Ανοικτός μένει ο κύκλος του μεγάλου σκανδάλου των παράνομων υιοθεσιών που

συγκλονίζει το πανελλήνιο τα τελευταία χρόνια, καθώς καθημερινά αποκαλύπτονται

νέες περιπτώσεις ατόμων που έπεσαν θύματα των κυκλωμάτων εμπορίας βρεφών.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ.

Γραφείο Βόρειας Ελλάδας

Υποθέσεις παράνομων υιοθεσιών απασχολούν τις Δικαστικές Αρχές στη Θεσσαλονίκη

και για τις δεκαετίες ’80 και ’90

Από το 1995, όταν άρχισαν οι αποκαλύψεις, μέχρι σήμερα στη Θεσσαλονίκη

υπολογίζεται ότι περισσότεροι από πεντακόσιοι άνθρωποι βρήκαν τους φυσικούς

τους γονείς, αλλά οι δικαστικές διαδικασίες για τον εντοπισμό και την τιμωρία

των ενόχων παραμένουν ακόμα στο στάδιο της έρευνας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι σήμερα, μία μόνον υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο

ακροατήριο, από τις 25 δικογραφίες που χειρίστηκε ο εισαγγελέας Εφετών

Θεσσαλονίκης. Άλλες 50 υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο, μετά τις μηνύσεις που

υποβλήθηκαν, καθώς τα αδικήματα είχαν ήδη παραγραφεί. Μάλιστα, χρειάστηκε

ειδική ρύθμιση για την απόδοση ευθυνών, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος

παραγραφής υπολογίζεται από την ημέρα που το παράνομα υιοθετημένο παιδί

ενηλικιώνεται και όχι από την ημέρα που τελέστηκε το αδίκημα. Τα οργανωμένα

κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών άρχισαν να δρουν από την εποχή του εμφυλίου

πολέμου σε μαιευτήρια και παιδικούς σταθμούς της Θεσσαλονίκης, με επίκεντρο το

ίδρυμα «Άγιος Στυλιανός», μέσω του οποίου πραγματοποιήθηκαν τις επόμενες

δεκαετίες μαζικές αγοραπωλησίες παιδιών (τις περισσότερες φορές με αντίτιμο

μεγάλα χρηματικά ποσά), που είχαν κλαπεί από τους φυσικούς τους γονείς.

Οι διαδικασίες

Οι πρώτες διαδικασίες για την αρπαγή νεογέννητων άρχιζαν σε ιδιωτικές

μαιευτικές κλινικές και σε μαιευτήρια της Θεσσαλονίκης, κυρίως στο πρώην

Ρωσικό, όπου τα μέλη του κυκλώματος (διάφοροι μεσάζοντες, μαίες, ακόμα και

γιατροί) συγκέντρωναν πληροφορίες και επέλεγαν συνήθως πολύτεκνες ­ άπορες

οικογένειες, με ιδιαίτερη προτίμηση στα ζευγάρια από την επαρχία της Βόρειας

Ελλάδας και στη συνέχεια έθεταν σε εφαρμογή το απάνθρωπο σχέδιό τους.

Μετά τον τοκετό ενημέρωναν τους γονείς ότι το παιδί είχε πεθάνει κατά τη

διάρκεια τού τοκετού, χωρίς να αναφέρουν τα ακριβή αίτια θανάτου, ενώ όταν το

ανδρόγυνο ζητούσε να παραλάβει το πτώμα του βρέφους για να το θάψει

επικαλούνταν κάποια ανύπαρκτη υγειονομική εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία τα

πτώματα των νεκρών βρεφών έπρεπε απαραιτήτως να καταλήγουν στους κλιβάνους των

μαιευτηρίων για λόγους υγειονομικής προστασίας. Στη συνέχεια, με τη συμμετοχή

διοικητικών υπαλλήλων εξέδιδαν τα πλαστά πιστοποιητικά θανάτου και υποχρέωναν

τους άτυχους γονείς να τα υπογράψουν. Ηλικιωμένοι σήμερα γονείς ­ που έπεσαν

τη μεταπολεμική περίοδο θύματα των κυκλωμάτων αρπαγής βρεφών ­ αναφέρουν ότι

δεν ήταν δυνατόν να υποψιαστούν το παραμικρό, αφού εφάρμοζαν το σχέδιό τους

στην εντέλεια και πολλές φορές μάλιστα δεν δίσταζαν ακόμα και να συλλυπούνται

για τους εικονικούς θανάτους.

Με σχέδιο

Όταν το ανδρόγυνο έφευγε από το μαιευτήριο, ανενόχλητοι έθεταν σε εφαρμογή το

δεύτερο μέρος του σχεδίου. Τα νεογνά, ύστερα από μερικές εβδομάδες παραμονής

στον θάλαμο νεογνών, μεταφέρονταν από μέλη του κυκλώματος (κυρίως μαίες) έξω

από τον βρεφονηπιακό σταθμό «Άγιος Στυλιανός». Εκεί, μπροστά στην κεντρική

είσοδο υπήρχε, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ειδική βρεφοδόχος μέσα

στην οποία ανήλικες κυρίως μητέρες, που είχαν φέρει στον κόσμο εξώγαμα,

αναγκάζονταν να τα εγκαταλείψουν φοβούμενες τις δυσάρεστες κοινωνικές

συνέπειες εκείνης της εποχής.

Συνήθως μέσα στις πάνες του μωρού τοποθετούσαν κάποιο ιδιόχειρο ψεύτικο

σημείωμα, με το οποίο η υποτιθέμενη μητέρα του εξώγαμου εξηγούσε τους λόγους

που την ανάγκασαν να το παραδώσει στο ίδρυμα. Το τραγικότερο είναι ότι το

περιεχόμενο αυτών των σημειωμάτων (που έμπαιναν στους φακέλους των εκθέτων)

συνοδεύει μέχρι και σήμερα, για το υπόλοιπο της ζωής τους εκατοντάδες

ανθρώπους, πολλά από τα οποία δεν θα μάθουν ποτέ την πραγματική αλήθεια.

Και… παραγγελίες

Τα «έκθετα προαυλίου» (έτσι αποκαλούνταν τα παιδιά της βρεφοδόχου) τα

παραλάμβαναν υπάλληλοι του ιδρύματος και στη συνέχεια μέλη του κυκλώματος ­

που είχαν διεισδύσει και στο ίδρυμα «Άγιος Στυλιανός» ­ έρχονταν σε επαφή με

διάφορους υποψήφιους θετούς γονείς και τα πουλούσαν. Μαρτυρίες παιδιών που

πέρασαν από το ίδρυμα αναφέρουν ότι εκτός από τις διαπραγματεύσεις για το

κόστος κάθε παιδιού υπήρχαν και λίστες από ενδιαφερόμενους «αγοραστές» με…

παραγγελίες για το φύλο, το χρώμα των ματιών και των μαλλιών και το ύψος κάθε

υποψηφίου για πώληση βρέφους.

Οι παράνομες δραστηριότητες, που είχαν αναπτύξει ­ με αποκορύφωμα την περίοδο

του εμφυλίου και τη δεκαετία του ’50 ­ τα κυκλώματα παράνομων υιοθεσιών στη

Θεσσαλονίκη, είδαν το φως της δημοσιότητας, για πρώτη φορά, στις αρχές της

δεκαετίας του ’60. Κρατικοί και δημοτικοί υπάλληλοι, γιατροί και άλλοι

μεσάζοντες είχαν παραπεμφθεί σε δίκη με την κατηγορία ότι πραγματοποίησαν

εκατοντάδες αρπαγές νεογέννητων και παράνομες υιοθεσίες, με αντάλλαγμα

χρηματικά ποσά.

Στο αρχείο

Στη δίκη, που έγινε το 1963, σχεδόν όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και ο

φάκελος της υπόθεσης τέθηκε στο αρχείο. Όμως, οι παράνομες υιοθεσίες ­ με τη

μέθοδο των εικονικών θανάτων ­ συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια, κορυφώθηκαν

μάλιστα κατά τη διάρκεια της χούντας. Τον Απρίλιο του 1995 εκατοντάδες άτομα

απ’ όλη την Ελλάδα συγκεντρώθηκαν σε κινηματοθέατρο της Θεσσαλονίκης

αναζητώντας χαμένους γονείς, παιδιά και άλλα συγγενικά και φιλικά πρόσωπα, ενώ

άτομα που έπεσαν θύματα παράνομων υιοθεσιών ίδρυσαν και σύλλογο για την

εξιχνίαση υποθέσεων αρπαγής και αγοραπωλησίας βρεφών.

Την περίοδο εκείνη «ΤΑ ΝΕΑ» με σειρά δημοσιευμάτων αποκάλυψαν δεκάδες

περιπτώσεις ανθρώπων που βρήκαν τις ρίζες τους, ξανασμίγοντας με συγγενικά

τους πρόσωπα, καθώς επίσης και τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν τα κυκλώματα

προκειμένου να αποκομίσουν χρηματικά ποσά από τις πωλήσεις παιδιών.

Συγκλονιστικές είναι και οι περιπτώσεις για αρπαγές νεογέννητων άπορων

οικογενειών από τη Μακεδονία, που ήταν ενταγμένες σε κόμματα της Αριστεράς.

Πολλά από τα παιδιά αυτών των οικογενειών ­ μέσω των «παιδουπόλεων» και άλλων

ιδρυμάτων, που είχε ιδρύσει η Φρειδερίκη ­ «φορτώθηκαν» σε πλοία και

μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου πουλήθηκαν σε άτεκνες οικογένειες

ομογενών κυρίως. Τα ίχνη τους χάθηκαν για πάντα και τα περισσότερα από αυτά τα

παιδιά δεν έμαθαν ποτέ τους πραγματικούς τους γονείς.

Τα τελευταία έξι χρόνια πολιτικά κόμματα, σύλλογοι και άλλοι φορείς

καταδίκασαν το λεγόμενο «εμπόριο βρεφών» που αποτελεί μία από τις μελανότερες

σελίδες της μεταπολεμικής Ελλάδας, ενώ οι δικαστικές αρχές στη Θεσσαλονίκη

αναγκάστηκαν με καθυστέρηση περίπου τριών ετών και υπό την πίεση δεκάδων

μηνύσεων και προσφυγών να ανοίξουν και πάλι τον φάκελο της υπόθεσης για τις

παράνομες υιοθεσίες.

Περίπου 3.000 καταγγελίες για τις παράνομες υιοθεσίες

Οι πρώτες κινήσεις έγιναν από την πλευρά του συλλόγου παράνομα υιοθετημένων

παιδιών που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη. «Ύστερα από τις ενέργειές μας περισσότερα

από 500 άτομα βρήκαν τους γονείς τους, ενώ είχαμε δεχτεί περίπου 3.000

καταγγελίες», είπε στα «ΝΕΑ» η πρόεδρος του συλλόγου Ιφιγένεια Καλφοπούλου.

Από τις υποθέσεις αυτές κατατέθηκαν μόνον 75 μηνύσεις, καθώς «οι περισσότεροι

δεν είχαν χρήματα για να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες και άλλοι φοβήθηκαν»,

σημείωσε η κ. Καλφοπούλου. «Εμείς δεν είχαμε αρμοδιότητα να ωθήσουμε κανέναν

προς αυτή την κατεύθυνση, μας ενδιέφερε να βρεθεί έστω και ένας ακόμη παράνομα

υιοθετημένος», τονίζει. Η ίδια, μάλιστα, επισημαίνει ότι δέχτηκε «πόλεμο» με

την προσπάθεια διάλυσης του συλλόγου, που τελικά δεν έγινε.

Αρχικά έθεσε το θέμα του «εμπορίου βρεφών» στον τότε προϊστάμενο της

Εισαγγελίας Εφετών Θεσσαλονίκης Δημήτρη Σιδέρη, για ν’ ακολουθήσει η

νομοθετική ρύθμιση για τον χρόνο παραγραφής. Στα 15 χρόνια που προβλέπεται για

το κάθε κακούργημα (αρπαγή βρεφών) προστέθηκαν τα 18 χρόνια της ενηλικίωσης

κάθε παιδιού, ανοίγοντας τον δρόμο για την έρευνα. Ακόμη, όμως, κι έτσι, μόνον

οι 25 δικογραφίες μπορούσαν να διερευνηθούν, από τις οποίες ασκήθηκαν διώξεις

για τις 15. Οι τέσσερις εξ αυτών πήραν τον δρόμο της κύριας ανάκρισης και η

μία μόνον παραπέμφθηκε μέχρι σήμερα στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου

Κακουργημάτων. «Ήταν πολλές οι υποθέσεις και υπήρχε κοινωνικό πρόβλημα», είπε

στα «ΝΕΑ» ο κ. Σιδέρης για την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης ρύθμισης, που

υιοθετήθηκε στη συνέχεια από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών και Εφετών

Θεσσαλονίκης. Με βάση αυτή την τροποποίηση, μάλιστα, υπάρχει σε εξέλιξη νέα

έρευνα για τις παράνομες υιοθεσίες που έγιναν μέσω του «αμαρτωλού» ιδρύματος

την περίοδο 1969-1974, φάκελο που χειρίζεται ο τακτικός ανακριτής Θεσσαλονίκης

Σπύρος Κουτσοχρήστος, όπως αποκάλυψαν «ΤΑ ΝΕΑ» τον περασμένο Ιούνιο. Πάντως,

υποθέσεις παράνομων υιοθεσιών απασχολούν τις Δικαστικές Αρχές στη Θεσσαλονίκη

και για τις δεκαετίες ’80 και ’90, καθώς δύο υποθέσεις ­ με εμπόριο βρεφών σε

ιδιωτικές κλινικές της πόλης ­ παραπέμφθηκαν ήδη στο ακροατήριο.