Μετά τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης

Σεπτεμβρίου μοιάζει να είναι το γεγονός που, περισσότερο από κάθε άλλο εδώ και

κάμποσα χρόνια, κλόνισε καθημερινότητες, στερεότυπα, τρόπους σκέψης και αξίες

σε Ευρώπη και Αμερική. Περισσότερο, πιστεύω, και από αυτήν ακόμη την

κατάρρευση των τειχών, το 1989, που άλλαξε βεβαίως τον ρου της ιστορίας.

Να οφείλεται άραγε το σοκ στον αιφνιδιασμό, την ένταση και τη δραματική εικόνα

του γεγονότος καθ’ εαυτού; Ή μήπως στον αριθμό των θυμάτων και τη σκέψη ότι

οποιοσδήποτε από μας ­ το παιδί, ο φίλος και ο συνεργάτης του καθενός μας ­ θα

μπορούσε εύκολα να συγκαταλέγεται σε αυτά; Αργά ή γρήγορα, ιστορικοί,

ψυχολόγοι και κοινωνικοί ανθρωπολόγοι θα κληθούν να απαντήσουν στα ερωτήματα

αυτά, προκειμένου να εξηγήσουν το πώς και το γιατί η 11η Σεπτεμβρίου

αναδείχθηκε σε ημερομηνία-καμπή για την εξέλιξη των ιδεών και των νοοτροπιών

στον Δυτικό Κόσμο. Για την Ελλάδα ειδικά, θα πρέπει να εξηγήσουν το πώς και το

γιατί, σε πρόσφατη σφυγμομέτρηση, πάνω από το 40% των ερωτηθέντων φρονούν ότι

τα αεροπλάνα τα έριξαν οι μυστικές υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών, του

Ισραήλ ή έστω Αμερικανοί ακροδεξιοί, έναντι μόλις του 29,4% των συμπατριωτών

μας που πιστεύουν ότι την επιχείρηση οργάνωσε ο Μπιν Λάντεν.

Σε ό,τι με αφορά, δεν θα ασχοληθώ με τα παράδοξα αυτά. Θα περιορισθώ, λόγω

ειδικότητας, στις θεσμικές προεκτάσεις του γεγονότος, επιχειρώντας να απαντήσω

σε ένα μείζον ερώτημα:

Θα έχει η 11η Σεπτεμβρίου επιπτώσεις στο καθεστώς των ελευθεριών των πολιτών;

Ως γνωστόν, σε χρόνο ρεκόρ, το αμερικανικό Κογκρέσο ψήφισε προ ημερών

αντιτρομοκρατικό πολυνόμο με τον εύγλωττο τίτλο «Uniting and Strengthening

America Act» ή «USA Act of 2001». Ο νόμος αυτός διευκολύνει την παρακολούθηση

των κάθε είδους επικοινωνιών ατόμων που οι αρχές υποψιάζονται για συμμετοχή σε

τρομοκρατική οργάνωση ­ συμπεριλαμβανομένης της επικοινωνίας κατηγορουμένων

για τέτοιες πράξεις με τους συνηγόρους τους ­ διευκολύνει τη διαβίβαση

προσωπικών δεδομένων από υπηρεσία σε υπηρεσία, περιορίζει τη χορήγηση βίζας

εισόδου σε αλλοδαπούς και απειλεί με αυστηρές ποινές όσους φιλοξενούν

τρομοκράτες και διακινούν υλικά πρόσφορα για την παρασκευή σειράς επικίνδυνων

βακτηρίων.

Ύστερα από πίεση του Δημοκρατικού Κόμματος, που ελέγχει ως γνωστόν τη

Γερουσία, από τη μια περιορίσθηκε σε επτά ημέρες ο χρόνος που, με εντολή του

γενικού εισαγγελέα, μπορεί να κρατηθεί προσωρινά αλλοδαπός ύποπτος για

τρομοκρατικές ενέργειες, ενώ η διάρκεια της ισχύος αυτού καθ’ εαυτού του

νόμου, που η κυβέρνηση Μπους την ήθελε αόριστη, περιορίσθηκε σε τέσσερα

χρόνια. Παρ’ όλ’ αυτά, τα σκοτεινά σημεία του νόμου είναι αρκετά και δεν είναι

τυχαίο ότι οι γνωστότερες αμερικανικές οργανώσεις για την υπεράσπιση των

δικαιωμάτων του ανθρώπου τον χαρακτηρίζουν ως αυθαίρετο και επικίνδυνο, κυρίως

για την ελευθερία της έκφρασης, ένα θέμα-ταμπού στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμη

εντονότερα αντέδρασαν και στην πρόσφατη κανονιστική διαταγή του Αμερικανού

προέδρου, η οποία επιτρέπει τη σύσταση έκτακτων στρατοδικείων για την

προσαγωγή σε αυτά αλλοδαπών κατηγορουμένων για τρομοκρατικές ενέργειες, χωρίς,

όπως φαίνεται, να διασφαλίζονται στοιχειώδεις δικονομικές εγγυήσεις.

Στις Βρυξέλλες, εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει καταρτίσει μετά τις 11

Σεπτεμβρίου δύο σχέδια αποφάσεων-πλαίσιο, οι οποίες αναμένεται να εγκριθούν το

αργότερο στις αρχές Δεκεμβρίου: το πρώτο καθιερώνει το λεγόμενο ευρωπαϊκό

ένταλμα σύλληψης για ορισμένες αξιόποινες πράξεις και επιτρέπει την έκδοση και

ημεδαπών εκζητουμένων. Όσο για το δεύτερο προτείνει έναν αρκετά ευρύ ορισμό

της τρομοκρατίας, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται όχι μόνον η συμμετοχή

σε τρομοκρατική οργάνωση (ή, έστω, η «υποστήριξή» της «soutien»), αλλ’

επιπλέον η «ενθάρρυνσή» της («encouragement»), η οποία θα μπορούσε προφανώς να

συμπεριλάβει, πέραν της υλικής, και τη λεκτική ενθάρρυνση. Η τελευταία αυτή

ρύθμιση προκάλεσε την αντίδραση αρκετών κυβερνήσεων, συμπεριλαμβανομένης και

της ελληνικής, οι οποίες φοβούνται μήπως αυτή τελικά οδηγήσει σε

αυτολογοκρισία και περιστολές στην ελευθερία της έκφρασης.

Τα μέτρα αυτά προκαλούν εύλογες ανησυχίες. Διότι, όσο και αν φαίνονται εκ

πρώτης όψεως εύλογα στο κλίμα των ημερών, εισάγουν σημαντικές ρωγμές στις

εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν αναφέρομαι τόσο στην κατάργηση των

συνόρων για τις ανάγκες της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας ­ κατάργηση που θα

θεωρούσα υπό προϋποθέσεις εύλογη σε ένα γεωγραφικό χώρο που φιλοδοξεί να

καταστεί ενιαίος και στο δικαστικό πεδίο. Υπαινίσσομαι τη διαφαινόμενη

συρρίκνωση του ελέγχου ­ κυρίως του δικαστικού ­ της εφαρμογής των

προτεινόμενων μέτρων και, περαιτέρω, την παράλειψη να τεθούν ευθύς εξ αρχής

χρονικοί περιορισμοί στην ισχύ των μέτρων αυτών. Λες και η τρομοκρατία είναι

ένα φαινόμενο που εφεξής θα αναπτύσσεται νομοτελειακά, εισβάλλοντας στην

καθημερινή ζωή μας περίπου όπως η γρίπη.

Ακόμη σημαντικότερη, ωστόσο, θεωρώ μιαν άλλη πηγή κινδύνων: την εύκολη

παραίτηση του ίδιου του πολίτη από τις εγγυήσεις των ελευθεριών του χάριν της

ασφάλειας που ο ίδιος επιδιώκει για τον εαυτό του και για τους οικείους του. Η

υποβολή μας σε εξονυχιστικό σωματικό έλεγχο στο αεροδρόμιο ασφαλώς και δεν με

ενοχλεί. Ούτε η πιθανή δυσχέρανση της πρόσβασής μας σε κτίρια, δημόσια και

ιδιωτικά, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο χτυπημάτων εντυπωσιασμού. Η

εγκατάσταση, ωστόσο, εκατοντάδων καμερών στο κέντρο της πόλης, και η μέσω

αυτών παρακολούθηση και της παραμικρότερης μετακίνησής μας, όπως φαίνεται πως

συμβαίνει εδώ και λίγα χρόνια στο κέντρο του Λονδίνου, ασφαλώς και δεν θα μου

ήταν ευχάριστη. Το ίδιο και η καταγραφή όλων των συναλλαγών μου. Να λοιπόν ένα

ακόμη πεδίο στο οποίο, όσοι νοιάζονται για τα δικαιώματα του ανθρώπου, θα

πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση: το πεδίο της οικειοθελούς παραίτησης από το

δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας,

χωρίς να έχουμε πάντοτε επίγνωση τού για το τι πράγματι διακυβεύεται.

Θα τελειώσω με μια παρατήρηση σε προσωπικότερο τόνο: ανήκω σε αυτούς που, από

την πρώτη στιγμή μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, ένιωσαν

την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν δημόσια σε πιο στρατόπεδο τοποθετούνται. Διότι

πίστευα και πιστεύω ότι η εκ προθέσεως δολοφονία χιλιάδων αθώων αποτελεί την

πιο βάναυση προσβολή των αξιών με τις οποίες γαλουχήθηκα και τις οποίες θέλω

να υπηρετώ. Η προσαγωγή συνεπώς των ενόχων στη Δικαιοσύνη και η αποτροπή της

επανάληψης εξίσου αποτρόπαιων εγκλημάτων στο μέλλον αποτελούσε και αποτελεί

για μένα πρώτη προτεραιότητα. Σήμερα, ωστόσο, το συνειδησιακό αυτό ξεκαθάρισμα

θέλω να πιστεύω ότι δεν με εμποδίζει ­ απεναντίας με παρακινεί ­ να είμαι

εξίσου κατηγορηματικός στην έκφραση βαθύτατης αγωνίας και ανησυχίας για την

ευκολία με την οποία βλέπω ορισμένους να είναι έτοιμοι να δεχθούν κραυγαλέες

παραβιάσεις θεμελιωδών αξιών του πολιτισμού μας, όπως για παράδειγμα

βασανιστήρια, στο όνομα της μάχης κατά της τρομοκρατίας.

Η ροπή αυτή πρέπει να ανακοπεί. Διότι διαφορετικά οι τρομοκράτες θα έχουν

καταγάγει μιαν αναπάντεχη όσο και πολυσήμαντη νίκη.

*Το κείμενο που δημοσιεύουν σήμερα «ΤΑ ΝΕΑ» βασίζεται στην εισήγηση του κ.

Ν. Αλιβιζάτου σε δημόσια συζήτηση που διοργάνωσε ο «Όμιλος Προβληματισμού για

τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας» με θέμα «Πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις

των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου»

Ο Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο

Πανεπιστήμιο Αθηνών.