Μπορεί οι γενιές να διαδέχονται η μία την άλλη με τα χάσματα ανάμεσά τους και

τις αντιφάσεις εντός τους, όμως κάθε γενιά κάτι φυτεύει για την επόμενη,

ρίχνει έναν σπόρο που μπορεί να καρπίσει. Κοιτάζω πίσω, στους γεννήτορές μου

και στους δικούς τους γεννήτορες, βρίσκω εντός μου τις ρίζες τους και τους

ευγνωμονώ. Τέτοιες μέρες, στην πάτρια γη της Αιδηψού στη Βόρεια Εύβοια, όλες

οι μνήμες παρατάσσονται σαν γιορντάνια – μνήμες γλυκές, μνήμες πικρές,

φιλιωμένες στο παρόν και αφετηρίες νέας μάχης για το μέλλον. Αγαπησιάρικες

γωνιές, σαν κι αυτή που είναι μπαλκόνι στη θάλασσα κι από τα μικράτα μας τη

λέμε Καζίνο, μικρά καφενεία σαν του Σταύρου και της Ελένης στην πάνω συνοικία,

στα Πλατάνια, χωριά γραφικά σκαρφαλωμένα στα βουνά, όπως τα Γιάλτρα και το

Πολύλοφο, η άλλοτε Γουργουβίτσα, ο Άγιος και ο Αγιόκαμπος με τα κρυστάλλινα

νερά, τα Ήλια με την Αγία Μαρίνα και το θαυμαστό μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη, ο

όρμος κατ’ αντίκρυ στη λουτρόπολη με την ατέλειωτη παραλία. Και το χωριό, η

Αιδηψός, η «μάνα» των Λουτρών, με την ομορφοκκλησιά της Παναγίας και την

πλακόστρωτη πλατεία με τα πλατάνια.

«Μας έχεις πάρει τ’ αυτιά τόσα χρόνια με τα μέρη σου», λένε οι συνάδελφοι κι

έχουν δίκιο.

Αλλά έχω δίκιο κι εγώ ­ στο τέλος-τέλος τον τόπο μου κουβαλάω όπου κι αν είμαι

και σ’ αυτόν ανήκω.

Όπως το λέει ο ποιητής, αυτός με ανάθρεψε.