλει το έγραψε εκείνος για σένα, πάνω στο γραφείο

σου, στο πι και φι. Υπογράφοντας με τα δικά σου αρχικά. Τι ντροπή και τι

ανακούφιση!

«Η πρώτη σχέση δεν μπορεί όμως να είναι η οριστική», είχε πει εκείνος. Αυτό

ίσχυε βέβαια ειδικά για σένα. Αυτός ο μεγάλος και ώριμος είχε πίσω του

τουλάχιστον μία, εσύ παραήσουνα βρέφος. Για σένα ήταν η «πρώτη», η πρώτη

σοβαρή, για του λόγου το αληθές. Εσύ λοιπόν θα εγκατέλειπες. Α, περίπου σε

μάλωνε. Οπότε διαμαρτυρήθηκες με έμφαση. Μερικές φορές δεν είναι έτσι τα

πράγματα, μερικές φορές η πρώτη αγάπη…, υποθέτει κανείς.

Το πιο φοβερό βασανιστήριο, να μην μπορείς να γείρεις κανονικά πάνω στην

πράσινη επιφάνεια του θρανίου. Ευτυχώς που είχες ρίξει διάβασμα στη ζωή αυτή,

στις μικρότερες τάξεις. Η δαμόκλειος σπάθη… Αλλά να βυθίζεσαι στον ύπνο και

να πρέπει συνεχώς να επαναφέρεις τον εαυτό σου, είναι ένα σισύφειο έργο. Να

προσπαθείς με τα χέρια να κρατήσεις τα μάτια ανοιχτά, αγώνας σφοδρός ενάντια

στη γλυκιά παραίτηση, στο όνειρο. Η μυρωδιά της φορμάικας: ένα μαξιλάρι

πολυκαιρισμένο, με λίγο πρωινό σάλιο που έχει ξεφύγει σαν από βαθύ ύπνο.

Χτυπάει το κουδούνι για το διάλειμμα. Μπας και κοιμήθηκες;