Ο εκλογικός νόμος με τις διάφορες μορφές του αποτελεί το κύριο εργαλείο με το

οποίο κτίζεται ο κοινοβουλευτικός βίος μέσα στα πλαίσια του πολιτικού μας

συστήματος.

Είναι δηλαδή το μέσον με το οποίο διαμορφώνονται οι πλειοψηφικοί και

μειοψηφικοί κοινοβουλευτικοί σχηματισμοί, με όχι και τόσο μεγάλη προσήλωση στη

δημοκρατική αρχή που θέλει την αποτύπωση της βούλησης του λαού με σαφή

αφαλκίδευτο και αναλογικό τρόπο. Η αναλογική έκφραση της λαϊκής βούλησης

κάμπτεται από τα παραμορφωτικά εκλογικά συστήματα, που επιβάλλει η αντίληψη

της «κυβερνητικής σταθερότητας». Η αντίληψη αυτή τα τελευταία πενήντα χρόνια

κυριάρχησε στην επιλογή τού κατά περίπτωση «κατάλληλου» εκλογικού νόμου. Σε

μία δε περίπτωση η κομματική σκοπιμότητα επέβαλε ένα εξωφρενικό εκλογικό

σύστημα, τρισυπόστατο το ονόμασαν, με βάση το οποίο η ψήφος του λαού ανάλογα

με την εκλογική περιφέρεια αποκτούσε και διαφορετική «αξία». Έτσι, σε

ορισμένες εκλογικές περιφέρειες ίσχυσε το πλειοψηφικό, αλλού η απλή αναλογική

και αλλού η ενισχυμένη. Και αυτά με κριτήριο την κομματική δύναμη σε κάθε

περιοχή. Αυτό το οποίο για έναν σημερινό νέο είναι ασύλληπτο, συνέβη στην

Ελλάδα το 1956. Το ΠΑΣΟΚ ­ για να έλθουμε στα καθ’ ημάς ­ είχε ως πάγια θέση

την απλή αναλογική, την άδολη, όπως την ονόμαζε ο αείμνηστος Αν. Παπανδρέου.

Δυστυχώς, τη θέση αυτή χρόνο με το χρόνο την εγκαταλείψαμε, γιατί

ενστερνιστήκαμε την αντίληψη των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, παλαιά αντίληψη της

συντηρητικής παράταξης, και έτσι φθάσαμε σήμερα να στηρίζουμε ένα εκλογικό

σύστημα που δεν αποτυπώνει με γνησιότητα τη λαϊκή κυριαρχία, το οποίο μάλιστα

περιβάλαμε και με τη συνταγματική κατοχύρωση. Υπάρχει επομένως εδώ: α) μια

σαφής απόκλιση από τη θέση που θέλει η λαϊκή κυριαρχία να εκφράζεται με

αναλογικότητα, ώστε να αποτυπώνονται όλα τα ρεύματα στο Κοινοβούλιο, β) η

εμμονή στην αντίληψη των αυτοδύναμων κυβερνήσεων, δίνει την εντύπωση ή ότι

έχουμε εγκαταλείψει τον προοδευτικό μας προσανατολισμό, ή ότι αρνούμαστε τον

προοδευτικό χαρακτήρα σε άλλες δυνάμεις, για κοινή προοδευτική διακυβέρνηση

της χώρας. Η συνταγματική κατοχύρωση του ισχύοντος εκλογικού συστήματος όπως

αυτή θεσπίστηκε στο άρθρο 54, οδηγεί στην εσαεί κατοχύρωση του διπολισμού.

Φοβούμαστε όμως ότι ο διπολισμός κάποια στιγμή θα δοκιμαστεί και ίσως

προκαλέσει σοβαρές δυσλειτουργίες στο πολιτικό μας σύστημα, δυσλειτουργίες οι

οποίες δεν είναι εύκολο από τώρα να εκτιμηθούν. Εκείνο που μπορεί όμως να

λεχθεί από τώρα, είναι ότι το δικομματικό «πιγκ πογκ», μπορεί να μην κουράζει

τους παίκτες, αλλά κάποτε θα κουράσει τους θεατές ή (τηλεθεατές), όταν μάλιστα

οι ρόλοι τους αποκτούν μια ομοιομορφία διαχειριστικού τύπου. Κάποτε, η λαϊκή

δυναμική θα αναζητήσει άλλες διεξόδους.

Κατά συνέπεια, αν θέλουμε, αν θέλει το ΠΑΣΟΚ να προσφέρει υπηρεσία στην

προοδευτική προοπτική της χώρας, αλλά και στον εαυτό του, οφείλει να ψηφίσει

σε αυτήν τη Βουλή την απλή αναλογική, η οποία, άλλωστε, θα εφαρμοστεί στις

εκλογές του 2008 και όχι στις εκλογές του 2004. Έτσι ορίζει το Σύνταγμα. Γιατί

για να ισχύσει στις προσεχείς εκλογές πρέπει να ψηφιστεί, η απλή αναλογική,

από 200 βουλευτές, κάτι που δεν αποδέχεται η Νέα Δημοκρατία. Εκτός αν το ΠΑΣΟΚ

είναι βέβαιο ότι θα κερδίσει τις εκλογές όχι μόνο το 2004, αλλά και το 2008.

Αν λοιπόν δεν φέρει η κυβέρνηση την απλή αναλογική στην παρούσα Βουλή, που για

την ψήφισή της απαιτείται η σχετική πλειοψηφία, ή εν πάση περιπτώσει η

απόλυτη, την οποία διαθέτει, τότε είναι ενδεχόμενο να οδηγηθεί ο τόπος σε

συντηρητικές κατευθύνσεις. Γιατί κερδίζοντας το ΠΑΣΟΚ τις ελογές του 2004, και

ψηφίζοντας την απλή αναλογική στην τότε Βουλή με τη δική του πλειοψηφία, αυτή

θα ισχύσει για τις εκλογές του 2012. Αν πάλι κερδίσει τις εκλογές του 2004 η

Ν.Δ., δεν έχει κανένα λόγο να αλλάξει το εκλογικό σύστημα επί το

αναλογικότερον, αφού θα έχει κάθε λόγο να διαιωνίσει την εξουσία με το ισχύον

σύστημα. Τότε, φυσικά, το ΠΑΣΟΚ θα επανέλθει στην παλαιά του θέση και θα

ζητάει τη θέσπιση της απλής αναλογικής, αλλά θα απευθύνεται σε ώτα μη

ακουόντων. Το λάθος, λοιπόν, λάθος διά παραλείψεως, θα είναι ανεπανόρθωτο.

«Στερνή μου γνώση…».

Ο Παναγιώτης Κρητικός είναι βουλευτής Β’ Πειραιά του ΠΑΣΟΚ